ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ
του Βασιλη Aγγελικοπουλου, Καθημερινή, 7/8/2011
Επιστρέφοντας από τις ιουλιανές διακοπές μου • (πάντα Ιούλιο, εδώ και χρόνια πια· απέσβετο γαρ και λάλον κύμα στις αυγουστιάτικες παραλίες που ήταν κάποτε…) • το αεροδρόμιο ήταν άδειο από ταξί • και το σπίτι άδειο από τρόφιμα. • Κι εγώ σαν «άδειος» • -λες κι είχα κάνει προσωρινό delete- • από τα ελληνικά μας ήθη κι έθιμα. • (Γιατί εκεί που ήμουν, μόνο αν έσκαγε ατομική βόμβα ίσως μάθαινα). • Με το που μπαίνω στο σουπερμάρκετ γλέπω κάτι ξέκωλα περιφερόμενα με ή άνευ καροτσακίου. • Ανησυχώ κι ενδοαναρωτιέμαι • μη και, • -έτσι «αλλού» που είμαι ακόμα-, • μη κι άνοιξα πρωινιάτικα τηλεόραση αντί να πάω σούπερ; • Οχι, είναι εκεί, είναι ολόγυρα. • Φορούν κάτι ελάχιστα κουρελόπανα που αφήνουν ακόμη και ημικωλομέρ-ι-α ή ξεχειλωμένα έως αφαλού ντεκολτέ να ανεμίζουν • (καθότι και κρεμασμένα τα πλείονα) • λες και βγήκαν στο μπαλκόνι τους μια στιγμούλα να ποτίσουν. • Κι ενώ αρχίζω τον ενδοπόλεμο • ως συνήθως • «μεταλλάσσεσαι μου φαίνεται ταχυρρύθμως, ρε, σε συντηρητικό φρικιό κι αυτό δεν θα το ανεχτώ!», • ακούω ξέκωλόν τι, τριακονταπενταετές άνω κάτω, • μετά κινητού στ’ αφτί και με παιδάκι συρόμενο στο άλλο χέρι • να φωνασκεί εν μέσω σούπερ στην, • μάλλον στην, • τηλεσυνομιλήτριά της: • «Καλέ κόσμος σου λέω, της π... γινότανε!». • Κι ενώ είχε μουλώξει ρουμπωμένο προσωρινά το λιμπερτίνικο ημισφαίριο του κρανιακού μου εμφυλίου • με το που φτάνω στα τυριά συντυχαίνω στην ουρά δυο πιπίνια της χρυσής μας νεολαίας • -το ξέκωλο ξέκωλο, εδώ οι εξηντάρες- • και λέει η μία στην άλλη εις πάγκοινον, εννοείται, επήκοον: • «Και τον πήρες, ενώ σού ’χε φερθεί έτσι; Να ρε μ...!». • «Στα σαβρίδια μου» • (τεσπάν) • απαντάει ανετότατα η άλλη • «το κέφι μου έκανα!». • Και αυτομάτως απεκατεστάθη το κάτι σαν delete κι επέστρεψα πλήρως στα πάτρια. • Και καλώς σας βρήκα • -με το συμπάθιο για το καλώς...
• Α, και δεν μένω σε καμιά Πλατεία Βάθης, να ’ούμ’, που να «εξηγεί» κάπως το πελατειακό ποιόν του χαμαιτυπείου με τα καροτσάκια. • Αστικότατη περιοχή. • Πλην, τώρα μπλιο, Ελληνος αγενούς πάσα γη κάφρος. • Και το είχε προφητέψει ο • -«σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται»- • Γκάτσος σ’ εκείνο το σατιρικό του στιχούργημα για τη μαμά-Ελλάς: • «Κάνε μόκο, ξεκωλιάρα, / να μη φας καμιά σφαλιάρα. / Που ’γινες αντί για φως μου / ο περίγελος του κόσμου». • Κι ιδού εγώ αίφνης, • ο αρτιαφιχθείς, • εν μέσω ταξιτζηδοκιτρινίλας αφ’ ενός, • κεβινσπεϊσυστερίας αφ’ ετέρου. • Τι ’ν’ τούτο ωρέ;! • Κοίτα πάθος για Σέξπιρ • -άσε για «Ριχάρδο Γ΄»- • ο τηλεπαρουσιαστής και σύμπαν το τηλεθεάμον κοινό του! • Και, δε λέω, καλή εν γένει παράσταση, • αλλά εδώ κοντεύουμε πια να την αναγορεύσουμε ως τη Μαχαμπαράτα της δεκαετίας. • Που και κλασικούρα στην ουσία ήταν • (παρά την «επικαιροποίηση» του Κακού ως απλή λύσσα για εξουσία και συνεπώς την ισοπέδωση κάθε ίχνους μεταφυσικού ρίγους) • και ενίοτε βαρετή. • Το σεξπιρικό «Χειμωνιάτικο παραμύθι» που επίσης σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες είχε παρουσιάσει το Ολντ Βικ του Σπέισι πρόπερσι στην Επίδαυρο νομίζω ότι ήταν πολύ πιο σημαντική παράσταση. • Και ο ομόθεμος «Μάκμπεθ» πολύ πιο σημαντικό έργο από τον «Ριχάρδο Γ΄» όπως σαν ανιαρό σίριαλ-κίλερ τον είδαμε στην Επίδαυρο. • Καλά, μη βαρείτε όλοι μαζί. • Της άνω και της κάτω κερκίδας… • Διότι θα κράξω κι εγώ ως άλλος Ριχάρδος Γ΄: • «Τον Βασίλειό μου για ένα άλογο!» • Να με ξαναπάει εκεί απ’ όπου ήρθα. • Κι όχι στο τέλος να κρεμαστώ κι εγώ ανάποδα • -σαν τον Ριχάρδο-Κέβιν, • τον παλιόφιλο πλέον-, • σφαχτάρι στη στήλη, • αυγουστιάτικα...