Αισθητική αλλοίωση και
αδιαφάνεια
του Κώστα Βαλεοντή, Φυσικού, Προέδρου της ΕΛΕΤΟ
«…Οι λέξεις
– από μόνες τους – δεν σημαίνουν τίποτα!
Οι λέξεις είναι:
– είτε ομάδες
διαδοχικών ήχων (φθόγγων) που παράγονται από τον λάρυγγα,
διαμορφώνονται από την φωνητική συσκευή και εκπέμπονται από το στόμα
(και τη μύτη) του ανθρώπου, αλλά και συλλαμβάνονται από το αυτί και
αποθηκεύονται στον εγκέφαλο ως ακουστικές εικόνες μαζί με τον τρόπο
παραγωγής τους από τα μέρη του σώματος που συμμετέχουν στην δημιουργία τους (κιναισθητικές
εικόνες)
– είτε οι
ζωγραφιές αυτών των φθόγγων πάνω σε κάποιο υλικό μέσο
(π.χ. πάνω σε μια πέτρα, στο μάρμαρο μιας κολόνας, στον πάπυρο ή στην περγαμηνή
ενός αρχαίου βιβλίου, στο χαρτί, στην οθόνη ενός υπολογιστή ή ενός κινητού),
που συλλαμβάνονται από το μάτι και αποθηκεύονται στον εγκέφαλο ως οπτικές
εικόνες
– είτε οι
«άυλες» μορφές (που αν εξεταστούν αυστηρά δεν είναι «άυλες») με
τις οποίες παριστάνονται αυτοί οι ήχοι ή αυτές οι ζωγραφιές μέσα
στα ηλεκτρικά ρεύματα των καλωδίων ή στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία
των οπτικοακουστικών μέσων πριν φτάσουν στα αυτιά μας ή στα μάτια
μας.
Και στις τρεις περιπτώσεις, όμως, τις λέξεις
μόνο ο ανθρώπινος νους τις (έχει) κάνει να σημαίνουν αυτό που
σημαίνουν.
Είναι αλήθεια ότι «νους ορά και
νους ακούει» (*) και ότι χωρίς την νοητική επεξεργασία θα
ήταν άχρηστες οι πληροφορίες που συλλαμβάνουν τα αισθητήρια όργανα. Από τον νό-ο
(νου) παράγεται το νο-έω (νοώ), που
πρωταρχικά σήμαινε «βλέπω» και αργότερα «αντιλαμβάνομαι με τον νου». Και όταν ο
άνθρωπος εν-νοεί τότε «φέρνει ή έχει μέσα στην σκέψη
του / στον νου του / στο μυαλό του» τα ερεθίσματα
που προέρχονται από τις ιδιότητες των αντικειμένων, των οντοτήτων του
εξωτερικού κόσμου – του κόσμου «έξω από τον νου του» – και σχηματίζει τις έν-νοιές
τους. Κάθε μία από αυτές τις έννοιες – τις «αντανακλάσεις», δηλαδή, των
αντικειμένων στον νου του – τις έχει αντιστοιχίσει ή τις αντιστοιχίζει με μία
ή περισσότερες λέξεις. Και κάθε τέτοια λέξη ή ομάδα
λέξεων (φράση) που είναι αντιστοιχισμένη με μία έννοια είναι
ένας όρος, είτε πρόκειται για έννοια της γενικής γλώσσας είτε για έννοια
κάποιας από τις ειδικές γλώσσες που υπάγονται στην γενική γλώσσα. Ποιος
καθορίζει όμως αυτήν την αντιστοιχία; Η απάντηση είναι: ο νους του ανθρώπου.
Κάθε όρος βασίζεται σε μία ή περισσότερες συμφωνίες ή συμβάσεις·
συμφωνίες μεταξύ των λίγων ή πολλών ατόμων που χρησιμοποίησαν ή χρησιμοποιούν
τον όρο.
» Μπορούμε
να πούμε ότι οι λέξεις είναι
«συμφωνημένα» σύμβολα· γεννιούνται στον νου του ανθρώπου για να αποδώσουν έννοιες· κωδικεύονται και
εξωτερικεύονται με την ομιλία και
εμφανίζουν επομένως ακουστική αισθητική
(ακουστικές εικόνες)· κωδικεύονται και εξωτερικεύονται με τη γραφή και εμφανίζουν, επομένως, οπτική αισθητική (οπτικές εικόνες)·
κωδικεύονται και εξωτερικεύονται και με άλλα συστήματα και εμφανίζουν επομένως
και άλλου είδους αισθητική·
ταυτόχρονα, όμως, όλα αυτά τα εξωτερικά
σύμβολα, όλες αυτές οι εικόνες, εσωτερικεύονται με αποτέλεσμα στον νου του ανθρώπου να συνδέονται μεταξύ
τους αδιαχώριστα: νοήματα, ακούσματα κι οράματα...
Σαν
σκέφτεσαι μια λέξη, ταυτόχρονα την
«ακούς» και την «βλέπεις». Και "νοιώθεις" πίσω της την έννοια ή τη σειρά από έννοιες που αυτή αντιπροσωπεύει. Αν η λέξη είναι ειδικός όρος η έννοια – κατά κανόνα –
είναι μία, αν είναι λέξη της γενικής
γλώσσας τότε οι έννοιες μπορεί να
είναι πολλές και ο νους μπορεί να
«πηδάει» από την μία στην άλλη και από ένα συγκείμενο ή θεματικό πεδίο σε άλλο,
εφόσον έχει γνώση των εννοιών αυτών και των αντίστοιχων θεματικών πεδίων,
εφόσον, δηλαδή, είναι γνώστης των αντίστοιχων συμφωνιών. Μόνο οι λειτουργικές λέξεις δεν έχουν «πίσω» τους
έννοιες, εκτός από αυτήν της λειτουργίας τους…»
Τα
παραπάνω είναι δύο αποσπάσματα από την ανακοίνωση: «Γιατί
κλοτσάτε τους όρους;» στο 9ο Συνέδριο «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία»,
Αθήνα, 7–9 Νοεμ. 2013. (**)
Ας έρθουμε τώρα
στη σημερινή μορφή της ελληνικής γλώσσας, με την μη
φωνητική γραφή της, με το ελληνικό αλφάβητο και με την ιστορική
ορθογραφία της. Η τελευταία,
αναδεικνύοντας όλα τα εννοιολογικώς διαφοροποιητικά μορφολογικά χαρακτηριστικά
(ρίζες, προθήματα, επιθήματα, καταλήξεις, ειδικά συνθετικά) της ελληνικής,
συμβάλλει τα μέγιστα στην υπαγωγή των λέξεων στις οικογένειες στις οποίες αυτές ανήκουν προσδίδοντας έτσι διαφάνεια στις λέξεις και στους όρους, δηλαδή εναργέστερη γραφική
παράσταση των εννοιών από αυτούς.
Όταν πρωτοδιαβάζεις
έναν νεοελληνικό σύμπλοκο όρο (το 80% περίπου των όρων είναι σύμπλοκοι), που – εξ
ορισμού – είναι είτε μια ελληνική σύνθετη
λέξη είτε μια ελληνική φράση αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες λέξεις), δεν τον
αντιλαμβάνεσαι – τις περισσότερες φορές – ως ένα αυθαίρετα συμφωνημένο σύμβολο
της έννοιας που αυτός αντιπροσωπεύει, αλλά προσπαθείς να διακρίνεις πίσω από
αυτόν την έννοια αυτή. Για τον σκοπό αυτόν επιστρατεύεις όλους τους γλωσσικούς
κανόνες της ελληνικής (κανόνες φωνολογικής,
γραμματικής και ορολογικής ανάλυσης και κανόνες σύνθεσης, παραγωγής και σύνταξης,
τους οποίους κατέχεις ως γνώστης της ελληνικής). Και μπορεί να μην καταλάβεις
(μόνο από τον όρο) τη νέα έννοια, διακρίνεις όμως κάποια ουσιώδη χαρακτηριστικά της. Ώστε,
μόλις σου κάνουν γνωστή την έννοια (με μια περιγραφή ή έναν ορισμό),
αναγνωρίζοντας τα χαρακτηριστικά αυτά, «δένεις» αμέσως, στο νου σου, την ακουστική και τη γραπτή μορφή του όρου με την έννοια.
Είναι δεδομένο
ότι μια ομιλούμενη γλώσσα μπορεί να καταγραφεί με διάφορα συστήματα γραφής· επομένως,
σε κάθε ένα από αυτά, μια λέξη ή ένας όρος, χωρίς να αλλάζει φωνητική μορφή
(και ακουστική αισθητική), θα έχει διαφορετική γραπτή μορφή· και επομένως
διαφορετική οπτική αισθητική. Η αλφαβητική γραφή της ελληνικής χρονολογείται
από τον 8ο αιώνα .π.Χ. έχει δηλαδή ζωή
28 αιώνων. Στη διάρκεια αυτών των
αιώνων πέρασε από την αρχικά μεγαλογράμματη γραφή στην μικρογράμματη γραφή – με
τους τόνους και τα πνεύματα – και, τελευταία, στο μονοτονικό σύστημα.
Με μια μικρή
ορθολογική βελτίωση του μονοτονικού, η σημερινή ελληνική γραφή θα βρίσκεται σε
ένα στάδιο που αφενός θα αναδεικνύει τα μορφολογικά στοιχεία που διατήρησε μέχρι
σήμερα η ιστορική ορθογραφία της και αφετέρου θα αποδίδει καλύτερα τον δυναμικό
τονισμό των λέξεων μέσα στα
εκφωνήματα στα οποία αυτές εμπεριέχονται. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, δεν
είναι δυνατόν να γίνουν περαιτέρω απλοποιήσεις της ελληνικής γραφής χωρίς
σημαντικές απώλειες.
Μεγάλες
συζητήσεις γίνονται κάθε τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τα γκρίκλις και την λατινογράφηση της ελληνικής, όπου μια πολύ μικρή μειονότητα
ομιλητών της ελληνικής υποστηρίζει τα γκρίκλις ως «σύστημα γραφής» της
ελληνικής περίπου ισότιμο με το καθιερωμένο ανά τους αιώνες σύστημα γραφής με
το ελληνικό αλφάβητο. Ας προσπαθήσουμε να διαβάσουμε την ακόλουθη πρόταση
γραμμένη στο λατινικό αλφάβητο και στην απλούστερη δυνατή γραφή (για να έχει
και νόημα η καταφυγή στο λατινικό αλφάβητο, που τόσο συμπαθούν οι φίλοι των
γκρίκλις: δηλ. χωρίς κανόνες ορθογραφίας):
I grafi tis elinikis me to eliniko alfavito exi ali esthitiki apo ti grafi tis me to latiniko alfavito.
Τί λέει; Με
ελληνική γραφή, λέει:
Η γραφή της ελληνικής με το
ελληνικό αλφάβητο έχει άλλη αισθητική από τη γραφή της με το λατινικό αλφάβητο.
Κοιτάζοντας κανείς
αυτήν την πρόταση γραμμένη με το ένα και με το άλλο «σύστημα γραφής», έχει
καμιά αμφιβολία για το νόημά της; Ότι δηλαδή πρόκειται για δύο διαφορετικές «αισθητικές»;
Και γεννιέται το
ερώτημα: Για ποιο λόγο κάποιος που γνωρίζει την ελληνική γλώσσα να προτιμήσει
τη γραφή της με λατινικούς χαρακτήρες, αν δεν τον αναγκάζουν οι συνθήκες να το
κάνει (π.χ. έλλειψη κατάλληλου εξοπλισμού); Γιατί να προτιμήσει μια αισθητική τόσο
διαφορετική από την πατροπαράδοτη αισθητική της ελληνικής γλώσσας γραμμένης με
το δικό της αλφάβητο; Συχνά η
απάντηση που δηλώνεται ρητά ή υπονοείται είναι: γιατί έτσι δεν εφαρμόζει
κανόνες ορθογραφίας και γράφει πιο γρήγορα. Εδώ βρίσκεται το «όφελος» της
λατινογράφησης: η απαλλαγή από τους κανόνες ορθογραφίας της ελληνικής!.
Το θέμα, όμως,
της διαφορετικής αισθητικής δεν είναι το σοβαρότερο. Σοβαρότερο είναι το ότι η λατινογράφηση της ελληνικής (χωρίς κανόνες ορθογραφίας) εξισώνει (γραπτώς) διαφορετικές ρίζες
και προσφύματα, διαφορετικές κλιτικές και παραγωγικές καταλήξεις,
διαφορετικούς ενικούς και πληθυντικούς αριθμούς, διαφορετικά γένη
και πρόσωπα ή ακόμα και διαφορετικά μέρη του
λόγου, καθιστώντας έτσι την
αναγνώριση και κατανόηση των ελληνικών λέξεων πάρα
πολύ εξαρτημένη από το
συγκείμενο, προσθέτοντας δηλαδή μεγάλη αδιαφάνεια στη γραπτή μορφή της νέας ελληνικής.
Στις λέξεις της
προηγούμενης πρότασης:
I = «η», «ή» ή «οι»;
grafi = «γραφή», «γραφεί» ή «γράφει»;
tis = «της» ή «τις»;
ali = «άλλη» ,«άλλοι» ή
«αλί»;
esthitiki = «αισθητική» ή «αισθητικοί»;
apo = «από» ή «άπω»;
Στην ανάγνωση
της ελληνικής, όταν αυτή είναι γραμμένη με το δικό της αλφάβητο (που γι’ αυτό και
λέγεται ελληνικό), ο αναγνώστης αναγνωρίζει, καθώς προχωρεί, έναν–έναν τους
λεκτικούς τύπους που συναντά και αποκτά γνώση του τι θα ακολουθήσει, ενώ όταν
αυτή είναι γραμμένη με το λατινικό αλφάβητο, συχνά ο αναγνώστης θα συναντά
διλήμματα και θα αποφασίζει για την ταυτότητα του λεκτικού τύπου που μόλις
διάβασε μόνο αφού διαβάσει τον επόμενο ή και περισσότερους από έναν επόμενους λεκτικούς
τύπους.
Έτσι, π.χ. για
την πρόταση που εξετάσαμε, στην πρώτη περίπτωση, ο αναγνώστης αρχίζοντας την
ανάγνωση από το ελληνικό «Η», το αναγνωρίζει ως το άρθρο του θηλυκού στον ενικό και
αναμένει ότι θα ακολουθήσει όνομα ή ονοματική φράση θηλυκού γένους στον ενικό και
πράγματι ακολουθεί η «γραφή»· η επόμενη λέξη («της») αναγνωρίζεται αμέσως ως γενική ενικού του θηλυκού άρθρου
και αναμένεται να ακολουθήσει θηλυκό όνομα σε γενική πτώση· και πράγματι
ακολουθεί το ουσιαστικό «ελληνικής».
Στη δεύτερη
περίπτωση, αρχίζοντας από το λατινικό «Ι» έχει το τρίλημμα:
για ποιο από τα τρία ενδεχόμενα πρόκειται: «η», «ή» ή «οι»;· αλλά και αφού διαβάσει τη δεύτερη λέξη «grafi» εξακολουθεί να έχει το
δίλημμα: πρόκειται για την ονοματική
φράση «η γραφή» ή μήπως για τήν διαζευκτική ρηματική φράση «ή
γράφει»;. Αλλά και με την
επόμενη λέξη (tis) δεν αίρεται το δίλημμα:
πρόκειται για τη φράση «η γραφή της» (και θα ακολουθηθεί από τη γενική ενός θηλυκού
ουσιαστικού) ή μήπως για τη φράση «ή
γράφει τις» (και θα ακολουθηθεί
από την αιτιατική πληθυντικού ενός θηλυκού ουσιαστικού); Μόνο όταν διαβάσει την
επόμενη λέξη «elinikis» και την αναγνωρίσει ως γενική
αντικειμενική που αποτελεί
προσδιορισμό της λέξης «grafi» ως ονόματος θα αποφασίσει ότι πρόκειται για το ουσιαστικό
«γραφή» και όχι για το ρήμα «γράφει» όπως π.χ. σε μια πρόταση σαν αυτή: «Ή γράφει τις
απαντήσεις ο εξεταζόμενος ή τις λέει προφορικά».
Σήμερα, λοιπόν,
κάποιος γνώστης της ελληνικής, όταν διαβάζει ένα λατινογραφημένο, με αυτόν τον
τρόπο, κείμενο, συχνά, για να διακρίνει τη λέξη που μόλις διάβασε, χρειάζεται
το συγκείμενο που ακολουθεί, κάτι που δεν συμβαίνει με τη σημερινή ιστορική
γραφή της ελληνικής, με την οποία ο αναγνώστης αναγνωρίζει σχεδόν όλες τις
λέξεις από τη μορφή τους και όχι μέσω των επόμενων λέξεων του συγκειμένου.
Φυσικά, υπάρχει και στην ελληνική γραφή η ομωνυμία με τα διάφορα ομόγραφα, αλλά εκεί είναι πολύ περιορισμένα, ενώ στη λατινογράφηση τα
ομόγραφα, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, είναι πολλαπλάσια.
Ας υποθέσουμε
ότι κάποια στιγμή στο μέλλον οι «οπαδοί» των γκρίκλις θα αποτελούν την
πλειονότητα των ομιλητών της ελληνικής και η μοιραία «γλωσσική αλλαγή» θα απαιτήσει
να καθιερωθεί η λατινογράφηση της ελληνικής. Τότε τα λεξικά θα προσαρμοστούν
ανάλογα. Με την εξομοίωση πολλών κλιτικών καταλήξεων ονομάτων και ρημάτων
(όπως των: -η, -οι, -ει, -υ που θα γίνουν όλα -i) αν η σημερινή
λημματογράφηση δεν αλλάξει θα είναι δύσκολο να οδηγηθεί ο αναγνώστης από έναν τύπο στο κατάλληλο λήμμα. Έτσι, μάλλον θα πρέπει να λημματογραφηθούν όλοι οι τύποι και
τα λήμματά τους πολύ πιθανό να έχουν τη μορφή που έχει το παρακάτω λήμμα:
poli 1. us. megalos ikismos me pano apo 10.000 katikus (< πόλη) 2. epir. se megali posotita (< πολύ) 3. epith. thil. enik. megali se arithmo, plithos i posotita (< πολλή) 4. epith. ars. plith. megali se arithmo, plithos i posotita (< πολλοί) 5. us. ars. plith. ta dio akra tu aksona enos peristrefomenu somatos (< πόλοι) 6. us. ars. plith. ta mikra tu alogu, tu gaidaru, tu mulariu (< πώλοι).
Πώς σας
φαίνεται; Πόση πληροφορία έχει χαθεί από αυτήν τη «συρρίκνωση» της γραφής της
ελληνικής γλώσσας;
Ίσως μας πει
κάποιος οπαδός της λατινογράφησης ότι: «σήμερα,
ο αναγνώστης ενός λατινογραφημένου κειμένου όπου συναντά τον λεκτικό τύπο poli δυσκολεύεται γιατί δεν
έχει στον νου του αποθηκευμένο τον τύπο αυτό, γι’ αυτό ανατρέχει, αναζητεί και
τον συνδέει με τις ήδη αποθηκευμένες εικόνες για τους τύπους: πόλη, πολύ, πολλή, πολλοί, πόλοι, πώλοι και μέσω αυτών
αποφασίζει με ποια έννοια να τον συνδέσει. Στο μέλλον, όμως δεν θα χρειάζεται
να έχει στον νου του όλες αυτές τις εικόνες, αλλά θα έχει μόνο μία: poli…» Η απάντησή μας είναι ότι: «Ναι, θα έχει μόνο την οπτική εικόνα του τύπου poli. Θα χρειάζεται, όμως,
κάθε φορά που θα συναντά αυτόν τον τύπο στη γραφή, να χρησιμοποιεί και
διάφορους «αλγορίθμους» για να τον αναγνωρίσει και να αποφασίσει ποια από τις πιο
πάνω 6 σημασίες έχει ο τύπος που μόλις διάβασε.».
Συνοψίζοντας: η λατινογράφηση της ελληνικής γλώσσας (με ή χωρίς κανόνες ορθογραφίας) αλλοιώνει
σημαντικά την πατροπαράδοτη
οπτική αισθητική της, ενώ η ισοπεδωτική εξάλειψη των κανόνων ορθογραφίας
συντελεί σε απαράδεκτα
μεγάλη αδιαφάνεια των λέξεων και εξάρτηση
της αναγνώρισής τους από
το συγκείμενο. Ας αφήσουν, λοιπόν, οι ολίγιστοι οπαδοί της λατινογράφησης της ελληνικής, τις θεωρίες περί
«συστήματος γραφής» κτλ.. Έχουν την ελευθερία να χρησιμοποιούν μεταξύ
τους όποιο σύστημα γραφής
θέλουν, όπως είχαμε και παλιά, στα μαθητικά μας χρόνια, επινοήσει διάφορα
«κρυπτογραφικά» συστήματα γραφής της γλώσσας μας, ώστε να μην μας καταλαβαίνουν
οι εκτός της παρέας. Όχι, όμως, να έχουν και την απαίτηση τα γραπτά τους να
αντιμετωπίζονται ισότιμα με ένα ελληνικό κείμενο γραμμένο με το ελληνικό
αλφάβητο!
Κ.Β.
(*)
«Νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει· τἂλλα κωφὰ καὶ τυφλά.» (Επίχαρμος, κωμικός ποιητής
και φιλόσοφος από την Κω, 540–450 π.Χ.) – Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις,
Τάκης Νατσούλης