Μια προσχεδιασμένη κλοπή
της Ισμήνης
Τον θυμόσαστε τον κύριο Χαρίλαο και την κυρία Μέλπω που είχα γράψει γι αυτούς σε προηγούμενη ανάρτηση; Τι να σας λέω!
Ενα πρωί , κατά τις 10 είχα βγει για τα συνηθισμένα καθημερινά ψώνια και νάσου στην πλατεία ο κύριος Χαρίλαος κατακόκκινος, νόμισα ότι θα του έρθει κανένα εγκεφαλικό, να περπατάει βιαστικά προς το σπίτι του και να βρίζει φωναχτά και να χειρονομεί!
Μου έκανε φοβερή εντύπωση, γιατί οι βρισιές του δεν ήτανε καθόλου κολακευτικές, έβριζε δε χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον και ταυτόχρονα κουνούσε και το μπαστούνι σαν να ήθελε να το φέρει στο κεφάλι του υποτιθέμενου αντίπαλου που του είχε προκαλέσει όλη αυτή την ανεξέλεγκτη αναστάτωση!
Ευγενικά τον ρωτάω: Τι πάθατε κύριε Χαρίλαε;
- Α! Εσύ είσαι; Μου λέει βλοσυρά και ενώ αποσβολωμένη τον κοιτάω συνεχίζει σε πιο ήπιο τόνο:
- Με κλέψανε οι ρουφιάνες! Δύο ήταν και με κλέψανε!
Τρέμανε τα χέρια του και κόντευε να βάλει τα κλάματα. Ένας τόσο αξιοπρεπής άνθρωπος! Για να εκτονωθεί τον ρωτάω λεπτομέρειες, φαινότανε άλλωστε ότι ήθελε να μιλήσει.
Πήγε στην Τράπεζα στο αυτόματο μηχάνημα, να σηκώσει 500 ευρώ. Τα βάζει προσεκτικά στη τσέπη του σακακιού, και στην άλλη τσέπη την κάρτα και την απόδειξη.
Κούτσα-κούτσα με το μπαστουνάκι του κοιτάζοντας και καχύποπτα γύρω του, φθάνει στην είσοδο του σπιτιού του, ανοίγει με το κλειδί και μπαίνει μέσα στην είσοδο. Από πίσω καταφθάνουν 2 γυναίκες και μπαίνουν ταυτόχρονα μαζί του. Τις ρωτάει που πάνε και ποιόν θέλουν, του αναφέρουν αόριστα επάνω.
Προθυμοποιούνται δε να τον βοηθήσουν να ανεβεί τα λίγα σκαλοπάτια, αλλά αυτός αρνείται και η μεν μια προχωρεί προς το ασανσέρ, ενώ η άλλη κάνει ότι ψάχνει την αλληλογραφία.
Όταν φθάνει εμπρός στο ασανσέρ ο κύριος Χαρίλαος, ήδη η μια τον περιμένει με την πόρτα ανοιχτή, του λέει ευγενικά «περάστε» και εν ριπή οφθαλμού καταφθάνει και η 2η γυναίκα και χώνονται και οι 2 μέσα στο μικρό ασανσέρ στριμωχτά με τον κ. Χαρίλαο που δεν μπορεί ούτε να γυρίσει το σώμα του.
Όταν φθάνει στον όροφό του και βγαίνει πια, βάζει το χέρι στην τσέπη του σακακιού να βγάλει τα κλειδιά του και διαπιστώνει ότι τα 500 ευρώ είχαν κάνει φτερά.
Τότε κατάλαβε το όλο σκηνικό που του είχαν στήσει οι κλέφτρες. Από μακριά παρακολουθούν ποιος σηκώνει λεφτά από το μηχάνημα της Τράπεζας και φυσικά ο εύκολος στόχος είναι οι ηλικιωμένοι, που τόσο ευάλωτοι είναι!
Πήγε στην αστυνομία να καταγγείλει τη κλοπή και του είπαν ότι είναι μια συμμορία από 3 Βούλγαρους, 2 γυναίκες και 1 άντρας, που κτυπάνε με αυτή την μέθοδο.
- Την έπαθα... και έπρεπε να πληρώσω αύριο το ρεύμα και το τηλέφωνο, μουρμουρίζει!
Γύρισε την πλάτη του κατευθυνόμενος αργά-αργά προς στο σπίτι του, καμπούριασε σκέφτηκα! Κοντοστέκεται και γυρνάει να μου πει φωναχτά:
- Αν πας να πάρεις λεφτά από την Τράπεζα, πρόσεχε παιδί, τα μάτια σου 14, μη σε κλέψουν!