05 September 2009

Του Αγίου Γρύφωνος...



Στο 8ο τεύχος του περιοδικού «Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ» δημοσιεύτηκε ένα αφιέρωμα στον Επτανήσιο σατιρικό ποιητή Ιωάννη Κολώνια και ειδικά στο ποίημά του με τίτλο «Το Εσώβρακον του Αγίου Γρύφωνος». Το αντιγράφουμε αυτούσιο με την άδεια του εκδότη κ. Μάριου Βερέττα που επιμελήθηκε την παρουσίαση και τα σχόλια:

Το Εσώβρακον του Αγίου Γρύφωνος


Στις Εκδόσεις «Περίπλους», του εκλεκτού συναδέλφου Διονύση Βίτσου, ανακαλύψαμε έναν θησαυρό: το σατιρικό ποίημα του Ιωάννη Κολώνια με τίτλο «Το Εσώβρακον του Αγίου Γρύφωνος».

Ο Ιωάννης Κολώνιας υπήρξε ένας αθυρόστομος σατιρικός ποιητής, που έζησε στα τέλη του 19
ου αιώνα στη Ζάκυνθο, την Αθήνα, την Καλαμάτα, και πέθανε αλκοολικός στις Καρυές του Άθωνα.

Το ποίημα «Το εσώβρακον του Αγίου Γρύφωνος» προέρχεται από τον Καζαμία του Ιωάννη Κολώνια, που κυκλοφόρησε την Πρωτοχρονιά του 1896. Τα παρακάτω αποσπάσματα αντιγράφηκαν από την έκδοση του «Περίπλου».
Ο ποιητής περιγράφει κατ’ αρχήν τον ήρωά του:

«Ιεροκήρυξ ξακουστός και ρήτωρ εκ των πρώτων
εγύριζεν σ΄Ανατολήν, Δύσιν, Βοράν και Νότον
κηρύττων με ευφράδειαν πολλήν και ευγλωτίαν
προτρέπων εις μετάνοιαν εκάστην κοινωνίαν.

Τους δε πιστούς εφείλκυε με τη ρητορικήν του
ως εφελκύει σίδηρον ο πόλος του μαγνήτου.
Είχε δε λείψανα πολλά οσίων και μαρτύρων
δια των πολλών θαυμάτων του τον θαυμασμόν ενσπείρων.

Και νόσους εθεράπευε πολλάς και μαλακίας
δια των λειψάνων του αυτών της θείας ενεργείας...»

Ώσπου έξαφνα ο θεός Έρως ετόξευσε ευθύβολα τον ρασοφόρο:

«Κηρύττων εκ του άμβωνος ο ρήτωρ διακρίνει,
σε πλήθος άλλων γυναικών, μια νιά σαν μπουγαρίνι.
Όσον κι αν είναι τις παπάς τ'ωραίον τον ελκύει
γιατί τα άνθη εις την γην ο πλαστουργός εκφύει,
βεβαίως ν'απολαύωμεν αυτών την ευωδίαν
να απολαύσει ήθελε κι εκείνος την κυρία...»

Η κυρία δεν είχε αντίρρηση κι ας ήταν παντρεμένη:

«Η νέα ήτο σύζυγος κόντε τινός ζαπλούτου,
την είδε, την ηγάπησε, έχασ’ ευθύς τον νού του.
Ήτο πτωχή! Τι προς αυτό αφού πονεί η καρδία!
τα πλούτη δεν μας φέρουνε τελείαν ευτυχία.

Έρως και αφοσίωσις, ομόνοια κ' ειρήνη
την ευτυχίαν φέρουσι παντού την ευφροσύνη...
Εκείνος την ελάτρευε την είχε 'κόνισμα του
το ίνδαλμα του βίου του, η τέρψις, η χαρά του.

Τον ηγαπούσε και αυτή, αλλ’ όσο μια γυναίκα!
Που έχει στην καρδίαν της χώρο για άλλους δέκα...»

Και ιδού η ευκαιρία της συνάντησης των δύο εραστών:

«Ο κόντες ετοιμάστηκε μίαν λαμπρά πρωία
να πάη εις το κτήμα του στην εξοχή μακρία...
Εκείνη: "Να περίστασις!" στην κουβερνάντα λέει,
διότι της ειχε προειπεί το πάθος που την καίει.
"Τρέξε αμέσως στου παπά, πόνοι με έχουν ζώσει
να φέρει τ’ άγια λείψανα ευθύς να με σταυρώσει"»


Ο παπάς βέβαια δεν άργησε να ανταποκριθεί. Κατέφθασε με τα λείψανα και τον διάκονό του. Ο ίδιος ανέλαβε τη «θεραπεία» της κοντέσας και ο διάκονος της καμαριέρας της. Δυστυχώς όμως:

«Πλην πριν να τελειώσουνε, πριν επανέλθ’ η τάξις,
ακούεται εις την αυλήν ο θόρυβος αμάξης.
Επέστρεφεν ο κύριος και βλέπων μαζευμένους
δούλους και δούλες στην αυλήν πολύ τεταραγμένους,

"Πώς τι συμβαίνει;" ερωτά. Κ’ εκείνοι: "Η κυρία
μόλις εφύγατ' έπαθεν σφοδρή κεφαλαλγία
κ' είναι επάνω ο παπάς αυτός και την σταυρώνει
με τ' άγιά του λείψανα να μαλαχθούν οι πόνοι"»

Ο κόντες έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα, όπου την τελευταία στιγμή ο παπάς πρόλαβε και ντύθηκε, ενώ η κοντέσα έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μόλις έφυγε ο ρασοφόρος με τη συνοδεία του, ο δύστυχος κόντες έσκυψε να χαϊδέψει την άρρωστη, αλλά κάτω από το προσκεφάλι της έκανε μια συνταρακτική ανακάλυψη:

«...πλην κάτω αφ' το προσκέφαλο εξείχον δυό κορδέλλαις.
Ταις τράβηξε κι απόρησε κ’ είχε μεγάλο δίκιο
γιατ' έβγαλ' ένα 'σώβρακο, πολύ μεγάλο, ανδρίκιο!»

Η μοιχαλίδα όμως δεν έχασε την ψυχραιμία της και εξήγησε αμέσως την παρουσία του ξένου ανδρικού εσώρουχου:

«Ως ότου το κεφάλι μου, ψυχή μου, μου περάσει
τώχει αφήσει ο παπάς τους πόνους να μου γιάνη
είναι τ’ Αγίου Γρύφωνος όπου για πόνους κάνει.

Είναι πολύ θαυματουργός αφού το σώβρακό του
αμέσως μ' εθεράπευσε, σκέψου το κόκκαλό του.
Ω! Αγιέ μου Γρύφωνα πολύ θα σε δοξάζω
και την αγίαν μνήμην σου με νήστεια θα γιορτάζω»

Στη συνέχεια, η κοντέσα ενημέρωσε κρυφά τον ρασοφόρο εραστή της, ο οποίος κατέφυγε στον ηγούμενο του μοναστηριού για συμπαράσταση. Κι εκείνος αφού τον συμβούλεψε να μην βγάζει ποτέ το σώβρακό του σε ξένα σπίτια:

«Αμέσως δίνει διαταγάς να ενδυθούν παπάδες,
Διακόνοι, εξαπτέρυγα, θυμιατά, λαμπάδες.
Διότι τ' αγίου Γρύφωνος το 'σώβρακο θα φέρουν
εις τον ναόν και με ωδάς και ύμνους θα γεραίρουν.

Όλη αυτή η ιερά λοιπόν ακολουθία
επήγανε στου δυστυχούς του κόντε την οικία.
Ανέρχεται ο 'γούμενος την κεφαλήν του γέρνει
και με πολλήν ευλάβειαν το εσωβράκι παίρνει.

Το έφερε να τ' ασπασθούν όσ' ήσαν παρησία
τ' ασπάζεται κι ο σύζυγος εν πίστει κ' ευλαβεία...»

Μ’ αυτό τον τρόπο, το σώβρακο του καπάτσου ερωτομανή παπά έγινε ιερό κειμήλιο, παρόμοιο ακριβώς με όλα τα άλλα που προσκυνούν και φιλούν ακόμη και σήμερα οι πιστοί σε Ανατολή και Δύση, προς μεγάλη ικανοποίηση των ρασοφόρων παράσιτων...