25 May 2008

Γαύδος: Περιηγήσεις ιστορίας και περιβάλλοντος (1/2)

Δρ. Θόδωρος Κουσουρής
περιβαλλοντολόγος

Στ’ ανοιχτά από τη Χώρα Σφακίων και την Παλαιόχωρα, στο αρχιπέλαγος του Λιβυκού, βρίσκεται το νησί της Γαύδου. Το νησί της Καλυψώς και του Οδυσσέα, της Μινωικής κυριαρχίας, της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, των Αράβων, των πειρατών και του Μπαρμπαρόσα, της Βυζαντινής εποχής, της Τουρκοκρατίας, το απομονωμένο νησί "κατάλληλο" κάποτε και για εξορίες και εκτοπίσεις σημαντικών, αλλά και απλών ανθρώπων που όμως κουβαλούσαν αγνές ιδεολογίες και αντιλήψεις.. Κατά την ιστορική πορεία του το νησί πήρε πολλά ονόματα, όπως Ωγυγία κατά τον Όμηρο, Κλαυδή ή Καύδη κατά την Ρωμαϊκή κυριαρχία –προς τιμή του αρμοστή που διοικούσε το νησί Μάρκο Ορβύλιο Κλαύδο και με αυτό το όνομα την αναφέρει και ο Απόστολος Παύλος το 64 μ.Χ. στις περιπέτειες του. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912 μ.Χ.) το είχε ονομάσει με το σημερινό του όνομα, Γαύδος, ενώ κατά την Τουρκοκρατία (1665-1895 μ.Χ.), ονομάσθηκε Γότζο.

Αρχαιολογικά και άλλα ευρήματα φανερώνουν ότι το νησί της Γαύδου κατοικείται τουλάχιστον από τους νεολιθικούς χρόνους. Υπολείμματα Μινωικού πολιτισμού, καθώς και από την Ελληνιστική, Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο έχουν βρεθεί στο νησί. Γραπτά κείμενα για την κατοίκηση της Γαύδου αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Στράβωνα, Πτολεμαίο και Ιεροκλή. Στην περιοχή του Αη-Γιάννη και στον όρμο του Λαυρακά, βρέθηκαν λείψανα μεγάλης εγκατάστασης που άκμασε κατά τους ιστορικούς χρόνους (Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο). Εξάλλου, το 1927 και το 1960 βρέθηκαν τμήματα επιγραφής στη δωρική κρητική διάλεκτο της εποχής χαραγμένης σε πωρόλιθο, αντίστοιχα στο Πραιτώριο της Γόρτυνας και σ’ ένα αγροτόσπιτο στην περιοχή Μεσσαράς του Ηρακλείου.

Έτσι, ήλθε στο φως η περίφημη "Συνθήκη", που συνυπογράφηκε μεταξύ Γορτυνίων και Καυδίων και που αποδεικνύει τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στην παντοδύναμη τότε Γόρτυνα και στην Γαύδο, τον 3ο αιώνα π.Χ. Σε ελεύθερη μετάφραση της επιγραφής αναφερόταν ότι οι Γορτύνιοι παραχωρούν στους κατοίκους της Γαύδου το δικαίωμα “να κατοικούν στο νησί τους ελεύθεροι και αυτόνομοι, με δικά τους δικαστήρια και νόμους, αλλά υποχρεούνται να ακολουθούν τους Γορτύνιους σε πόλεμο και σε ειρήνη και να καταβάλλουν το 1/10 από τα γεννήματα που παράγει η γη τους εκτός από τα ζώα, τα λαχανικά και την πρόσοδο των λιμένων, ενώ δίνουν κάθε χρόνο. Επίσης, οφείλουν να δίνουν κάθε χρόνο διακόσιους μεδίμνους από τους καρπούς του κέδρου (κεδροκούκια), αν η σοδειά είναι καλή και εξήντα μεδίμνους, αν η σοδειά δεν είναι καλή, καθώς και πέντε χιλιάδες χόες αλατιού από τη συνολική παραγωγή του νησιού. Το ανέκαθεν πολύτιμο αλάτι και το κεδρέλαιο, που χρησιμοποιούταν για τη συντήρηση των πλοίων και στη φαρμακευτική, ήσαν τα κύρια προϊόντα της Γαύδου, ενώ οι πρόσοδοι των λιμανιών ήταν η κύρια πηγή πλούτου.

Μεταξύ των ευρημάτων στο νησί αποτελούν ερωτηματικά οι μαρμάρινες κολώνες και τα ανάκλιντρα, καθώς και σκαλιστή απεικόνιση κληματαριάς σε μάρμαρο που βρέθηκαν μέσα σε μια σπηλιά στην περιοχή της Ερρικιάς. Η παράδοση θέλει αυτή τη σπηλιά να ήταν το βασίλειο της Καλυψώς. Κατ' άλλους, το βασίλειό της τοποθετείται στην περιοχή Λαυρακά, όπου εκεί έχουν εντοπισθεί πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, θολωτοί, λαξευτοί τάφοι και το αρχαίο λιμάνι. Κατά τη Μινωική περίοδο το νησί υπαγόταν στην επικράτεια της Κνωσού και ευρήματα αποκαλύπτουν ότι την εποχή αυτή το νησί είχε μεγάλη παραγωγή σε σύκα, σταφύλια και λάδι. Σήμερα δεν υπάρχουν στο νησί ούτε και ελαιώνες, αλλά ούτε και αμπελώνες παρά μόνο ένας οικισμός με το όνομα Άμπελος.

Ένα άλλο σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα της Γαύδου είναι το ακέφαλο γυναικείο άγαλμα, που μετέφερε το 1865 στο Βρετανικό Μουσείο ο Άγγλος μηχανικός και περιηγητής Spratt και πιθανόν χρονολογείται στον 2ο μ.Χ. αιώνα. Με την κυριαρχία των Ρωμαίων, η Κρήτη, καθώς και όλη η Ελλάδα, παρακμάζει. Ξανασυναντάμε ιστορικά τη Γαύδο το 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός την παραχωρεί στη Σπάρτη. Κατά την περίοδο της κυριαρχίας των θαλασσών από τους Άραβες και τους πειρατές, η Γαύδος δεν αναφέρεται πουθενά για να εμφανιστεί και πάλι πολύ αργότερα, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Τότε ανοίγουν και πάλι οι θαλάσσιοι δρόμοι στο Κρητικό και Λιβυκό Πέλαγος και το νησί ξαναγίνεται εμπορικός σταθμός. Οι πειρατικές επιδρομές όμως εμποδίζουν τη μόνιμη κατοίκησή της, ενώ τα σχέδια των Ενετών για οχύρωσή της δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.

Η Γαύδος κατοικείται από την προϊστορική περίοδο και τούτο αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Μεταξύ των άλλων υπάρχουν ερείπια από υδραγωγείο και ένα καμίνι που χρησιμοποιούνταν για την εκμετάλλευση του σιδηρομεταλλεύματος. Θραύσματα του μεταλλεύματος συναντώνται και σήμερα στα μονοπάτια της περιοχής και πιστεύεται ότι κατά τη ρωμαϊκή εποχή, έγινε μια μεγάλη αποδάσωση της Γαύδου, όταν τα δένδρα της χρησιμοποιήθηκαν ως καυσόξυλα για τα καμίνια της παραγωγής σιδήρου. Ο σίδηρος εξαγόταν από το αρχαίο λιμένα του Λαυρακά που σήμερα βρίσκεται τρία μέτρα κάτω από τη θάλασσα. Στην περιοχή του Αη-Γιάννη, νοτιοανατολικά από το Λαυρακά, βρίσκονται τα ερείπια πόλης από την πρώτη βυζαντινή περίοδο που εικάζεται ότι αριθμούσε 8.000 κατοίκους, ενώ η σπουδαιότητα της Γαύδου μαρτυρείται και από το γεγονός ότι είχε δικό της επίσκοπο.

Ωστόσο, τα σημάδια της αδιάλειπτης κατοίκηση της Γαύδου από τους νεολιθικούς χρόνους, αλλά και το σημερινό μαγευτικό περιβάλλον της δημιουργούν υποχρεώσεις για όσους την επισκέπτονται, καθώς η μικρή κοινωνία της αποτελεί υπόδειγμα πως μπορεί – απομονωμένη τους περισσότερους μήνες του χρόνου– να ευημερεί, να δέχεται καλόκαρδα τους πολυάριθμους επισκέπτες της, να υπομένει τις όποιες δυσκολίες διαβίωσης, να δένεται στενά με τη Φύση και τη λιγοστή παραγωγική γη, τις περιορισμένες σοδιές και το ζωικό κεφάλαιο. Να τα καταφέρνει με αξιοπρέπεια, αλλά χρειάζεται τη συνεχή προσοχή του κράτους, που να δείχνει έμπρακτα ότι τουλάχιστον δεν ξεχνά τους Ακρίτες του. Η Γαύδος είναι ένα από τα πιο πολύτιμα τμήματα της ελληνικής γης που όλοι οφείλουμε να την αγκαλιάζουμε, να την προστατεύουμε και να τη στηρίζουμε με κάθε τρόπο.