06 March 2012

Αναδρομική δικαίωση του Καποδίστρια


του Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 6/3/ 2012
Στην πρώτη φάση του «κινήματος της πατάτας» οι παραγωγοί του Νευροκοπίου και της Θήβας διένειμαν δωρεάν πολλούς τόνους του προϊόντος τους. Παρά να σαπίσουν στις αποθήκες ή να τις πουλήσουν στους μεσάζοντες σε τιμή που δεν καλύπτει ούτε το μισό κόστος, επέλεξαν να χαρίσουν τις πατάτες, οδηγημένοι από ένα θυμό που δεν τους στέρησε την ευθυκρισία. Με τη στάση τους, και το πρόβλημά τους ανέδειξαν (το πρόβλημα της αυθαιρεσίας των μεσαζόντων που μαστίζει γενικά την αγορά, αδειάζοντας το οικογενειακό βαλάντιο) και επέδειξαν με απλό και απτό τρόπο την αλληλεγγύη τους, διαφορετική από εκείνη που εκδηλώνουμε αναγκαστικά, με το γνωστό ψευδώνυμο χαράτσι. 

Και ακριβώς επειδή όλοι συνειδητοποίησαν το βαθύτερο νόημα του διαβήματος και δεν του χρέωσαν λαϊκισμό ή ό,τι άλλο, κανείς απ’ όσους στάθηκαν στην ουρά για ένα τσουβάλι πατάτες ή μια σακούλα κρεμμύδια δεν νοιάστηκε για τις κάμερες και δεν έκρυψε το πρόσωπό του με εφημερίδα ή περιοδικό. Γιατί δεν ένιωθε ότι ζητιανεύει ή ότι εκτίθεται, αλλά ότι, επιτρέποντας στους παραγωγούς να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους, εξέφραζε και αυτός την αλληλεγγύη του.

Στη δεύτερη φάση του εγχειρήματος, οι πατάτες δεν χαρίζονται, αλλά προσφέρονται σε τιμή επί της ουσίας χαριστική. Αλλο τα τριάντα λεπτά το κιλό κι άλλο τα εβδομήντα· άλλο ήταν πάντοτε αλλά πολύ περισσότερο τώρα, οπότε, εκτός από όσους δεν δηλώνουν «εκ παραδρομής» το ψωροεκατομμύριο ή τις αστείες διακόσιες χιλιάδες, οι υπόλοιποι το έχουν το προβληματάκι τους. Κι αν η πολιτική ουσία της υπόθεσης έγκειται στον κομματικώς ακαπέλωτο χαρακτήρα της (να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας δεν λένε κάθε τόσο οι ταγοί μας;), η κοινωνική της αξία είναι η εξής: Στους καταλόγους των δήμων ή του Διαδικτύου δεν γράφονται μόνο όσοι ζορίζονται από την ανάγκη, αλλά και όσοι δεν θα δυσκολεύονταν μεν να αγοράσουν πατάτες ή ρύζι, αρνούνται όμως να συνεχίσουν να τα πληρώνουν σε τιμές πενταπλάσιες από αυτές που τα δίνουν οι παραγωγοί. 

Αρνούνται να συνεχίσουν να νομιμοποιούν την αισχροκέρδεια του ιδιώτη και την απάθεια της πολιτείας, που τάχα αγωνιά και μάχεται. Πρόκειται δηλαδή για μια άλλη εκδοχή του κινήματος «δεν πληρώνω», αφού και εδώ οι καταναλωτές-πολίτες, συμμετέχοντας στις άνευ μεσαζόντων αγοραπωλησίες, αποφασίζουν να μην πληρώνουν το υπέρογκο, το ετσιθελικό, το κερδοσκοπικό.

Λογικό ήταν το κίνημα αυτό να συναντήσει την εχθρότητα της κυβέρνησης, εκπρόσωποι της οποίας ισχυρίστηκαν, τιμώντας κάπως πρώιμα την Πρωταπριλιά, ότι στην Ελλάδα οι τιμές παραγωγού είναι από τις υψηλότερες της Ευρώπης, οι δε τιμές καταναλωτή από τις χαμηλότερες. Και επίσης λογικό να δεχτεί τους μύδρους του ΚΚΕ. Εφόσον ένα είναι το κόμμα, ένα είναι και το δόγμα: «Ο,τι δεν είναι δικό μας είναι αντιδραστικό. Κι ό,τι φοράει το καπέλο μας είναι επαναστατικό»...
Η «αναδρομική δικαίωση του Καποδίστρια» που επιγράφει το κείμενό του ο συγγραφέας, αναφέρεται στην πονηριά που μηχανεύτηκε ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας κατά την εισαγωγή προς καλλιέργεια και κατανάλωση των γεώμηλων (πατάτες). Διάφοροι παράγοντες, είτε από αντιπολιτευτική εμμονή, είτε λόγω αντίθετων συμφερόντων, είτε λόγω θρησκοληψίας, προκάλεσαν αντιδράσεις των απλών ανθρώπων, επειδή ο Καποδίστριας ήταν «Αλούτερος» (Λουθηριανός) και είχε σκοπό να αλλάξει με τις πατάτες την ορθόδοξη πίστη των Ελλήνων... Έτσι, έμειναν οι σωροί πατάτας αναξιοποίητοι έξω από το κυβερνητικό μέγαρο της Αίγινας (πρωτεύουσα). 
Ο Καποδίστριας έδωσε τότε εντολή να φυλάγονται οι πατάτες από στρατιώτες με βάρδιες, επειδή τα φορτία ήταν για δική του κατανάλωση και όχι για τους Αιγινίτες. Ανακοινώθηκε δε ότι θα οδηγηθεί στη φυλακή, όποιος τολμήσει να κλέψει έστω και λίγες από τις πατάτες του κυβερνήτη. Οι φύλακες ειδοποιήθηκαν ταυτόχρονα να κάνουν τα «στραβά μάτια» στις κλοπές.
Τις βραδυνές ώρες άρχισαν οι κάτοικοι, εμφορούμενοι από το ευγενές ένστικτο του πλιάτσικου, επιδρομές και κλοπές κατά των σωρών πατάτας. Οι καταναλωτές που τις μαγείραψεν και τις έφαγαν στο σπίτι, ούτε έπαθαν τίποτα, ούτε το θρήσκευμα αναγκάστηκαν να αλλάξουν. Έτσι προέκυψε κύμα κλοπών, με αποτέλεσμα να καταναλωθούν τα αποθέματα πολύ σύντομα.
Όταν οι πιο απομακρυσμένοι ή περισσότερο καχύποπτοι είδαν ότι τελείωσαν οι πατάτες, οργάνωσαν διαμαρτυρία και «ανάγκασαν» τον Καποδίστρια να φέρει νέα φορτία για να ικανοποιήσει το λαϊκό αίτημα...