01 April 2014

Είμαι το διεσταλμένο ρόδο, δίχως σεμνότητα

της Αδαμαντίας Ξηρίδου, Αναδημοσίευση

                                                          Περνούσε το βαποράκι
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά
χειροκροτούσαν απ το πλοίο έξαλλες

Είμαι μία από αυτές. Με τον Αργύρη, τη Μαντώ και το Χρήστο. Με κοιλιά από τις γέννες και το προγούλι πνίγει το πρόσωπο. Έχω μεγάλα στήθια· δεν τα χρειάζεται κανένας. Στις αρχές ο Φίλιππος έγλειφε κάθε νύχτα τις ρόγες μου. Ύστερα τα μωρά τύλιγαν τη γλώσσα για να δεθούν πάνω μου. Σήμερα είναι δυο σακιά που κρέμονται.
Ίδιες όλες. Μικροί τσιφλικάδες ψυχών, των παιδιών μας. Πέρα απ’ αυτά δεν είχαμε. Τα χρήματα, όταν υπήρχαν, δεν ήταν δικά μας. Τα κάλλη μας θησαυρίζονταν σ’ ένα ασέληνο αμπάρι, που μόνο ο άντρας μας μπορούσε να ανοίξει. Για λίγο · την Κυριακή συνήθιζε. Τα πτυχία, όσες είχαν τολμήσει, κιτρίνιζαν σε μια κορνίζα, στο πατρικό.
Το βαποράκι μπατάριζε στη μεριά που καθόμαστε οι μανάδες και οι γιαγιάδες. Στην άλλη, μαζευόταν το παιδομάνι. Βάζαμε τα αδέλφια κοντά. Στη στιγμή ανακατεύονταν με τους φίλους τους, προσποιούνταν πως άλλος πήρε τη θέση τους.
─ Ε, κοιτάξτε στον ουρανό τους γλάρους, λέγαμε.
Γραμμή, εκείνα, στο αντίθετο: έσκυβαν να πιάσουν το κύμα καθώς μούσκευε το σκαρί. Παλουκωμό δεν είχαν, μας ξεκούφαιναν, κι εμείς, ένας θίασος που υποκρίνεται ότι θυμώνει, να ξεστομίζουμε απειλές: «αυτή είναι η τελευταία σου φορά!»
Ο ιδιοκτήτης ήθελε να έχει τον έλεγχο στο χρήμα και το τιμόνι. Έκοβε τα εισιτήρια και πιλοτάριζε το μοτοράκι. Τα υπόλοιπα δουλειά του Ντόντεκ. Από το Γκντανσκ της Βαλτικής στον κόλπο του Θερμαϊκού, κάποιο φορτηγό τον είχε ξεβράσει. Τα πλοία που ήταν μαθημένος ο Πολωνός θέλανε μισή μέρα να σαλπάρουν από το λιμάνι. Το μοτοράκι σ’ ένα τέταρτο από την προκυμαία έφτανε στο Μπαξέ. Στα μπουρίνια, ο Ντόντεκ αναλάμβανε γενικά καθήκοντα. Ο Έλληνας γνώριζε σε ποιον εμπιστεύεται την περιουσία του και στην πόλη είχε διαδοθεί πως το όνομα του μούτσου σήμαινε «δώρο και ήρωας». Κάποιες βαστούσαν ένα κομμάτι μπουγάτσα να του δώσουν στη διαδρομή.
Πρώτες μέρες του Ιουλίου γυρίζαμε ενώ είδαμε τα σύννεφα να μαυρίζουν. Τα παιδιά διηγιόνταν τα κατορθώματά τους και πόσο κράτησαν την αναπνοή στο μακροβούτι όταν τα μπουμπουνητά σκέπασαν τη φωνή τους. Κατά τις οδηγίες, κάθισαν κατάχαμα στο κατάστρωμα για σιγουριά.
                Ο Χρήστος γλίστρησε, δε σάλευε πόντο. Νόμισα έκανε αστείο από τα συνηθισμένα του. Στρώθηκα, εκατό και βάλε κιλά, στο σίδερο να τον κρατώ αγκαλιά. Η μηχανή έκαιγε το μαζούτ. Γέμισε τα πνευμόνια μας βρώμικο αέρα. Τα κλάματα των παιδιών θα έφταναν μέχρι το λιμάνι. Ένα καΐκι πλεύρισε να μας αρπάξει, μην τυχόν το δικό μας μείνει καταμεσής. Δόξα τω Θεώ! Το μοτοράκι διπλόδεσε. Άδειασε άρον άρον. Ο μικρός μου δεν ησύχασε. Έφυγαν όλοι. Σωριασμένη μαζί του. Έρχεται ο Ντόντεκ:
─ Πού πας με τρία παιδιά! Να σε βοηθήσω.
Τα είχα χαμένα. Σπίτι ποιος άκουγε το Φίλιππο που δεν πρόσεξα το μικρό, που θέλω μπάνια και παραλίες. Λεφτά να πάμε σε γιατρό δεν είχα. Φυσούσε. Ο Λευκός Πύργος φάνηκε σε μένα και τα παιδιά μου γίγαντας, που κουδούνιζε μια αρμαθιά κλειδιά για να μας φυλακίσει.
Ο Ντόντεκ φέρνει ένα κομμάτι πάγο να το βάλουμε στο πόδι του Χρήστου. Τον σηκώνει αγκαλιά. Το χαλάζι έριχνε πετριές κι ο Ντόντεκ με την παλάμη κάλυψε το κεφάλι του παιδιού. Σαν να κατάλαβε που δεν είχα τ’ απαραίτητα δίπλωσε στη χούφτα μου ένα πενηντάρικο. Το χαρτί υγρό. Από ιδρώτα, από το νερό.
Οι σανίδες στην προκυμαία είχαν μουλιάσει. Το ξύλο κατάπινε τα βήματά μας. Έτσι δε θα μας πρόσεχαν γύρω. Όσο ήμαστε στο Μπαξέ αναβάλλαμε την επιστροφή. Έπρεπε να είχαμε φύγει. Εγώ έφταιξα, που ξεχάστηκα στην χαρά να κολυμπήσω, που είχα αφήσει το σώμα στον ήλιο και στα μάτια του κόσμου.
Ο Ντόντεκ φώναξε ένα ταξί. Η Μαντώ κι ο Αργύρης μπήκαν στο αμάξι και καθώς μου έδινε το παιδί είπε: «έχεις πολλά όμορφα μαλλιά».
Δεν ήταν καλά τα ελληνικά του και δύσκολα θα μάθαινα τι συνεννόηση έκανε με το αφεντικό του, που είχε μείνει μακριά από την υπόθεση. Έκανε πως δεν πήρε είδηση μην του ζητήσουν ευθύνες.
─ Άμα γίνει καλά να ‘ρθεις. Σε μένα.
Μου χάιδεψε το κεφάλι. Εκείνη την ώρα αυτός έγινε ο πατέρας τους· καλύτερος κι από πατέρας. Πίστεψα ότι είχε δικαίωμα να απλώσει χέρι επάνω μου. Κοίταξα τα παιδιά σαν να χρωστούσα σ' εκείνα την ομορφιά που είχε δει.
Η κουβέντα του κύμα που έσκαγε πάνω μου. Πήγαινε κι ερχόταν. Έβαζα τη γλώσσα στα χείλη να μαζέψω το αλάτι. Έφτιαχνα μια θάλασσα· στα νερά της κολυμπούσα μόνο εγώ. Βουτούσα. Πέντε χρόνια πριν. Τότε είχα τον Αργύρη και τη Μαντώ. Ακόμη πιο πριν, ούτε αυτά. Πιο πέρα, πιο βαθιά. Στα χρόνια που ήμουν νέα. Δεν ήταν τότε ο Φίλιππος. Αν δε μέναμε στην ίδια γειτονιά. Αν είχα πάει στην Αθήνα.
Βυθιζόμουν σε σκηνές ενός σώματος που περπατά με χάρη. Στην άκρη του δρόμου συναντούσα τον Ντόντεκ. Γινόμουν κοπέλα που χόρευε μέχρι το πρωί με διαφορετικές παρέες. Στο τελευταίο τραγούδι εμφανιζόταν ο Ντόντεκ για να μου ζητήσει να χορέψουμε.
Πότε πότε σκεφτόμουν να κάνω κάτι να χάσω κάνα κιλό. Δεν σταματούσα το φαγητό. Φοβόμουν πως αν έχανα βάρος ο Φίλιππος θα καταλάβαινε την αιτία. Θα ρωτούσε. Μετά τη γέννα του Χρήστου σαν να μην μας χρειάζονταν ο έρωτας. Δεν είμαι αυτή που είχε παντρευτεί ο άντρας μου. Κι όμως, εγώ ήμουν. Όχι, δεν έπρεπε να αδυνατίσω. Ο Ντόντεκ έτσι με γνώρισε. Ίσως να πρόσεξε μόνο τα μαλλιά. Αρσενικό είναι, δε γίνεται να μην κοίταξε παρακάτω. Αν πήγαινα αλλιώτικη μήπως με έδιωχνε;
Όπως αυτός μιλούσε με σπασμένα ελληνικά έτσι κι εγώ έσπαζα το κορμί του σε εικόνες. Ένα χέρι προστάτευε το κεφάλι του Χρήστου. Ένα χαμόγελο όσο τρέχαμε στο χαλάζι. Το τσαλακωμένο πουκάμισο. Κομμάτια από έναν άνθρωπο που δε γνώριζα. Μήπως ήξερα ποιος είναι ο αληθινός και ποιος της φαντασίας μου;
            Συνέχισα να ενδιαφέρομαι για το Φίλιππο. Μ’ ένοιαζε να είναι το σπίτι καθαρό. Χαιρόμουν με τα παιχνίδια των μικρών. Ήμουν η μητέρα τους ωστόσο το χάδι μου είχε γίνει κρύο. Δίσταζα να τα ακουμπήσω. Στον Ντόντεκ ήθελα να δώσω τα χάδια μου. Να γελάσω και να του μιλήσω. Έπειτα με έπιανε μανία κι έσφιγγα τα παιδιά.
            Δέκα χρόνια στα ίδια βήματα. Βέβαιη για τις κινήσεις μου. Προσεύχομαι. Λέω τα ίδια λόγια με πίστη. Από κείνη τη μέρα το όνομά του παίρνει τη σειρά πριν των παιδιών μου. Στην παράκλησή μου ζητώ από το Θεό να τον έχει γερό, να βγάζει μεροκάματο, να μην έχει δυσκολίες. Ψέματα! Παρακαλώ να μην με έχει ξεχάσει. Να μην έχει δει άλλη.
Στα όνειρά μου ο Ντόντεκ διασχίζει τα κάστρα. Σκαρφαλώνει στις πολεμίστρες γυμνός. Το δέρμα του, φίλντισι στο φεγγάρι. Με προστατεύει από εχθρούς που πολιορκούν τα τείχη, κινδυνεύω · με σώζει την τελευταία στιγμή. Με χώνει στην αγκαλιά του και με γλυτώνει.
Κύλησε ο καιρός. Ο μικρός έγινε καλά. Δεν κατεβήκαμε ξανά για μπάνιο. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου τα παιδιά έφυγαν στη γιαγιά τους. Ο Φίλιππος κι εγώ θα πηγαίναμε ανήμερα να περάσουμε τη γιορτή. Είχα μπροστά μου όλο το πρωί.
Έλουσα και χτένισα τα μαλλιά. Ξεκίνησα με την ελπίδα ότι ο Ντόντεκ συνεχίζει τα δρομολόγια· δε μ’ έχει ξεχάσει.
Στη γειτονιά με ρώτησαν «πού πάω».
Ετοιμασίες για την Κοίμηση.
Άνοιξα το βήμα. Ο ήλιος ανέβαινε. Δε με φώτιζε. Μια άλλη γυναίκα κινούσε το κορμί μου. Τη γνώριζα λιγότερο απ’ τον Πολωνό. Μόλις απομακρύνθηκα το βάδισμα έγινε ελαφρύ, πατούσα τα τακούνια κι ευχαριστιόμουν που έκαναν εντύπωση στους περαστικούς. Χαιρέτησα αγνώστους. Ήθελα να δοκιμάσω τον πιο γλυκό τόνο φωνής. Έτσι θα του μιλούσα.
Προχωρούσα μα το λιμάνι ξεμάκραινε. Με ειδοποιούσε να πάρω άλλο δρόμο; Θα έφτανα ως τη σκάλα να μπω στο καραβάκι. Είχα κάνει τους λογαριασμούς μου. Ο Ντόντεκ όπως είχε καταφέρει να μας βοηθήσει θα έκλεβε τώρα μια ώρα να μείνει μαζί μου.
Δεν ήταν από αυτούς που μιλούν στην καθεμία. Πώς ήμουν σίγουρη γι’ αυτό;
Ξένος και μόνος δε θα με πρόδιδε.
Στην τσάντα βρήκα ένα κραγιόν. Το πέρασα στα χείλη.


Ο τίτλος Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα είναι από το ποίημα 10 Απριλίου 1938 της Ζ. Καρέλλη
Οι στίχοι Περνούσε το βαποράκι … από το ποίημα Του Καλοκαιριού ΙΙΙ της Z. Καρέλλη.