της Mαρίας Kατσουνάκη, Καθημερινή, 16/12/2012 |
Η σχέση των Ελλήνων με τα σπίτια έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο, στην Ιστορία, στην κοινωνία. Η επένδυση σε ένα σπίτι είχε τον χαρακτήρα της εξασφάλισης· των παιδιών από τους γονείς, της όποιας (μικρής ή μεγαλύτερης) αποταμίευσης, των χρημάτων που αποκτήθηκαν νομίμως ή παρανόμως. Οι οικονομίες έπαιρναν το σχήμα και το μέγεθος που είχε ένα τριάρι, ένα ρετιρέ, μια γκαρσονιέρα ή μια μονοκατοικία στα βόρεια προάστια, ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός. Ο κάτοχος ακινήτου ή ακινήτων διέθετε αίγλη. Είχε το κεφάλι του ήσυχο. Ένιωθε ασφαλής.
Το 2009, σύμφωνα με έρευνα της Στατιστικής Υπηρεσίας της Αυστραλίας, η Ελλάδα ήταν η πέμπτη χώρα στον κόσμο και η δεύτερη στην Ευρώπη με τα μεγαλύτερα σπίτια. Στην παγκόσμια κατάταξη πρώτη ερχόταν η Αυστραλία και ακολουθούσαν ΗΠΑ, Νέα Zηλανδία, Δανία, Ελλάδα και Βέλγιο. Στην Ευρώπη, τα μεγαλύτερα σπίτια και διαμερίσματα διέθεταν οι Δανοί, δεύτεροι οι Ελληνες με επιφάνεια κατοικιών 126 τ.μ. κατά μέσο όρο. Με δάνεια, που χορηγούνταν χωρίς μεγάλη προσπάθεια από τις τράπεζες, οι νεοέλληνες κατάπιναν βουλιμικά τα τετραγωνικά, αλλάζοντας, και δι’ αυτού του τρόπου, κοινωνικό στάτους.
Κι ύστερα ήρθε η κρίση. Και οι φόροι, τα χαράτσια, το πάγωμα της αγοράς ακινήτων, η πτώση της αγοραστικής αξίας τους. Τα μεσιτικά γραφεία γεμάτα από αιτήματα για πωλήσεις. Το προνόμιο έγινε βάρος και θέλουν να το ξεφορτωθούν. O σημερινός 30άρης σκέφτεται σχεδόν με τρόμο μια ενδεχόμενη κληρονομιά ακινήτων. Ο,τι απέκτησαν, πιθανότατα με κόπους χρόνων, γονείς ή στενοί συγγενείς, με την προοπτική να στηρίξουν τους επιγόνους τους, μοιάζει πλέον με καυτή πατάτα στα χέρια μιας γενιάς που πλήττεται από ανεργία.
Πώς το δώρο μεταμορφώθηκε σε βαρίδι; Πώς το «όνειρο ζωής» κατέληξε να είναι παράδειγμα προς αποφυγήν; Η ερμηνεία ότι η πλαστή ευημερία έφερε την απληστία και αυτή την παραμόρφωση, αισθητική, ψυχική, ιδεολογική, ανταποκρίνεται σε μια ομάδα ιδιοκτητών, όχι όμως στο σύνολο. Μια πρώτη κατοικία και ένα εξοχικό δεν αποτελούν δακτυλοδεικτούμενα περιουσιακά στοιχεία. Η μεγαλομανία, η απληστία, ο επιθετικός πλουτισμός συνδέονται με στάσεις και αντιλήψεις ζωής που εδραιώθηκαν στην εποχή της αστακομακαρονάδας. Οι πολυτελείς κατοικίες ως υποκατάστατο μιας ταυτότητας που δεν υπήρχε. Τα υλικά αγαθά γέμιζαν άδειους χώρους, άδειες ζωές.
Γύρω μας διαμερίσματα κλειστά, σπίτια ακατοίκητα, βουβά. Περιμένουν –όλο και πιο δύσκολα– τον επόμενο ιδιοκτήτη ή ενοικιαστή. Μια μικρή ερημιά απλώνεται, που καλεί σε ανασύνταξη περιουσιών και ζωών.
Τα 126 τ.μ., κατά μέσο όρο, γράφαμε το 2009, δεν μας έκαναν λιγότερο επιθετικούς, περισσότερο ανεκτικούς ή ευτυχισμένους. Δεν μας έκαναν να υποφέρουμε καλύτερα τη μετριότητα ή την αποτυχία, να προσβλέπουμε σε ένα λιγότερο ερειπωμένο μέλλον, περισσότερο συντροφικό, επικοινωνιακό, αλληλέγγυο.
Η κρίση επιβάλλει επαναπροσδιορισμό αξιών. Συντηρούμε τα αναγκαία, ξανασυναντάμε το μέτρο έστω και αν οι διαδικασίες είναι επώδυνες. Στις γενικεύσεις, όμως, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η κρίση δεν χτυπάει με την ίδια ένταση όλους τους ανθρώπους. Είναι εντελώς διαφορετικό να εγκαταλείπεις τα 126 τ.μ. γιατί δεν μπορείς να τα συντηρήσεις και να «στριμώχνεσαι» στα 60 τ.μ. και εντελώς διαφορετικό να εγκαταλείπεις τα 60 τ.μ. και να βρίσκεσαι στον δρόμο.
Το σπίτι, η εστία, είναι το μέρος που πάντα επιστρέφουμε. Εκεί που «αδειάζουμε» ό,τι βαραίνει και περισσεύει, κόσμους και επιθυμίες. Ο ανέστιος και πένης είναι κατάντια. Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη.
|