27 May 2012

Όσα παίρνει κι όσα... φέρνει ο άνεμος...

Ο  θείος  Φαίδωνας

της Ισμήνης

Ο θείο Φαίδωνας είναι αδελφός της μαμάς μου και μάλιστα ο αγαπημένος της αδελφός. Η μαμά μου έχει πεθάνει πριν πολλά χρόνια, αλλά μου είχε παραγγείλει έγκαιρα: να μου προσέχετε τον Φαίδωνα.
Όχι ότι ήτανε κανένα παιδαρέλι ο θείος, αλλά γεροντοπαλίκαρο  με τις δικές του απόψεις. Βέβαια, όσο είναι κανείς νέος ποτέ δεν σκέφτεται ότι μεγαλώνοντας έρχονται και τα δύσκολα.
Εντάξει δεν είναι ηλικιακά μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αλλά όσο νάναι την προσοχή του τη  θέλει. Έμενε σχετικά μακριά μου στην οδό Ηπείρου,  στο κέντρο των μεταναστών και της εγκληματικότητας τώρα.

Όταν  αγόρασε ο θείος το διαμερισματάκι του ήτανε από τις πιο καλές γειτονιές της Αθήνας, αλλά φευ, όπως πολλά άλλα πράγματα, με τα χρόνια και τις περίεργες καταστάσεις που ζούμε, κι αυτά αλλάζουν.
Ποιος θα το φανταζόταν ότι στο θαυμάσιο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Ηπείρου και  Πατησίων, το μέγαρο Λιβιεράτου (το Μέγαρο Λιβιεράτου είναι τώρα 102 χρόνων και ονομάζεται έτσι γιατί χτίστηκε για λογαριασμό του Κεφαλονίτη βιομήχανου Γεράσιμου Λιβιεράτου, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη),  θα το κατοικούσαν μετανάστες  και μάλιστα παράνομοι, με την ανοχή του κράτους και τον εκβιασμό πολιτικών κομμάτων; Τέλος πάντων!

Επειδή λοιπόν  η γειτονιά είναι λίαν επικίνδυνη,  αποφασίσαμε μετά από οικογενειακό συμβούλιο να πείσουμε τον θείο Φαίδωνα να μετακομίσει. Ο κράχτης ήμουνα εγώ, διότι  δίπλα σε μένα ξενοικιάστηκε ένα πολύ όμορφο διαμερισματάκι που για την περίπτωση ήταν ό,τι έπρεπε. Θα είμαστε μαζί και χώρια.
Από εδώ το φέραμε, από εκεί το πήγαμε, ο θείος ήταν ανένδοτος. Οπότε  βάλαμε τα μεγάλα μέσα, τον φοβίσαμε! Τον παίρναμε τηλέφωνο και το κλείναμε. Όποιος από εμάς ήτανε στην γειτονιά του, του χτύπαγε το κουδούνι, ακόμα και τις πιο ακατάλληλες ώρες.
Τελικά φοβήθηκε ο θείος ότι τον παρακολουθούν μαύρες και σκοτεινές δυνάμεις για να τον κλέψουν ή να τον απαγάγουν σαν τον Παναγόπουλο και επιτέλους αποφάσισε να μετακομίσει!

Κλείσαμε το σπίτι του και λίγο πολύ, ό,τι άχρηστο είχαμε, το βάλαμε μέσα - κοινώς το κάναμε αποθήκη. Αλλά ποιος νοικιάζει πια διαμέρισμα τώρα σε αυτές τις γειτονιές;
Εγκαταστάθηκε λοιπόν ο θείος και τελικά είναι περιχαρής, έχει παρεΐτσα, είναι ανεξάρτητος, ελεύθερος και ωραίος. Άσε που μια μέρα μου λέει:
— Βρε Ισμήνη, πως και δεν το σκεφθήκαμε  να μετακόμιζα νωρίτερα, αλλά και εκείνα τα χρυσά παιδιά, δεν έχω παράπονο! Όποτε τα φώναζα με συνοδεύανε στην Τράπεζα και δεν φοβόμουνα κανένα.
— Ωχ! είπα μέσα μου. Άντε  θειούλη μου και καλά σε έφερα εδώ, γιατί μπορεί σε λίγο να σε έβλεπα με  μπότες και μαστίγιο να τριγυρνάς στους δρόμους.
Δεν είναι δύσκολος ο θείος, παραγγέλνει φαγητό απ’ έξω, όταν του κάνει κέφι να γευθεί κάτι άλλο,  άσε που μου κάνει και ψώνια όταν δεν μπορώ εγώ. Τα ρούχα του στο καθαριστήριο  και τις εκδρομούλες του με τη λέσχη φιλίας (πρώη  ΚΑΠΗ  αλλά δεν το λέμε πλέον έτσι) μια χαρά είναι.
— «Να σου πω», μου λέει μια μέρα, μετά από πολύωρη παρακολούθηση των ειδήσεων και της  κινδυνολογίας περί εισόδου-εξόδου της Ελλάδος από την ΕΕ και το ευρώ, «όταν ήτανε να ενωθεί η Κρήτη με την Ελλάδα, οι Κρητικοί  ήτανε περιχαρείς γιατί νομίζανε ότι ήρθε η 2α παρουσία, μετά που τους μπήκε το αγγούρι κατάλαβαν τι πάθανε. Τα ίδια θα πάθουμε κι εμείς, απλά δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα».
— «Εντάξει θείε  αλλά αυτά ήτανε πριν τόσα χρόνια, τώρα τι συγκρίνεις;»
— «Είναι να μην συγκρίνω», μου απαντάει, «το 1913 με τα σημερινά μας χάλια και τον Ελευθέριο Βενιζέλο με αυτά τα σούργελα που βλέπω καθημερινά στην τηλεόραση;»
— «Καληνύχτα θείε», του λέω, «αύριο  ξημερώνει άλλη μέρα»!