Του Γιώργου Σταυρόπουλου*
Οι συνταγματικές ρυθμίσεις ασκούν πολιτική, νομική ακόμη και παιδευτική επιρροή. Κάτι τέτοιο είναι εύλογο να μεγεθύνεται σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, όπως είναι αυτές που διάγουμε στις μέρες μας. Οι αστοχίες ορισμένων συνταγματικών διατάξεων που σήμερα ισχύουν έχουν έντονα αρνητική επίδραση σε κάθε προσπάθεια για την ανόρθωση της χώρας. Προς την κατεύθυνση της επισήμανσής τους καταθέτω ορισμένες γενικές σκέψεις μου.
1. Η αναζήτηση των ποινικών ευθυνών των υπουργών με το σημερινό συνταγματικό πλαίσιο δυσχεραίνεται ουσιωδώς, σε βαθμό που συχνά προκαλεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Οι υπουργοί, για όσα εγκλήματα κατηγορούνται, δεν πρέπει να έχουν διαφορετική ποινική μεταχείριση από εκείνη των άλλων πολιτών. Τυχόν αποκλίσεις σε επιμέρους τομείς μπορεί να στηρίζονται μόνο στη μέριμνα για την αποτροπή διώξεων για κομματικούς λόγους.
2. Στην ίδια κατεύθυνση το Σύνταγμα πρέπει να ρυθμίσει εξαρχής τα θέματα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία δικαιολογείται αν περιορισθεί μόνο στην έκφραση γνώμης και στη δράση που συνδέονται στενά με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Για όλες τις άλλες δραστηριότητες των βουλευτών, η ασυλία πρέπει να καταργηθεί.
3. Μολονότι η θητεία της Βουλής είναι τετραετής, σχεδόν ποτέ δεν τηρείται ο χρόνος για τον οποίο δίνεται από τον λαό η σχετική εντολή. Η θητεία όμως της Βουλής οφείλει να είναι σταθερή, όπως και οι κυβερνήσεις που αναδεικνύει. Η πρόωρη διάλυση της Βουλής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιτρέπεται.
4. Ο ήδη ισχύων στενός θεσμικός εναγκαλισμός της εκτελεστικής στη νομοθετική εξουσία βλάπτει τόσο την πρώτη, αφού υπονομεύει την ανάπτυξη αντιστάσεων στις μικροκομματικές επιρροές ή συναλλαγές, όσο και τη δεύτερη, η οποία αδυνατεί συχνά να λειτουργήσει με εσωτερική αυτάρκεια, καθώς συνήθως απλώς εγκρίνει τις επιλογές της κυβέρνησης. Η πρόβλεψη για τον διορισμό σε μεγάλη έκταση -όχι, αναγκαστικά, αποκλειστικά- υπουργών, που δεν θα είναι βουλευτές, θα υπηρετήσει, ισορροπημένα, την ανάγκη για μεγαλύτερη ανεξαρτησία, αλλά όχι και την αποξένωση των δύο εξουσιών.
4. Ο ήδη ισχύων στενός θεσμικός εναγκαλισμός της εκτελεστικής στη νομοθετική εξουσία βλάπτει τόσο την πρώτη, αφού υπονομεύει την ανάπτυξη αντιστάσεων στις μικροκομματικές επιρροές ή συναλλαγές, όσο και τη δεύτερη, η οποία αδυνατεί συχνά να λειτουργήσει με εσωτερική αυτάρκεια, καθώς συνήθως απλώς εγκρίνει τις επιλογές της κυβέρνησης. Η πρόβλεψη για τον διορισμό σε μεγάλη έκταση -όχι, αναγκαστικά, αποκλειστικά- υπουργών, που δεν θα είναι βουλευτές, θα υπηρετήσει, ισορροπημένα, την ανάγκη για μεγαλύτερη ανεξαρτησία, αλλά όχι και την αποξένωση των δύο εξουσιών.
5. Η δικαστηριακή οργάνωση και λειτουργία που προβλέπει το Σύνταγμα είναι πολυτελής σε αριθμό άρθρων χωρίς συχνά ιδιαίτερο λόγο. Το Σύνταγμα, το οποίο, γενικώς, πρέπει να γίνει περισσότερο λιτό, οφείλει και για τα θέματα αυτά να επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να παρεμβαίνει πιο αποτελεσματικά στο μεγάλο εθνικό πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης.
6. Είναι απολύτως αναγκαία η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας ως εξισορροπητικού παράγοντα του πολιτεύματος, ακόμα και σε θέματα Δικαιοσύνης (π.χ. με τη συμμετοχή του σε όργανο που θα επιλέγει εκείνους που θα καταλαμβάνουν τις κορυφαίες θέσεις στα όργανα απονομής της). Αξίζει να μελετηθεί και αν ο Πρόεδρος πρέπει να εκλέγεται άμεσα από τον λαό. Επίσης, θα πρέπει να ερευνηθεί αν πρέπει να διατηρηθεί ο κανόνας της απονομής σ’ αυτόν (με πρόταση των αρμόδιων υπουργών) της νομοθετικής εξουσιοδότησης, με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, λόγω του δυσκίνητου της αντίστοιχης διαδικασίας.
7. Οι αυστηρότατες συνταγματικές διατάξεις για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων επιβλήθηκαν για ιστορικούς λόγους εκατό χρόνια πριν. Στις μέρες μας, λειτουργούν κατά βάση μάλλον αποτρεπτικά για την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Θα μπορούσε να μελετηθεί ο περιορισμός της μονιμότητας, ή η πρόσδωση σ’ αυτήν διαφορετικού περιεχομένου.
8. Η μονοπωλιακή ανώτατη δημόσια παιδεία δεν πέτυχε όσο θα έπρεπε τον σκοπό της. Η υπό όρους λειτουργία και της ιδιωτικής, παράλληλα με τη δημόσια, φαίνεται ότι θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, αφού θα δημιουργούσε συνθήκες άμιλλας μεταξύ τους.
9. Η σχέση Κράτους-Εκκλησίας έχει ιστορικές ρίζες και με ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να αναθεωρηθεί. Προϋπόθεση είναι η σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών, προκειμένου να μη δημιουργηθούν άσκοπες αναταράξεις. Φαίνεται ότι η Εκκλησία έχει ανάγκη μεγαλύτερης ελευθερίας στη δράση της, αλλά και το Κράτος πρέπει να περιοριστεί στον δικό του ξεχωριστό ρόλο.
10. Τέλος, η ίδια η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος πρέπει ν’ αλλάξει. Η ισχύουσα ρύθμιση, με την πρόβλεψη της ύπαρξης δύο διαδοχικών βουλευτικών περιόδων και της παρόδου μεγάλου χρόνου από την προηγούμενη αναθεώρηση, αποτρέπει την επικαιροποίηση των συνταγματικών ρυθμίσεων.
Ο παραπάνω δεκάλογος -που δεν είναι βέβαια αποκλειστικός στη θεματολογία του- αποβλέπει στο να προκαλέσει την έναρξη μιας ουσιαστικής συζήτησης για τα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι πολύ μακριά.
* Ο κ. Γιώργος Σταυρόπουλος είναι υπουργός Επικρατείας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.