22 November 2006

Η αντιπαλότητα των εκκλησιαστικών «πατέρων» προς τον Ελληνισμό...

...
Η φίλη penguin-witch έγραψε σε σχόλιό της εδώ για το θέμα του Κοσμά Αιτωλού που έθεσα κάποια ερωτήματα, ότι διαφαίνεται πως «κατά κανόνα δεν ήταν θρησκευτικά τα κίνητρα που οδήγησαν στις θανατώσεις (χριστιανών). Οικογενειακές βεντέτες, "ανοιχτοί λογαριασμοί", πολιτικές σκοπιμότητες και βεντέτες, ακόμα και ερωτική εκδίκηση φαίνονται καθαρά κάτω από το "για του Χριστού την πίστη την αγία".» Θεωρώ σωστή αυτή την τοποθέτηση και έχω σε κάποιο άλλο κείμενό μου γενικεύσει αυτή την ιδέα ως εξής:

Προσπαθώντας να ερμηνεύσω το μίσος των εκκλησιαστικών «πατέρων» κατά του ελληνικού πολιτισμού και των εκπροσώπων του, διαπιστώνω ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι υβριστές, και εχθροί του Ελληνισμού εκείνη την εποχή, επιφανείς πατέρες και απολογητές του χριστιανισμού, όπως επίσης οι απόστολοι και ισαπόστολοί του, δεν ήταν Έλληνες και, σχεδόν όλοι, είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε εξωελληνικό περιβάλλον. Προέρχονταν ουσιαστικά από τους ανατολικούς λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και, το σημαντικότερο, ήταν τέκνα του ανατολικού μεταφυσικού μυστικισμού.

Ήταν βέβαια ελληνόφωνοι όλοι αυτοί οι διανοούμενοι αλλά ήταν τόσο Έλληνες, όσο είναι σήμερα Εγγλέζοι οι κάτοικοι των Ινδιών και του Πακιστάν ή των νησιών της Καραϊβικής που συνεννοούνται μεταξύ τους αγγλικά! Οι σημαντικότεροι εξ αυτών που βρίσκονταν στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είχαν γνωρίσει τον ελληνικό ορθολογικό ανθρωποκεντρισμό ως ξένη ιδεολογία και τον είχαν σπουδάσει στις σχολές της εποχής, στις οποίες διδάσκονταν ο Όμηρος και οι Αθηναίοι φιλόσοφοι. Η «μη ελληνικότητά» τους δεν αποτελεί καταρχάς αρνητικό στοιχείο, εξηγεί όμως γιατί είχαν λόγους να είναι αντίθετοι ή και εχθρικοί προς μια ξένη γι' αυτούς κοσμοαντίληψη.

Δεν θα ήταν άτοπο λοιπόν να εκτιμήσουμε ότι, η εχθρική στάση αυτών των πατέρων του χριστιανισμού απέναντι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δεν είχε σχεδόν καθόλου θρησκευτικά αίτια και δεν ήταν ανεξάρτητη από πολιτικά κινήματα της εποχής και επιδιώξεις διαφόρων κοινωνικών και εθνικών ομάδων. Οι Ελληνίζοντες είχαν κατά τη μέση και ύστερη Αρχαιότητα σαφή πολιτισμική υπεροχή και η ευχέρειά τους για παρεμβάσεις και επιρροή στα κέντρα εξουσίας, στο παλάτι και στο στρατό, όπου παίρνονταν οι ουσιαστικές αποφάσεις, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες από αυτές άλλων εθνικών και κοινωνικών ομάδων, ανερχόμενων και/ή μονίμως παραμελημένων. Αυτές οι παρεμβάσεις των Ελληνιζόντων, συγκλητικών και ανεξάρτητων διανοουμένων, είχαν δε απώτερο σταθερό στόχο την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος και την προώθηση κάποιων, προφανώς ασαφών, μοντέλων συμμετοχής, σε ανάμνηση της λειτουργίας των ελληνικών πόλεων.

Σήμερα, δεν είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε, κρίνοντας αναδρομικά, ότι οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας χειραγωγούνταν πολιτισμικά και για πολλούς αιώνες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, με τους οποίους όμως δεν μοιράζονταν συνείδηση κοινής ιστορίας. Αργότερα επεβλήθησαν σ' αυτούς τους λαούς βιαίως οι αντιλήψεις και πρακτικές των Ελλήνων, αρχικά στη μακεδονική και αργότερα στη ρωμαϊκή εκδοχή τους, με τις διαστρεβλώσεις και τους πολλαπλούς εκφυλισμούς που είχαν εντωμεταξύ υποστεί αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές.

Η επιβαρημένη συλλογική ιστορική μνήμη αξιοποιήθηκε από τους διανοούμενους αυτών των λαών κατά των Ελληνιζόντων και των έργων του ελληνικού πολιτισμού, όταν στις δεκαετίες της ύστερης Αρχαιότητας δόθηκε η πολιτική ευκαιρία με την εμπέδωση της απολυταρχικής «ελέω θεού» εξουσίας. Ως όχημα για την εθνική και προσωπική ανέλιξη των αντιπάλων του Ελληνισμού, αφού γαι φιλοσοφική και επιστημονική ανάδειξη δεν υπήρχε το απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο και πιθανόν δεν ήταν διαθέσιμα και το απαιτούμεν ιστορικό βάθος για σχετική πνευματική δημιουργία, αξιοποιήθηκε μία επίσης ξενόφερτη ιδεολογία, η νέα θρησκεία με ιουδαϊκή καταγωγή και με εργαλείο επιβολής την ισχύ των ρωμαϊκών όπλων. Αυτή η, από τη μονοθεϊστική φύση της, ολοκληρωτική ιδεολογία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ρωμαϊκής εξουσίας για διατήρηση της συνοχής του κράτους και μακροημέρευση του εκάστοτε αυτοκράτορα στην κορυφή του, οδήγησε σε αγαστή συνεργασία κράτους και εκκλησίας, τη λεγόμενη «συναλληλία».

Το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι από τους «πατέρες» του χριστιανισμού είχαν ελληνική παιδεία και γνώριζαν επαρκώς τη φιλοσοφία δεν απαντάει σε κανένα από τα προαναφερόμενα ερωτήματα. Η ιδέα ότι όποιος έχει μελετήσει κάτι το εκτιμάει επίσης, είναι προφανώς άστοχη. Ίσως δε η βαθιά γνώση της ελληνο-ρωμαϊκής φιλοσοφίας να δημιουργούσε και εντονότερη αντιπάθεια, λόγω φθόνου ή απελπισίας για έλλειψη αντεπιχειρημάτων. Να μην παραβλεφθεί επίσης η ύπαρξη αισθημάτων εκδίκησης για όσα πραγματικά ή νομιζόμενα δεινά είχαν υποστεί οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο από τις επιδρομές των Μακεδόνων και των Ρωμαίων.

Ειδικά στις αρχές του 21ου αιώνα αντιμετωπίζουμε το φαινομενικά παράδοξο, άτομα αραβικής ή ινδο-πακιστανικής καταγωγής που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σπούδασαν σε δυτικό περιβάλλον (Βρετανία, ΗΠΑ) να «θυσιάζονται» για θρησκευτικούς λόγους, σπέρνοντας το θάνατο και σε δεκάδες άλλους συνανθρώπους τους. Το φαινόμενο δε, ακόμα και Ελλήνων που φοιτούν σε δυτικές χώρες, να επιστρέφουν στην πατρίδα τους και να συκοφαντούν, συχνά με αισθήματα μίσους τη χώρα και το λαό που τους φιλοξένησε στα χρόνια των σπουδών τους, κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι. Εκτιμούμε ότι κύριος παράγοντας γι' αυτά τα χάσματα είναι, αφενός οι πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες δεν καλύπτονται με κάποια πρόωρη οικονομική άνοδο, αλλά απαιτούν μακρόχρονη εμπέδωση σε κλίμακα γενεών και, αφετέρου, η απουσία μηχανισμού παροχής συστηματικής παιδείας, τότε λόγω της γενικότερης πολιτισμικής υποβάθμισης και τώρα λόγω απορρίψεώς του από θρησκευτικούς φονταμενταλιστές, κυρίως στους μωαμεθανικούς κύκλους, αλλά και σε διάφορους νεο-ορθόδοξους (Ζουράρις, Γιανναράς, Καραμπελιάς κλπ.)

Η προτεραιότητα του εθνικού και κοινωνικού στόχου έναντι του θρησκευτικού επιβεβαιώνεται και από τη συμπεριφορά των διανοουμένων χριστιανών στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας (Λιβύη, Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία, Ανατολία κ.ά.), οι οποίοι έβλεπαν ότι το νέο σχήμα λειτουργίας του κράτους, με ενωτική ιδεολογία το χριστιανισμό, άφηνε τους λαούς τους εκτός επιρροής στην κεντρική εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι σ' αυτές ακριβώς τις χώρες διαδίδονταν εύκολα οι «αιρέσεις» με συνήθως ασήμαντες διαφοροποιήσεις από τα κεντρικά θρησκευτικά δόγματα. Διάφοροι γνωστικισμοί, μοντανισμός, μανιχαϊσμός, απολλιναρισμός, αρειανισμός, μονο- ή μιοφυσιτισμός, μεσαλιανισμός, νεστοριανισμός, δονατισμός κ.ά. ήταν δοξασίες και αιρέσεις που δημιουργήθηκαν και/ή εξαπλώθηκαν στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ανατολία, τη Μεσοποταμία, την Περσία κ.α. Αποτέλεσμα αυτών των διαφοροποιήσεων και, ουσιαστικά, αποσχιστικών κινημάτων, ήταν να υφίστανται αυτοί οι λαοί, αρχικά την «πνευματική» εχθρότητα της Ρώμης και της Κων/πολης, στη συνέχεια δε στρατιωτική καταπίεση, διώξεις και σφαγές.

Έτσι, όταν εξασθένησε η επιρροή της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές τους και ήρθε στο προσκήνιο ο μωαμεθανισμός, προσχώρησαν οι λαοί της τότε βυζαντινής περιφέρειας με ευκολία στη νέα θρησκεία η οποία, αφενός ήταν προσαρμοσμένη πολύ καλύτερα στις συνθήκες ζωής και ανάγκες αυτών των πληθυσμών και, αφετέρου, δεν απείχε πολύ από τη χριστιανική ή, όπως γράφει ο Runciman («Η Βυζαντινή Θεοκρατία»): «Η πίστη που κήρυττε ο Μωάμεθ ήταν εγγύτερα στη δική τους (των Μονοφυσιτών) απ' ότι η Ορθοδοξία της Χαλκιδόνας...». Μια νέα θρησκεία αποτέλεσε λοιπόν και σ' αυή την περίπτωση όχημα για τη μετάβαση στην καινούργια εποχή με μεγαλύτερη δυνατότητα επιρροής των παραμελημένων εθνικών και κοινωνικών ομάδων της αυτοκρατορίας (K. Deschner: «Kriminalgeschichte des Christentums»).


Σίγουρα, αυτές οι θέσεις ξεφεύγουν από το συγκεκριμένο θέμα που έθεσε η φίλη penguin-witch, θεώρησα όμως ότι δεν είναι άστοχο να τις επαναφέρω προς προβληματισμό