Ένα παλαιότερο άρθρο (2004) του Νάσου Βαγενά, για να θυμηθούμε την αερολογία και κενολογία με την οποία βομβαρδιστήκαμε για κάποια χρόνια και τώρα φαίνεται να έχει κοπάσει - μέχρι να ανακαλύψουν νέους τρόπους για να λεηλατηθούν και πάλι τα ελλειμματικά πορτοφόλια μας.
Οταν η Ελλάδα υπέγραφε με τη ΔΟΕ το συμβόλαιο διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 γνώριζε ότι υπέγραφε ένα πρωτίστως εμπορικό συμβόλαιο. Γνώριζε ότι οι ρήτρες αυτού του συμβολαίου δεν επέτρεπαν «την επιστροφή του Ολυμπιακού Πνεύματος στη χώρα στην οποία γεννήθηκε»
Οχι, τα χρυσά μετάλλια που η Ελλάδα κατέκτησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας δεν είναι έξι. Είναι επτά. Το έβδομο, που είναι κατά χρονική σειρά το πρώτο, το είχαμε κερδίσει ήδη πριν από την έναρξη των Αγώνων, αδιάφορο αν η τελετή απονομής του δεν έχει ακόμη τελεστεί. Πρόκειται για το χρυσό μετάλλιο Ολυμπιακής Κενολογίας, το οποίο κατέκτησαν οι αρμόδιοι για τη διεξαγωγή των Αγώνων Ελληνες, πολιτικοί και μη.
Οτι «η τελική πράξη του θανάτου της Ολυμπιακής Ιδέας» θα ετελείτο «ακριβώς στη χώρα όπου η ιδέα αυτή γεννήθηκε» (όπως γράφαμε στο «Βήμα» της 28ης-9-1997), ήταν κάτι που, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα (1996), το έβλεπαν «ακόμη και τα μικρά παιδιά». Γεγονός που δεν εμπόδισε τον πρωθυπουργό του 1997 K. Σημίτη να χαιρετίσει την απόφαση ανάθεσης των Αγώνων του 2004 στην Αθήνα ως εξής: «Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 η Ελλάδα θα αναδείξει πλευρές της Ολυμπιακής Ιδέας που έχουν ξεχαστεί: την άμιλλα απέναντι στην εμπορευματοποίηση» (7.9.1997). Τη σκυτάλη παρέλαβε ο υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Ευ. Βενιζέλος, ο οποίος, υπογραμμίζοντας ότι «η Ελλάδα αντιλαμβάνεται τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ως ένα κατ' εξοχήν πολιτιστικό γεγονός», δήλωνε - και επαναδήλωνε έκτοτε - ότι «στόχος μας είναι να προβάλουμε την αυθεντικότητα των Αγώνων: την αναγωγή στις ιστορικές αφετηρίες του Ολυμπισμού» («Το Βήμα», 30.9.2001, η υπογράμμιση δική του).
* H κολυμβήθρα του Σιλωάμ
Τη λυρικότερη, βέβαια, επίδοση από τους αντιεμπορευματικούς σκυταλοδρόμους του ΠαΣοΚ σημείωσε ο υφυπουργός Αθλητισμού Γ. Λιάνης, ο οποίος σε εκδήλωση της νεολαίας του κόμματός του (13.11.2002) με θέμα την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας διαβεβαίωνε ευφρόσυνα ότι «η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που μπορεί να ξαναδώσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες το πραγματικό τους νόημα και να τους αποκαθάρει σαν σύγχρονη κολυμβήθρα του Σιλωάμ από την εμπορευματοποίηση»· διαβεβαίωση την οποία, παρά το κράξιμό του από τους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση (με το σύνθημα, μεταξύ άλλων: «Πάναφον και Κόκα-Κόλα / δώσ' τα όλα, δώσ' τα όλα», «Ελευθεροτυπία», 14.11.2002), ο υφυπουργός δεν έπαψε να επαναλαμβάνει.
Σχεδόν εξίσου ποιητικός υπήρξε και ο νυν αρχηγός του ΠαΣοΚ Γ. Παπανδρέου με την αφοπλιστική (εφάμιλλη των εφηβικών αναζητήσεων του ηλεκτρονικού ημερολογίου του - βλ. Πανδώρα, «Το Βήμα», Μάρτιος 2004) πρότασή του για σύναψη Ολυμπιακής Εκεχειρίας «σύμφωνα με το πνεύμα της αρχαίας Ολυμπιακής Εκεχειρίας» - πρόταση την οποία υπέγραψαν, μειδιώντες ασφαλώς, αρκετοί εκπρόσωποι μη εμπολέμων κρατών, αλλά και ο εμπόλεμος Τόνυ Μπλαιρ, χωρίς βέβαια να διακόψει τις πολεμικές επιχειρήσεις του στο Ιράκ.
Στο ίδιο μήκος ολυμπιακού κύματος ήταν συντονισμένη και η οργανωτική επιτροπή του «Αθήνα 2004», η οποία, διά χειλέων της προέδρου και του εντεταλμένου συμβούλου της, εσεμνύνετο για την επικείμενη επανασύνδεση με τα αρχαία ολυμπιακά ιδεώδη με δηλώσεις του τύπου: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας θα είναι μια τρανή απόδειξη ότι εμείς οι Ελληνες μπορούμε να αποδείξουμε ότι σεβόμαστε την κληρονομιά μας και ότι είμαστε ικανοί να περάσουμε το μήνυμα της αληθινής έννοιας των Αγώνων». Πρέπει να σημειωθεί ότι η καύχηση αυτή περιέχεται σε άρθρο του M. Σίμιτσεκ με τίτλο «Συμφέρει η χορηγία» («Ελευθεροτυπία», 22.4.2001), με το οποίο ο εντεταλμένος σύμβουλος ταύτιζε ευθαρσώς την εμπορική διαφήμιση με την αρχαία χορηγία και καλούσε τις ελληνικές εταιρείες «να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία [προφανώς αυτής της ταύτισης] για μεγιστοποίηση της εικόνας τους». Για τον λόγο αυτό, φαίνεται, η γιγαντοαφίσα του «Αθήνα 2004» που κατέκλυσε την Αττική (και τηλεοπτικώς την υφήλιο) έφερε το σύνθημα: «In the true spirit of the Games» («Με το αληθινό πνεύμα των Αγώνων»).
* Και η Νέα Δημοκρατία
Θα περίμενε κανείς, μετά τις διακηρύξεις της νέας κυβέρνησης περί πολιτικής σεμνότητος και σοβαρότητος και μετά το διαφημιστικό Γκουαντανάμο, στο οποίο είχαν ήδη, πριν από την έναρξή τους, μεταβληθεί οι Ολυμπιακοί της Αθήνας (ακόμη και η περιόδευση της Ολυμπιακής Φλόγας έγινε με την επίσημη συνοδεία της Coca-Cola), ότι η Νέα Δημοκρατία θα έβαζε στην άκρη το περί εξαγνισμού της Ολυμπιάδας της Αθήνας δοξαστικό τροπάριο. Αυτό όμως δεν συνέβη. Τη σκυτάλη θα παραλάβει ο νέος κυβερνητικός εκπρόσωπος, Θ. Ρουσόπουλος, ο οποίος στο επίσημο φυλλάδιο υποδοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες θα επισημάνει: «Ενας από τους κύριους στόχους μας, όταν αναλάβαμε τους Αγώνες, ήταν να τους επανασυνδέσουμε με τις κλασικές οικουμενικές αξίες του μέτρου, της αρμονίας, της ευγενούς άμιλλας, με άξονα τα οικουμενικά ιδανικά του Ολυμπισμού» (Ιούλιος 2004). Και επειδή είχε διαπιστώσει ότι η επανασύνδεση αυτή είχε ήδη στο μεταξύ επιτευχθεί, η ΝΔ με απόφαση της υπουργού Παιδείας M. Γιαννάκου καθιέρωσε (την 5η-8-2004) ως «μόνιμα διδασκόμενο το μάθημα της Ολυμπιακής Παιδείας από το σχολικό έτος 2005-2006» («Το Βήμα», 6.8.2004), μάθημα που θα διδάσκεται «από τους καθηγητές της Ολυμπιακής Παιδείας» (υποθέτω ότι ανάμεσα σε αυτούς θα συγκαταλέγεται και ο M. Σίμιτσεκ, και ότι το περιεχόμενο του μαθήματος θα καθορίζεται με τη βοήθεια του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου).
* Το «άτεγκτο συμβόλαιο»
Οταν η Ελλάδα υπέγραφε με τη ΔΟΕ το συμβόλαιο διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 γνώριζε ότι υπέγραφε ένα πρωτίστως εμπορικό συμβόλαιο. Γνώριζε ότι οι ρήτρες αυτού του συμβολαίου δεν επέτρεπαν «την επιστροφή του Ολυμπιακού Πνεύματος στη χώρα στην οποία γεννήθηκε». Και επειδή αυτό το γνώριζαν, όπως είπαμε, και τα μικρά παιδιά, οι Ελληνες αρμόδιοι, πολιτικοί και μη, γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να τους κατηγορήσει κανείς επειδή δεν θα κατόρθωναν να κάνουν δυνατόν το αδύνατον. Πράγμα, ωστόσο, που δεν τους εμπόδισε να διακηρύττουν το αντίθετο.
Μιλώντας με τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους της εποχής μας, θα λέγαμε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν «εκσυγχρονιστεί». Ως πλήρως πλέον εκσυγχρονισμένοι, δηλαδή εμπορευματοποιημένοι (με όλα όσα συνεπάγεται αυτό), οι Αγώνες της Αθήνας υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχείς, γεγονός που θα πρέπει να μας χαροποιεί. Ομως ο επίσημος ελληνικός λόγος που τους περιέβαλλε υπήρξε ανεπιτυχέστατος. H αιτία γι' αυτό δεν είναι βέβαια ο ελληνικός εθνικισμός, όπως θα έσπευδαν να εξηγήσουν οι υπερβολικά προοδευτικοί Ελληνες διανοούμενοι. Είναι η ελληνική επιπολαιότητα. Αλήθεια, πόσο στα σοβαρά μπορεί να πάρει κανείς πολιτικούς όπως ο πρώην αρμόδιος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες υφυπουργός, ο οποίος ως έναν μήνα πριν από την έναρξη των Αγώνων επανελάμβανε επί λέξει από τα τηλεοπτικά παράθυρα τα περί Ελλάδος ως ολυμπιακής κολυμβήθρας του Σιλωάμ; Χρειάστηκε να συμβεί το τροχαίο Κεντέρη - Θάνου για να αντιληφθεί ο Γ. Λιάνης το νέο περιεχόμενο της Ολυμπιακής Ιδέας και να δηλώσει:
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και
Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.