Επάγγελμα: Απατεώνας!!!!!
της Ισμήνης
Το τι σκαρφίζονται οι κατ’ επάγγελμα απατεώνες για να εξαπατήσουν τον ανύποπτο κοσμάκη και να του φάνε λεφτά, δεν λέγεται! Και βέβαια, ο καλύτερος στόχος είναι οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες κάποιας ηλικίας, όχι τα κοριτσόπουλα βέβαια, σιγά που θα μπορέσουν να τα κοροϊδέψουν, αν και βέβαια ποτέ δεν ξέρεις!
Κύριος γύρω στα 75 περπατούσε αργά–αργά με το μπαστούνι του σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας. Πρόσεχε τα βήματά του γιατί κούτσαινε από το ένα πόδι και, όπως ξέρουμε όλοι, οι δρόμοι της Ελλάδας είναι παγίδες θανάτου, όχι μόνο να σπάσεις χέρι-πόδι, αλλά μπορεί πέφτοντας να ανοίξεις και το κεφάλι σου, αν τύχει και σκοντάψεις σε κάτι ξεχασμένα σίδερα που προεξέχουν χαμηλά στο ύψος του παπουτσιού, αόρατα μεν, αλλά εξόχως επικίνδυνα.
Εκεί λοιπόν που περπατούσε ο ηλικιωμένος μας, ξαφνικά ένας καλοντυμένος κύριος κρατώντας ένα ωραίο χαρτοφύλακα τον πλησιάζει και τον πιάνει αγκαζέ καλημερίζοντάς τον εγκάρδια και χαμογελώντας του. Ο κύριός μας σταματάει και τον κοιτάζει ξαφνιασμένος, προσπαθώντας να θυμηθεί ποιος είναι:
—Δεν με γνωρίζετε; Είμαι ο γιατρός σας, ο ορθοπεδικός; Πως πάει το πόδι; σας βλέπω να περπατάτε καλύτερα από την τελευταία φορά που ήρθατε να με επισκεφθείτε.
Προσπαθώντας ο ηλικιωμένος να συνδέσει το παζλ των ερωτήσεων και των εντυπώσεων που τον βομβαρδίζει ο «γιατρός», του απαντάει με μισόλογα, αλλά ο φίλος μας ακάθεκτος συνεχίζει:
—Τι κάνει η οικογένεια; τα αγόρια σας; οπότε αφελώς απαντάει ο ηλικιωμένος:
Εκεί λοιπόν που περπατούσε ο ηλικιωμένος μας, ξαφνικά ένας καλοντυμένος κύριος κρατώντας ένα ωραίο χαρτοφύλακα τον πλησιάζει και τον πιάνει αγκαζέ καλημερίζοντάς τον εγκάρδια και χαμογελώντας του. Ο κύριός μας σταματάει και τον κοιτάζει ξαφνιασμένος, προσπαθώντας να θυμηθεί ποιος είναι:
—Δεν με γνωρίζετε; Είμαι ο γιατρός σας, ο ορθοπεδικός; Πως πάει το πόδι; σας βλέπω να περπατάτε καλύτερα από την τελευταία φορά που ήρθατε να με επισκεφθείτε.
Προσπαθώντας ο ηλικιωμένος να συνδέσει το παζλ των ερωτήσεων και των εντυπώσεων που τον βομβαρδίζει ο «γιατρός», του απαντάει με μισόλογα, αλλά ο φίλος μας ακάθεκτος συνεχίζει:
—Τι κάνει η οικογένεια; τα αγόρια σας; οπότε αφελώς απαντάει ο ηλικιωμένος:
—Ο Γιώργος ή ο Νίκος; το σαΐνι αρπάζει στον αέρα την απάντηση και του λέει:
—Μα φυσικά ο φίλος μου ο Γιώργος γι αυτόν ρωτάω! τι εξαίσιος φίλος και πόσο με έχει εξυπηρετήσει. Αλλά κι εγώ του ανταποδίδω την εξυπηρέτηση, μόλις γύρισα από έξω είχα πάει σε ένα ιατρικό συνέδριο και του έφερα τα πράγματα που μου ζήτησε! Έχω χάσει όμως το τηλέφωνό του και δεν μπορώ να έλθω σε επαφή μαζί του, μήπως το έχετε πρόχειρο;
Ψάχνοντας ο ηλικιωμένος να βρει το κινητό του να του δώσει το τηλέφωνο του γιου του, ο «γιατρός» τον διακόπτει, αστραπιαία βγάζει το δικό του κινητό, κάνει δήθεν ότι ψάχνει και λέει:
—Νάτο εδώ το έχω, τι καλά! πληκτρολογεί το νούμερο και αρχίζει να μιλάει στον γιο του ηλικιωμένου, λέγοντάς του ότι είναι με τον πατέρα του στο δρόμο, πόσο χάρηκε που τον είδε και πόσο καλά είναι και ένα σωρό άλλα!
Σταματάει την κουβέντα και λέει στον ηλικιωμένο:
—Ο Γιώργος σας στέλνει την καλημέρα του και θα περάσει το απόγευμα από το σπίτι. Σας παρακαλεί να μου δώσετε τα χρήματα για τα πράγματα που του έφερα και θα σας τα δώσει το απόγευμα. Με περισσό δε θράσος προτείνει το κινητό στον ηλικιωμένο να του μιλήσει ο γιος του και να του επιβεβαιώσει τα λεχθέντα από τον φίλο του τον «γιατρό», αλλά σύμπτωση, εκείνη την στιγμή έκλεισε η γραμμή.
Προσπαθεί να ξαναπάρει, αλλά λέει στον ηλικιωμένο ότι δυστυχώς βουίζει. Δεν ξεχνάει όμως να ζητήσει τα χρήματα. Ο αφελής ηλικιωμένος, για καλή του τύχη, είχε ελάχιστα χρήματα πάνω του και δεν του έδωσε τίποτα.
Ο «γιατρός» ευγενέστατος του είπε ότι δεν πειράζει, άλλωστε θα δει τον γιο του το βράδυ και θα τακτοποιηθεί ο λογαριασμός. Τον χαιρετάει άνετος και ωραίος, του δίνει και την επαγγελματική του κάρτα επισημαίνοντας ότι τον περιμένει οπωσδήποτε στο ιατρείο του και αποχωρεί.
Όταν ο ηλικιωμένος φτάνει στο σπίτι του, παίρνει τον γιο του τηλέφωνο και του διηγείται την όλη ιστορία!
—Δεν πιστεύω να του έδωσες λεφτά πατέρα, ωρύεται ο γιος του! απατεώνας είναι, ούτε που με πήρε κανείς τηλέφωνο και ούτε που το ξέρω!
—Δεν είχα, διαφορετικά θα του έδινα, άλλωστε φίλος σου είναι, αλίμονο να σε άφηνα εκτεθειμένο!