Διογένης
ο Κύων
του Δημ. Γερμιώτη από το αιγινήτικο
περιοδικό «Φιστίκι» του Δημ. Σαραντάκου
περιοδικό «Φιστίκι» του Δημ. Σαραντάκου
Ο Διογένης ο Σινωπεύς, που
ονομάστηκε «κύων» (δηλαδή σκύλος) είναι ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της κυνικής
σχολής, που ίδρυσε ο Αντισθένης ένας από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του
Σωκράτη. Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν
κάθε εξουσία και θέλαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.
Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη του
Πόντου αλλά πολύ νέος ήρθε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του Αντισθένη. Λέγεται
ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι
υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του
νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Πάντως,
όταν αργότερα κάποιοι τον κατηγόρησαν λέγοντας “οι Σινωπείς σε καταδίκασαν να
φύγεις” εκείνος απάντησε “κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν”.
Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος
είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από
περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές
ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Εφαρμόζοντας στην πράξη τις
αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας χειμώνα καλοκαίρι
το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν από κάποιο φίλο του ένα
μανδύα και είχε στην πλάτη του ένα σακούλι όπου έβαζε τίποτε τρόφιμα και ένα
τάσι για να πίνει νερό. Όταν μια μέρα είδε ένα παιδί να πίνει νερό από τη βρύση
χρησιμοποιώντας τις παλάμες του, το πέταξε κι αυτό. Κοιμόταν χωρίς να
μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα … πιθάρι, που άλλοτε το κυλούσε στη
Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη.
Μια φορά που ταξίδευε με πλοίο
πιάστηκε από Αιγινήτες πειρατές, που τον κουβάλησαν στην Κρήτη για να τον
πουλήσουν δούλο. Ο Διογένης αντιμετώπισε την περιπέτεια αυτή ατάραχος και με
χιούμορ και όταν ο δουλέμπορος τον ρώτησε τι δουλειά ξέρει να κάνει αυτός
απάντησε αγέρωχα “Ανθρώπων άρχειν”, βλέποντας δε μεταξύ των υποψήφιων αγοραστών
έναν πολύ καλοντυμένο και με λεπτεπίλεπτους τρόπους τύπο, είπε στον κήρυκα: “Σ’
αυτόν εκεί να με πουλήσεις. Αυτός χρειάζεται αφεντικό”.
Πραγματικά τελικά πουλήθηκε σ’ αυτόν,
που λεγόταν Ξενιάδης και ήταν πλούσιος Κορίνθιος. Ο Ξενιάδης τον πήρε στην
πατρίδα του και του ανέθεσε την εκπαίδευση των γιων του. Ο Διογένης εξοικείωσε
τα παιδιά του Ξενιάδη με την ποίηση και τις επιστήμες, τα γύμνασε στη
σκοποβολή, το ακόντιο, την ιππασία και τη λιθοβολία, ταυτόχρονα όμως τους
δίδαξε πως ο αθλητισμός ωφελεί μέχρι να κοκκινίσουν τα μάγουλά σου. Από κει και
πέρα είναι βλαβερός και καταστρέφει το μυαλό. Έμαθε στα παιδιά του Ξενιάδη, που
σύντομα λάτρεψαν το δάσκαλό τους, να είναι σεμνά, πρόθυμα, ολιγαρκή και
μετριόφρονα.
Με τον καιρό ο Ξενιάδης που κι
αυτός έγινε θαυμαστής του τον απελευθέρωσε, ο Διογένης όμως εξακολούθησε να
περνά τα καλοκαίρια του στην Κόρινθο, ενώ τον χειμώνα ζούσε στην Αθήνα.
Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που
τον ονόμαζε “Σωκράτη μαινόμενο”, εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον
ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων
διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: “Ζώον δίπουν άπτερον” ο Διογένης
μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας “Ιδού ο άνθρωπος του
Πλάτωνος” κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το “και πλατώνυχον”.
Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του
Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας
“πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)”.
Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να
γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: “Αν
είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα 'τρωγες τώρα ελιές”. Ο Διογένης όμως δεν του τη
χάρισε: “Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πας στον Διονύσιο” (Σημείωση: Ο
Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας
να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην “Πολιτεία” του).
Κάποτε ο Διογένης μπήκε σε ένα
“βαλανείον” (δηλαδή δημόσιο λουτρό) τόσο βρώμικο ώστε ρώτησε: “Οι ενταύθα
λουόμενοι, πού καθαρίζονται;”
Βλέποντας στην είσοδο ενός μοχθηρού
ευνούχου την επιγραφή “Μηδέν εισίτω κακόν” ρώτησε: “Ο ιδιοκτήτης από πού
μπαίνει;”
Άλλοτε παρατήρησε μια τοιχογραφία
που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε: “Πότερος
τούτων Χείρων εστί;” λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το
όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.
Μια μέρα παρακολουθούσε ρεσιτάλ
κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε
παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον
“καλλιτέχνη” και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν
απορημένοι γιατί;, εκείνος απάντησε: “Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου
ληστεύει!”
Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε
ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: “Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι
κρανίου κακού απηλλάγησαν”.
Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος
είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε
“ο δι' ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν” (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο
γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).
Ενώ βρισκόταν στην Κόρινθο, πέρασε
από την πόλη ο Αλέξανδρος και θέλησε να δει από κοντά τον φιλόσοφο. Ο
Διογένης τον δέχτηκε μέσα από το πιθάρι του και όταν ο Αλέξανδρος τον ρώτησε αν
ήθελε κάτι απ' αυτόν εκείνος του απάντησε απλώς “Αποσκότησον με” (δηλαδή μη μου
σκεπάζεις τον ήλιο).
Τότε (κατά την παράδοση) ο
Αλέξανδρος είπε: “Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος θα ήθελα να είμαι Διογένης”.
Όταν από τα βάθη της Ασίας ο
Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο,
που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: “Αθλίας παρ’ αθλίου δι’ αθλίου προς
άθλιον”.
Ο Διογένης πέθανε στην Κόρινθο πολύ
γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος.
Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο
κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος.