Ο κυρ-Θόδωρος ο μπακάλης.
της Ισμήνης
Στη γωνία του δρόμου που είναι το πατρικό μου σπίτι στο Παγκράτι και πριν τη λαίλαπα της αντιπαροχής, σε ένα ισόγειο μαγαζί ήταν το μπακαλικο της γειτονιάς, όπως είχαν όλες οι γειτονιές.
Ο μπακάλης ήτανε ο κυρ-Θόδωρος με βοηθό εννίοτε την γυναίκα του που δεν θυμάμαι το ονομά της.
Όσοι έχετε ζήσει στην Αθήνα τις δεκαετίες 50-60 θα θυμόσαστε πώς ήτανε οι γειτονιές και τα μαγαζιά, όχι μόνο το μπακάλικο, αλλά το μανάβικο, ο φούρνος, το καφεκοπτείο, ακόμα και τα φαρμακεία ήταν διαφορετικά και δεν πούλαγαν παπούτσια όπως σήμερα. Ας επανέλθουμε όμως στον κυρ-Θόδωρο τον μπακάλη μας.
Μόλις έμπαινες στο μαγαζί σκουντουφολούσες πάνω στα τσουβάλια με το ρύζι, τα φασόλια, το αλεύρι, τα κουκιά, όλων των ειδών τα όσπρια... βλέπεις δεν υπήρχανε τυποποιημένα τα προϊόντα τότε.
Στο βάθος το ψυγείο με τα τυριά και μπροστά αραδιασμένα ξύλινα κασελάκια με ρέγγες, κουτιά με παστές σαρδέλλες, τσίρους λακέρδα, και παραδίπλα τα βαρελάκια με τις εληές Καλαμών, πράσινες τσακιστές, Αμφίσσης κλπ. και βέβαια το καλάθι με τα σαλιγκάρια που η πιτσιρικαρία τα χάζευε και προσπαθούσε να τα πιάσει από τις κεραίες τους όταν σεργιανίζανε έξω από το καλάθι.
Ο κυρ-Θόδωρος με την ρόμπα του που από άσπρη είχε γίνει μπεζ, προθυμότατος να καλημερίσει όλη την πελατεία του με το μικρό όνομα και να την εξυπηρετήσει. Το μπακάλικο ήταν και τόπος συνάντησης και κοτσομπολιού. Μεταξύ του:
– Βαλε 100 δράμια κασσέρι και 1 οκά λάδι,
ο κυρ –Θόδωρος ρωτούσε για την οικογένεια και μάθαινε τα νέα της γειτονιάς.
Πέταγε ο κύρ-Θόδωρος πάνω στο ένα πιάτο της ζυγαριάς το τυρί ή ό,τι άλλο είχες πάρει και στο άλλο πιάτο έβαζε τα βαριά μπρούτζινα δράμια, άλλοτε καλογυαλισμένα και άλλοτε λιγδιασμένα από τα λάδια και τις ρέγκες.
Εκείνα τα ζύγια με μαγεύανε και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς έβρισκε ο κυρ Θόδωρος το ακριβές βάρος προσθέτωντας ή αφαιρώντας τα δράμια.
Τράβαγε ο κυρ-Θόδωρος το μολύβι από το αυτί του και πάνω στο στρατσόχαρτο που σου τύλιγε το προιόν που αγόρασες, στο άψε–σβήσε, έκανε πολλαπλασιασμό, πρόσθεση, αφαίρεση, διαίρεση και σου έγραφε το ποσό που έπρεπε να πληρώσεις.
– Να τα γράψω ή θα πληρώσεις, ρώταγε.
Τις περισσότερες φορές του λέγανε γράφτα, οπότε άνοιγε ένα λαδωμένο τετράδιο και δίπλα στο όνομα έγραφε το ποσό της αγοράς, ενημερώνωντας τον πελάτη του.
– Κυρά Μαρία, αυτό τον μήνα χρωστάς 20 δραχμές και 3 από τον προηγούμενο.
– Εντάξει κυρ-Θόδωρε την άλλη εβδομάδα θα στα ξεπληρώσω όλα, έρχεται ο άντρας της κόρης μου ο ναυτικός και θα φέρει λεφτά.
Ο λόγος ήταν λόγος και όχι αέρας κοπανιστός. Η κάθε κυρά Μαρία όταν έλεγε μεθαυρίο ή την άλλη εβδομάδα εννούσε ότι θα ξεπλήρωνε τον κάθε κυρ Θόδωρο.
Τώρα θα μου πείτε γιατί τα έγραψα όλα αυτά! Τι να σας πω...
Πήγα στο περίπτερο προχθές και αγόρασα 5 εισιτήρια, ενα κουτάκι τσίχλες και εφημερίδα. Ο περιπτεράς έβγαλε το κομπιουτεράκι να κάνει την πρόσθεση και μετά να αφαιρέσει το ποσό από τα 10 ευρώ που του έδωσα για να μου δώσει τα ρέστα.
– Α ρε κυρ-Θοδωρε πού είσαι, αναλογίστηκα!