20 March 2009

Perjalanan 6

Στη ράχη της Σουμάτρα ΙΙ





Όπως περνάς σε φωνάζουν όσοι είναι ξυπνητοί ή όσοι απ’ αυτούς κινούνται στο δρόμο και σου προτείνουν τη μεταφορική τους υπηρεσία.

- Hello mister!

Μία φράση που αργότερα βαρεθήκαμε να την ακούμε, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είτε από οδηγούς becak, είτε
από οποιονδήποτε κάτοικο που ήθελε κάποια επαφή μαζί μας ιδίως όμως από τα μικρά παιδιά, τα οποία, όπου βρισκόμασταν, μας κατάκλυζαν σαν ένα χαρούμενο μελίσσι.Πολλοί σταματούν και μας μιλούν με σπασμένα αγγλικά, με όσες λέξεις από το φτωχό λεξιλόγιο τους μπορούν να επιστρατεύσουν.


- Hello mister! Where do you come from? Do you like Indonesia?

Σ’ αυτό το σημείο τελειώνει συνήθως το ρεπερτόριο τους.


Προσπάθεια να γίνη συνεννόηση στα ινδονησιακά, έχει άλλες δυσκολίες. Επειδή οι γνώσεις μου είναι αυτοδίδακτες, δεν έχω επαφή με την ζωντανή καθομιλουμένη γλώσσα. Οι Ινδονήσιοι μιλούν πολύ γρήγορα και με «μασημένη» την προφορά των συμφώνων, σαν να έχουν στο στόμα τους καραμέλα. Έτσι πολλές γνωστές λέξεις δεν τις αναγνωρίζω. Αυτοί αντιθέτως φαίνεται να με καταλαβαίνουν όταν μιλώ. Παρ’ όλα αυτά προτιμούν να συνεννοούνται μαζί μου στα αγγλικά ή τουλάχιστον να μου απαντούν στην αγγλική, για να εξασκούνται στην ξένη γλώσσα. Αργότερα έμαθα ότι, ως Ινδονήσιος, το να ξέρης έστω και λίγα αγγλικά είναι επένδυση για το μέλλον σου.




Αυτό το πρώτο μας απόγευμα στο Medan, όσο περπατούμε στους γεμάτους ζωή δρόμους, τόσο διαπιστώνουμε πόσο δύσκολο είναι να περάσουμε απαρατήρητοι. Οι άνδρες δεν διστάζουν να μας μιλούν στο δρόμο, στα εστιατόρια, παντού. Οι γυναίκες μας χαρίζουν χαμόγελα. Εκείνο όμως που μας κάνει περισσότερο εντύπωση είναι τα παιδιά, τα οποία όπου πάμε μας περικυκλώνουν και μας περιεργάζονται. Άλλα μας χαμογελούν, άλλα μας λένε: «Hello mister» και άλλα μας αγγίζουν σαν να θέλουν να διαπιστώσουν, από τι υλικό είμαστε φτιαγμένοι.

Ο Γιάννης σκέφθηκε, πόσο ενδιαφέρον θα είναι να έχουμε μερικές σκηνές στο βίντεο από αυτή την αυθόρμητη συμπεριφορά. Η ευκαιρία δίνεται όταν περνάμε από μια αλάνα, όπου καμιά δεκαπενταριά παιδιά παίζουν φωνασκώντας χαρούμενα. Μόλις μας βλέπουν, αφήνουν το παιχνίδι και μας βάζουν στη μέση. Κάποιο μου ζητάει τσιγάρο:

- Μister ada rokok?

- Tidak ada?

Μ
ετά τη διαβεβαίωση ότι δεν έχω τσιγάρα, μου ζητάει καραμέλες.

- Mister ada bon-bon?

Τα άλλα παιδιά επαναλαμβάνουν την επιθυμία. Είναι τόσο παρακλητικά, ώστε δεν θέλω με τίποτα να τα απογοητέψω. Σκέπτομαι πού θα βρω καραμέλες. Θυμάμαι ότι κάπου περάσαμε από ένα κατάστημα ψιλικών.


- Tidak ada bon-bon. Saja datang kembali!
Μόλις τους λέω ότι δεν έχω, αλλά θα ξαναγυρίσω, το πρόσωπο τους λάμπει από χαρά και μαζί μ' αυτά και το δικό μου, γιατί έχω καταφέρει την πρώτη μου συνεννόηση στα ινδονησιακά. Μου κάνει εντύπωση, πόσο αδιαμαρτύρητα πείθονται ότι θα επανέλθω. Στο πρόσωπο τους δεν διακρίνω ούτε ίχνος δυσπιστίας. Φαίνεται να μη γνωρίζουν από υποσχέσεις υπεκφυγής. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που σκέπτομαι, είναι πώς θα καταφέρω να μην απογοητέψω τόσα χαρούμενα προσωπάκια...Στο κατάστημα ψιλικών, καταφέραμε την πρώτη μας συναλλαγή στα ινδονησιακά, και χρησιμοποιήσαμε για πρώτη φορά ινδονησιακό νόμισμα. Το μαγαζί έμοιαζε, λίγο-πολύ, με τα ψιλικατζίδικα της παλιάς αθηναϊκής γειτονιάς. Μπήκαμε μέσα, περισσότερο σα γείτονες από το απέναντι σπίτι, παρά σαν τουρίστες από την άλλη άκρη του κόσμου.

- Selamat siang!

- Selamat siang!

Ανταποδίδει το καλημέρισμα η ιδιοκτήτρια και σπεύδει με προθυμία και χάρη να μας εξυπηρετήση.
 


- Silahkan.
- Kami mau membeli bon-bon! Ada?
- Ada di atas, λέει,
και μας δείχνει επάνω σ’ έναν πάγκο καμιά δεκαριά τενεκεδένια κουτιά με ισάριθμα είδη καραμελών, που αντιστοιχούν σε διάφορες γεύσεις φρούτων...


Διαλέξαμε με άνεση δοκιμάζοντας πότε-πότε μερικές. Είναι αστείο που αισθανόμασταν σαν καθημερινοί πελάτες και που αυτό αντανακλούσε και στην γυναίκα που μας εξυπηρετούσε, ώστε ούτε που μας ρώτησε από που είμαστε, ούτε έδειξε έκπληξη, για το ότι η συνεν
νόηση έγινε στη γλώσσα της από δύο ουρανοκατέβατους Ευρωπαίους. Για μας, ακόμη και αυτό το ασήμαντο περιστατικό, αποτέλεσε σημαντική εμπειρία, γιατί μας αύξησε την αυτοπεποίθηση και μας έδωσε το αίσθημα της ανεξαρτησίας, ότι μπορούσαμε να κινηθούμε πλέον στις ινδονησιακές πόλεις, σε απρόσιτα σε τουρίστες μονοπάτια. Με πολύ κέφι επιστρέψαμε στην αλάνα, όπου μας περίμενε πράγματι με ανυπομονησία ένα κοπάδι από παιδιά...

Γυρίζοντας στο ξενοδοχείο το βράδυ, η πρώτη μας δουλειά ήταν να δούμε, πώς βγήκαν στο βίντεο αυτές οι ανεπανάληπτες σκηνές, που ζήσαμε, όταν γυρίσαμε στο γήπεδο με πέντε σακούλες γεμάτες διάφορα είδη bon-bon. Είχε γίνει πράγματι χαμός! Ο Γιάννης είχε έτοιμη την κ
άμερα και τραβούσε, ενώ εγώ άρχισα να μοιράζω καραμέλες σαν τον Αη-Βασίλη. Τα παιδιά έτρεχαν από όλες τις πλευρές της αλάνας και συνωστίζονταν γύρω μου, προσπαθώντας να πάρη κάθε ένα, όσες μπορούσε περισσότερες.

Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ένοχος, ότι τους δίδασκα την κακή δυτική συνήθεια της απληστίας. Ήταν τόση η έξαψη τους, ώστε όταν ανακάλυψαν ότι τις καραμέλες τις έβγαζα από το σακίδιο, κόντεψαν να το ξεσκίσουν, αναγκάζοντας με να πετάξω τις σακούλες με το περιεχόμενο τους στο έδαφος, για να γλιτώσω. Έπεσαν ο ένας επάνω στον άλλον, για ν’ αρπάξουν ό,τι μπορούσαν. Η κατάσταση ήταν πράγματι εκτός ελέγχου.
Είχαμε αρκετή αγωνία να δούμε, πως βγήκαν αυτές οι σκηνές και όταν διαπιστώσαμε ότι τις είχαμε απαθανατίσει,
αισθανθήκαμε σαν δημοσιογράφοι, που είχαμε επιτύχει ένα καλό reportage.
Mία ακόμη ενδιαφέρουσα σκηνή που καταγράψαμε εκείνο το απόγευμα στο Medan, ήταν όταν μας σταμάτησε ένας οδηγός becak, για να μας προτείνη να πάμε μια βόλτα στην πόλη. Εμείς αρνηθήκαμε, γιατί προτιμούσαμε να περπατήσουμε, για να έχουμε καλύτερη επαφή με τη χώρα. Αυτός αρκέσθηκε τότε να πιάση μαζί μας κουβέντα.

Ενα μικρό κοριτσάκι, που μας παρατηρούσε από πριν χαμογελαστό και ένα αγοράκι που έπαιζε παρακάτω, προστέθηκαν στην παρέα. Εγώ μιλούσα στον οδηγό ινδονησιακά, ενώ εκείνος μου αποκρινόταν πότε στη γλώσσα του και πότε αγγλικά. Ο Γιάννης έπαιρνε σκηνές στο βίντεο, ενώ τα παιδιά κοίταζαν πότε τον ένα και πότε τον άλλον.



::

- Από που έρχεσθε; Που πάτε; Πως είναι η Ελλάδα; Έχει βουνά, θάλασσα; Πώς είναι η γλώσσα που μιλάτε; Πώς είναι ο χειμώνας, το χιόνι; Πως είναι το ταξίδι με το αεροπλάνο;

Κατακλυσμός από ερωτήματα και τα δύο ζευγάρια μάτια πήγαιναν και ερχόντουσαν. Πότε κρεμόντουσαν από τα δικά μου χείλη και πότε από του οδηγού.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένοιωσα, σαν να είχε ξαφνικά ανοιχθή ένα παράθυρο στον κόσμο για τα αφελή παιδικά μάτια. Έναν κόσμο, που ίσως δεν θα γνώριζαν ποτέ. Ο θαυμασμός που έδειχναν, ήταν ο αιώνιος θαυμασμός του ανθρώπου για το άγνωστο. Ο ίδιος θαυμασμός, που οδήγησε λαούς ολόκληρους στην αναζήτηση θεοτήτων, εξερευνητές για ανακάλυψη καινούργιων κόσμων, φυσικούς επιστήμονες στην αναζήτηση των μυστηρίων του Σύμπαντος και βιολόγους να ψάχνουν για τη λύση του αινίγματος της ζωής. Μήπως ο ίδιος ο θαυμασμός για το άγνωστο δεν οδήγησε και μας εδώ κάτω;

Το Medan δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό. Τουλάχιστον εμείς δεν ανακαλύψαμε τίποτα το ιδιαίτερο. Δύο ή τρία ξενοδοχεία μέσης κατηγορίας στον κεντρικό δρόμο, φτηνοκατασκευασμένα
σπίτια, κυκλοφοριακό αδιέξοδο και ένα κανάλι και από τις δύο πλευρές του δρόμου με βρώμικο στάσιμο νερό και μισοσαπισμένα βρύα, που χρησιμοποιείται προφανώς και για αποχέτευση, έδιναν την κυρίαρχη εικόνα.

Το απόγευμα προσπαθώντας να ολοκληρώσουμε την εντύπωση από αυτή την πόλη, κάναμε ένα μακρύτερο γύρο με τα πόδια στις συνοικίες του Medan. Μου θύμισαν λίγο-πολύ κάτι υποβαθμισμένες συνοικίες νέγρων σε αμερικάνικες μεγαλουπόλεις, όπως τις είχα δει σε κινηματογράφο. Σε μερικές οδούς “θαυμάσαμε” ωστόσο, για άλλη μία φορά, το κυκλοφοριακό χάος από κάθε λογής σαραβαλιασμένα τροχοφόρα, όπου σε ένα πανδαιμόνιο καυσαερίων και θορύβου από χαλασμένες εξατμίσεις και κορναρίσματα, πήγαιναν σαν σε άτακτη φυγή.

Μας συνέβη και κάτι που δεν είχαμε συναντήσει ποτέ αλλού. Προσπαθούσαμε επί πολλή ώρα να περάσουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο ενός δρόμου, χωρίς τελικώς να το αποτολμήσουμε. Έτσι αναγκασθήκαμε να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια αλλάζοντας πορεία.
Το βράδυ, στο εστιατόριο, μάθαμε, ότι υπάρχει γραφείο ταξιδίων στο ξενοδοχείο και, ότι θα μπορούσαμε ν
α πάρουμε πολύτιμες πληροφορίες για τη γνωριμία μας με τη Σουμάτρα, μια και το πρακτορείο που μας σύστησε ο κύριος Lee από τη Σιγκαπούρη, το βρήκαμε κλειστό.Στη Σουμάτρα είχαμε, συμφώνως προς το πρόγραμμα που είχα επεξεργασθή, δύο βασικούς στόχους. Ο ένας ήταν να επισκεφθούμε την περιοχή του ποταμού Bohorok, όπου γνωρίζαμε, ότι είναι το κέντρο αναπροσαρμογής του orang hutan -άνθρωπος των δασών όπως ονομάζεται στη μαλαϊκή- δηλαδή του γνωστού μας ουραγγουτάγκου. Ο δεύτερος στόχος ήταν να γνωρίσουμε την περιοχή της λίμνης Τοba, όπου είχε αναπτυχθή ο πολιτισμός της φυλής των Batak.

Στο γραφείο ταξιδίων δεν ήταν ο αρμόδιος και αφού αφήσαμε παραγγελία, πήγαμε και καθίσαμε στην αίθουσα αναμονής του ξενοδοχείου. Αυτή η αίθουσα είναι περίεργα διακοσμημένη και φανερά επηρεασμένοι από τη λαϊκή τέχνη της Σουμάτρα. Είναι πραγματικά ένα λαογραφικό μουσείο σε μικρογραφία. Σε μια γωνία έχει ένα ομοίωμα ζευγαριού, ντυμένο με την τοπική στολή της τελετής του γάμου. Το φόρεμα φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με το ολόλευκο νυφικό που γνωρίζουμε. Είναι μάλλον η πλέον πολυτελής τοπική ενδυμασία, από κόκκινο και πράσινο μεταξωτό, χιλιοστόλιστη με φλουριά και κοσμήματα.

Εκεί που καθόμαστε, έρχεται ένας υπάλληλος από την reception του ξενοδοχείου και προσπαθεί να μας εξηγήση κάτι που δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Ο λόγος της δυσκολίας ήταν, αφ’ ενός μεν γιατί δεν πήγαινε το μυαλό μας, στο τι ήθελε από μας και αφ’ ετέρου, γιατί στην προσπάθεια του να είναι διακριτικός, γινόταν τελικώς ασαφής. Το πρόβλημα ήταν με τα δολάρια, που είχαμε δώσει στο εστιατόριο. Το ένα χαρτονόμισμα ήταν λέει παλαιάς ημερομηνίας, ενώ τα άλλα είχαν κάποιο σημαδάκι επάνω τους ή σημείωμα με στυλό. Αυτό, τους είχε και στο παρελθόν δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα στις συναλλαγές τους με την τράπεζα κλπ. κλπ.

Αυτό μας ανησύχησε πολύ, γιατί δεν το είχαμε παρατηρήσει, ούτε είχαμε λόγο να το έχουμε προσέξει. Στην Ευρώπη βρίσκεις επάνω σε χαρτονομίσματα κάθε λογής σημειώσεις και αυτό δεν ενοχλεί κανέναν. Μία φορά είχα βρεί επάνω σ’ ένα κατοστάρικο, ένα ολόκληρο ερωτικό ποίημα και μια άλλη φορά επάνω σ’ ένα χιλιάρικο τη φράση:


- Πού θα πας; Σε μένα θα ξαναγυρίσης!

Αφού αντικαταστήσαμε το "άκυρο" χαρτονόμισμα με "έγκυρο", ψάξαμε αμέσως όλα τα άλλα που είχαμε, για να δούμε αν υπάρχη παρόμοιο πρόβλημα. Ευτυχώς δεν υπήρχαν πολλά δολλάρια με σημειώσεις, αλλά μειωνόταν σε κάποιο ποσοστό το συνάλλαγμά μας. Αν σκεφθή κανείς, τι μπορεί να πάθη σε τέτοια μέρη! Να έχης λεφτά και να μήν μπορής, ούτε να φας, ούτε να κοιμηθής, ούτε να ταξιδέψης. Είσαι τελείως αβοήθητος. Μείναμε με την ελπίδα, ότι αυτός ο αυστηρός έλεγχος δεν θα επαναλαμβανόταν σε άλλες πόλεις, πράγμα που μερικώς επαληθεύθηκε αργότερα.
Ο αρμόδιος του γραφείου ταξιδίων τελικώς δεν ήρθε, και μας είπαν ότι θα τον συναντούσαμε την άλλη μέρα το πρωί σ’ ένα γραφείο, που στεγαζόταν στη δεξιά πλευρά το ξενοδοχείου. Έτσι, γευματίσαμε πρόχειρα και μαζευτήκαμε σχετικώς νωρίς στο δωμάτιο, για να είμαστε ξεκούραστοι για την άλλη μέρα. Παρά τη στεγανότητα του χώρου που θα μέναμε -διέθετε κλιματισμό- ανακαλύψαμε μερικά κουνούπια. Κάναμε μία εκκαθαριστική επιχείρηση, αλλά ο φόβος για την ελονοσία ήταν τόσο μεγάλος, ώστε παρ’ ότι παίρναμε προληπτικά χάπια, χρησιμοποιήσαμε επί πλέον απωθητική αλοιφή, spiramat και τις κουνουπιέρες μας.


Σε αντίθεση με την κουνουπιέρα του Γιάννη η δική μου δεν έγινε δυνατό να στερεωθή, έτσι ώστε να παρέχη στεγανότητα. Επομένως, αναγκάσθηκα να χρησιμοποιήσω τον υπνόσακο μου, ο οποίος μου εξασφάλιζε προστασία σε όλα τα μέρη του σώματός μου εκτός από το πρόσωπο. Το πρόσωπο το κάλυψα με την κουνουπιέρα. Για να μην ακουμπάη όμως επάνω μου, ώστε να αποτελή πραγματική προστασία, μηχανεύθηκα να φουσκώσω μερικά μπαλόνια, που είχα πάρει μαζί μου ως δώρα για μικρά παιδιά, ώστε να τα παρεμβάλλω μεταξύ προσώπου μου και αυτής. Η σκηνή φάνηκε πολύ αστεία και απαθανατίστηκε στο βίντεο...

Το βράδυ ζεστάθηκα τόσο πολύ μέσα στον υπνόσακο, ώστε κυριολεκτικά κόντεψα να πάθω θερμοπληξία. Κάποια στιγμή η κατάσταση έγινε αφόρητη και αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω το φορητό ανεμιστηράκι μπαταρίας, που είχα με τα εφόδια, για να δροσιστώ. Πρέπει ακόμη να πω, πως το πρωί είδα με έκπληξη, ότι το σεντόνι επάνω στο οποίο είχα κοιμηθή, ήταν λερωμένο, σαν να είχες ρίξει ζουμί από παντζάρια. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, είχα τόσο ιδρώσει, ώστε ο ιδρώτας είχε ποτίσει τον υπνόσακο και είχε βγεί έξω από αυτόν ξεβάφοντας το κόκκινο χρώμα του. Για το ότι άφησα ένα τέτοιο σεντόνι πίσω μου, ντρέπομαι ακόμη και σήμερα.