28 September 2009

Perjalanan 26

Handeuleum II


Ο Γιάννης πήρε, όπως είχαμε συμφωνήσει, το κρεββάτι και εγώ εξασφάλισα από το Mumu ένα στρώμα. Κατόπιν δημιούργησα ένα "οχυρό" γύρω μου με τα σακκίδια μας και διάφορα άλλα αντικείμενα που βρήκα στην παράγκα, έστρωσα τον υπνόσακκο και μπήκα μέσα σ' αυτόν, χωρίς να γδυθώ, αφού προηγουμένως προστάτεψα το κεφάλι μου με την κουνουπιέρα. Ο υπνόσακκος ήταν πράγματι το μόνο βοήθημα, που είχα μαζί μου, το οποίο παρείχε στεγανότητα από τρύπωμα οποιουδήποτε εντόμου ή φιδιού. Το μοναδικό μέρος εισόδου παρέμενε το σημείο του λαιμού, αλλά ήταν εύκολο να το ελέγξης... 


Δεν έχει περάσει μισή ώρα και το πετρελαιοκίνητο σκάφος αράζει σ'ένα πρόχειρο μώλο. Στο σημείο που φθάσαμε υπάρχει ένα ξέφωτο του δάσους με παχύ γρασίδι. Εκεί ο οδηγός μας λέει, πάλι χωρίς εξήγηση, ότι πρέπει να περιμένουμε. 

— Θα μας φάνε όλη τη μέρα με τις άσκοπες αναμονές, σκέφθηκα, ενώ η ανυπομονησία μου είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο όριο. 

Κοντά στο μέρος όπου αράξαμε, υπάρχει ένας ξύλινος πύργος, όπως τα παρατηρητήρια στα πυροσβεστικά σημεία των δικών μας δασών. Ανεβήκαμε με το Γιάννη επάνω σ'αυτό, με μια σκάλα που ήταν τοποθετημένη έτσι, ώστε να οδηγή στην είσοδο του. Η σκάλα αυτή είναι κινητή, για να μπορή να ανασυρθή όταν ανέβη κανείς. Κατ' αυτόν τον τρόπο μπορείς να παρατηρής την άγρια ζωή, ακόμη και νύχτα, χωρίς κίνδυνο και χωρίς να ενοχλής. Κατεβαίνοντας, έκανα μια βόλτα στο ξέφωτο, προσέχοντας που πατάω για τον φόβο των φιδιών και κρατώντας μία απόσταση ασφαλείας από την πράσινη αυλαία, που σχηματίζουν οι πρώτοι θάμνοι και τα δένδρα του δάσους. Ετσι, έκανα μια μικρή πορεία γύρω στα διακόσια μέτρα, κοιτάζοντας κάθε τόσο προς τα δεξιά, προς τα πυκνά φυλλώματα που άρχιζαν τριάντα μέτρα παρακάτω. Παρ'ότι δεν διακρίνεται κανένα ίχνος ζωής, ξέρω, πως δεκάδες ζευγάρια μάτια από αθέατα ζώα με παρακολουθούν από εκεί μέσα. Η θέα κάποιου σκελετού μεγάλου ζώου στις παρυφές της ζούγκλας, έδειχνε ότι και στα παρασκήνια παίζονται πράξεις του δράματος της επιβιώσεως. Η θέα αυτή, καθώς και ένα νεύμα του Mumu να μήν απομακρύνομαι, με έκαναν να συντομεύσω τη συλλογή σπόρων από ένα θάμνο με θαυμάσια κίτρινα λουλούδια και να πάω αργά και προσεκτικά πίσω στην ομάδα. Εκεί παραμείναμε άλλο ένα ανεξήγητο τέταρτο της ώρας αδρανείς, έως τη στιγμή που, πάλι χωρίς ορατή εξήγηση, ο τοπικός οδηγός, έδωσε σήμα για την εκκίνηση. 

Τώρα προχωράμε κατά μήκος της παραλίας, ώσπου συναντάμε την όχθη ενός ποταμού. 

— Sungai Cigenter, μας εξηγεί ο τοπικός οδηγός. 

Τσιγκέντέρ, θα είναι το όνομα του, γιατί σούνγκάϊ θα πη: ποταμός. Στην πραγματικότητα, φαίνεται σαν ένα κανάλι πλάτους δέκα μέτρων με στάσιμο νερό. Μεγάλο τμήμα της επιφανείας του, είναι καλυμμένο με ένα λεπτό στρώμα μικροσκοπικών βρύων, με πολύ έντονη φωτεινή λαδοπράσινη απόχρωση σαν παστέλ χρώμα. Ενα λαξεμμένο μονόξυλο περιμένει στην ακροποταμιά. Οι δύο οδηγοί κρατάνε τις άκρες, για να μην τουμπάρη και εμείς επιβιβαζόμαστε. Ο τοπικός οδηγός στην πλώρη και ο Mumu στο πίσω μέρος , έχοντας από ένα κουπί και βουτώντας το με αργές απαλές κινήσεις στο νερό, ο ένας από τη μια πλευρά και ο άλλος από την άλλη, μας προωθούν μέσα στο υγρό "μονοπάτι", που μας οδηγεί στα απόκρυφα του πράσινου χάους. Στις δύο πλευρές της όχθης, φυτρώνει ένα είδος φοινικοειδούς με ασυνήθιστα μεγάλες κλάρες. Αυτές σαν τεράστια κυρτά χτένια, διαγράφουν μεγάλα τόξα που αγγίζουν το έδαφος, ενώ οι άκρες μερικών βυθίζονται μεσ' το νερό αφήνοντας ελαφρά ίχνη στο αργοκίνητο διάβα του. Ενδιάμεσα φυτρώνουν ψηλά πλατύφυλλα χόρτα και πιο πίσω αρχίζουν τα γιγάντια δένδρα της ζούγκλας, τα οποία σε πολλά σημεία ενώνουν τα κλαριά τους πάνω από το ποτάμι, σχηματίζοντας σκοτεινές στοές. Από εκεί ξεκινούν ολόκληρες πλεξούδες από κλιματίδες, που κρέμονται από δένδρο σε δένδρο, όπως τα διακοσμητικά στους δρόμους των μεγαλουπόλεων τα Χριστούγεννα και φθάνουν μέχρι πάνω από τα κεφάλια μας. Κορμοί δένδρων, γερμένοι από τη μία όχθη στην άλλη, αποτελούν φυσικές γέφυρες για τους πιθήκους και τα άλλα αγρίμια. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να σκύψουμε όλοι τα κεφάλια μας, για να περάσουμε από κάτω, ενώ τα βρύα που είναι επάνω τους και κρέμονται σαν χαίτη αλόγου, μας χαϊδεύουν τη ράχη. Οσο προχωρούμε, τόσο χωνόμαστε βαθύτερα στο εργαστήρι που σφυρηλάτησε τους παιδικούς μας θρύλους. 

Πάνω σε ένα γερμένο κορμό, νομίζω κάθε στιγμή πως θα δω τον πάντα συγκρατημένο και σκεπτικό Μπαγκήρα, τον μαύρο πάνθηρα του "βιβλίου της ζούγκλας", να μας κοιτάη με απορία, ενώ ο Μόγλυ, το μελαμψό ανθρωπάκι, μαζί με τον Μπαλού, τον πάντα κεφάτο αλλά επιπόλαιο αρκούδο, να κολυμπούν και να παίζουν ανάμεσα στα νούφαρα. Περνώντας μέσα από τις σκοτεινές στοές των κλαριών και φύλλων, είμαστε βουβοί σαν προσκυνητές μυστηριακού τόπου. Ακόμη και οι κωπηλάτες προσπαθούν να είναι αθόρυβοι, αφήνοντας αναλοίωτο το πανδαιμόνιο των φυσικών ήχων που υπάρχουν γύρω μας. Ακούγεται πράγματι μια ολόκληρη συμφωνία. Μου έρχονται στο νου τα λόγια του Α. Ταρκόφσκυ: "... οι ήχοι αυτού του κόσμου είναι τόσο όμορφοι από μόνοι τους που, αν μπορούσαμε να τους ακούσουμε σωστά, δεν θα χρειαζόμαστε καθόλου τη μουσική". Το υπόβαθρο όλων αυτών των ήχων δημιουργούν τα τζιτζίκια, τα οποία εδώ παράγουν ένα σχεδόν συνεχόμενο σφύριγμα σαν σειρήνα. Κάποιο υδρόβιο πουλί δημιουργεί εναν ήχο ρυθμικό σαν drums. Ενα άλλο, βγάζει μακρόσυρτα σφυρίγματα, τα οποία αντηχούν παράξενα σαν να βρίσκεσαι μέσα σε σπηλιά. Κάποια στιγμή, ακούμε ένα περίεργο ήχο από ψηλά, κάτι σα να δέρνη τον αέρα ρυθμικά. Σηκώνουμε τα μάτια μας και βλέπουμε ένα γιγάντιο πουλί να πετάη πάνω από το ποτάμι, που σε εκείνο το μέρος δεν είναι σκεπασμένο. Κάπου στο βάθος ακούγονται και οι φλυαρίες των μακάκων. 

Σε μερικά μέρη ανοίγει η αυλαία των θάμνων, των φοινίκων και των δένδρων στην όχθη και εμφανίζεται ένα μικρό ξέφωτο. Ενα μικρό λειβάδι με αραιότερα δένδρα, όπου χάνονται τα πιο μακρυνά σ'ένα θαμπό γαλαζοπράσινο ρευστό, παιχνίδισμα της ομίχλης και του Ηλιου. Προχωρώντας, ο τοπικός οδηγός, μας δείχνει κάθε τόσο στις όχθες, τα περάσματα των αγρίων ζώων μέσα από το αδιάβατο τείχος των ριζών και κλαδιών, για να φθάσουν ως το νερό. Από όλα αυτά τα αγρίμια δεν βλέπουμε όμως τίποτα. Τα μόνα πλάσματα που δηλώνουν εδώ την παρουσία τους, φαίνεται να είναι τα έντομα, τα πουλιά και οι πίθηκοι. Και όμως ξέρουμε οτι υπάρχουν γύρω μας και μας παρακολουθούν με ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας. 

Η ζούγκλα είναι φλύαρη, αινιγματική, σε κάθε της πιθαμή επικίνδυνη αλλά και αφάνταστα γοητευτική. Εχει πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας όμορφης, ώριμης και μοιραίας γυναίκας. Κάθε βήμα πιό κοντά της, σε φέρνει μπροστά σε καινούργιους θησαυρούς. Σε προκαλεί να την κατακτήσης, ενώ αυτή συνεχώς υποχωρεί, μέχρι να σε παρασύρη και να χαθής μέσα στο λαβύρυνθο της ομορφιάς της.... 

Εχουμε ήδη προχωρήσει αρκετά στο εσωτερικό της χερσονήσου, ανεβαίνοντας τον ποταμό. Η ανάβαση αυτή δεν είναι χωρίς δυσχέρειες. Κάθε τόσο χρειάζεται να σταματάμε, για να παραμερίζουμε σπασμένα και συσσωρευμένα κλαδιά. Για την ακρίβεια τη δουλειά αυτή την κάνουν οι οδηγοί. Κάποια στιγμή που σκεπτόμουνα, πως θα έπρεπε να βοηθήσουμε και εμείς, μου λέει ο Γιάννης. 

— Θύμιο, θα έβαζες το χέρι σου σ' αυτό το νερό ; 

Αμέσως θυμήθηκα τα τόσα που είχα διαβάσει, τη φυλαρίωση, τις βδέλλες, τις μολύνσεις ακόμα και από ανεπαίσθητες αμυχές και ανατρίχιασα βλέποντας αυτό το βαλτόνερο το γεμάτο πρασινίλα και σάπια φύλλα, που με κάθε ανακίνηση του από τα κουπιά, ανέδινε αφρούς από μεθάνιο. 

— Σ'αυτό το νερό, ούτε το δάχτυλό μου δεν θα έβαζα, απάντησα. 

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ένας πεσμένος κορμός που έφραζε το δρόμο μας, μας έκανε να σταματήσουμε. Κάτι μουρμούρισε ο τοπικός οδηγός στον Mumu, το οποίο δεν κατάλαβα και ανέβηκε από το μονόξυλο επάνω στον κορμό. Ο Mumu μας λέει να ακολουθήσουμε και εμείς, γιατί θα προσπαθήσουν να σηκώσουν το πλεούμενο, για να το περάσουν από την άλλη μεριά, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Πρώτοι βοηθούνται να ανέβουν οι Ισπανοί, μετά ο Γιάννης και τέλος, πάω να ανέβω και εγώ. Εκεί συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Φορτωμένος, όπως είμαι, με το σακκίδιο μου, τη φωτογραφική μηχανή και το σακκίδιο του Γιάννη, για να έχη τα χέρια του ελεύθερα να βιντεοσκοπή, και έχοντας την ατυχία να πιαστή η άκρη από το jean στην κόχη του μονόξυλου, χάνω την ισορροπία μου και πέφτω μέσα στο ποτάμι με όλο τον εξοπλισμό... 

Μόλις πρόλαβα να ακούσω μια κραυγή εκπλήξεως από τους άλλους, γιατί βυθίστηκα μέχρι τον πυθμένα, γύρω στα δύο μέτρα βάθος. Εντρομος, έδωσα μια ώθηση στον γλοιώδη βυθό, ανέβηκα στην επιφάνεια και πιάστηκα από το πεσμένο δέντρο. Οι άλλοι, με βοήθησαν να ανεβώ. Από τον τρόπο που με κοίταζαν, κατάλαβα, πώς θα φαινόμουνα. Από την κορυφή ως τα νύχια ήμουνα καλυμμένος με εκείνη την πράσινη βλένη, που σκέπαζε το νερό, και γεμάτος βρύα..... 

Ο Γιάννης έχει μείνει άφωνος. Οταν ξαναβρίσκει τη φωνή του τινάζει τα χέρια του διάπλατα λέγοντας. 

— Μα πώς έγινε αυτό; 

Δεν προλαβαίνει να τελειώση τη φράση και με την κίνηση αυτή, χάνει την ισορροπία του και πέφτει και αυτός μέσα στο νερό από ψηλότερο σημείο αλλά σε βάθος, που φθάνει μέχρι τη μέση του…