(του Πέτρου Μανταίου, Ελευθεροτυπία, 7/6/2010)
Δεν θυμάμαι πότε πρωτάκουσα ελληνική κυβέρνηση, ζορισμένη από τα οικονομικά, να μιλάει για «εκποίηση», «αξιοποίηση» ή «αποκρατικοποίηση» δημόσιας περιουσίας ή εταιρείας.
Πρέπει να πήγαινα... νηπιαγωγείο. Στο δημοτικό, παραλίγο να βουλιάξει την κρατική τηλεφωνία η πολύκροτη «υπόθεση Βουλπιώτη-Ζίμενς»! Στο γυμνάσιο, η κρατική ΤΑΕ έγινε ιδιωτική Ολυμπιακή, που, αργότερα, η επανακρατικοποίησή της άγνωστο πόσο στοίχισε στις πολυετίες προστιθέμενων ζημιών. Συγχρόνως, οι κρατικοί σιδηρόδρομοι (ΣΕΚ και ΣΠΑΠ) έμπαιναν σε τροχιά ιδιωτικοποίησης, που πραγματοποιήθηκε αργότερα με απόλυτη αδιαφάνεια, για να ξαναγίνουν κρατικοί (ΟΣΕ) σε πλήρη συσκότιση. Στο πανεπιστήμιο, εν τέλει, μάθαμε ότι το Δημόσιο επενδύει, εκεί όπου ο ιδιώτης αποφεύγει, και κρατικοποιεί ό,τι ο ιδιώτης... μπαχαλοποιεί, για να το αποκρατικοποιήσει μόλις το νοικοκυρέψει.
Τέλος πάντων, δεν υπάρχει κυβέρνηση, ιδίως της μεταπολίτευσης (που συνεχίζεται η ρημάδα, έως ότου κάνει τη χώρα... καλοκαιρινή), που να μην μπήκε στον... πειρασμό «αξιοποίησης» είτε «αποκρατικοποίησης» δημόσιας περιουσίας ή εταιρείας. Οπως και -στο ίδιο διάστημα- δεν υπάρχει κυβέρνηση που να επιχείρησε και να κατόρθωσε πλήρη, με έγκυρα στοιχεία, καταγραφή της δημόσιας περιουσίας ή των εταιρειών δημοσίου συμφέροντος, απόλυτου είτε συμμετοχικού. Ούτε αναφέρθηκαν ποτέ χειρισμοί που πραγματοποίησαν, σε ανάλογα ζητήματα, άλλες χώρες και πώς εξελίχθηκαν.
Ας τα καταγράψουν πρώτα, ώστε να γνωρίζει ο «πωλών» πόσα «κουλούρια» έχει ο «νταβάς», και μετά βγαίνει στο παζάρι. Διότι, όταν μόνο τα καταπατημένα δημόσια κτήματα υπολογίζονται σε... 89.000 και ο υπουργός Οικονομικών βεβαιώνει («Ε» 3/6) ότι «υπάρχουν και ακίνητα του Δημοσίου που είναι αυθαίρετα». Τότε... ψωνίσαμε από σβέρκο. Εκτός, εάν ο καβγάς (οι κροτίδες λάμψης...) γίνεται για παπλώματα που λέγονται... Ελληνικό ή Τατόι και άλλα ανάλογα ευπώλητα φιλετάκια. Οπότε, έτσι αποκρατικοποιεί και η κουτσή Μαρία.