[...]
Είχε καταφέρει να φέρει σε πέρας το πιο απίθανο, το πιο καταπληκτικό ίσως επιστημονικό επίτευγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και δεν μπόρεσε να μη θριαμβολογήσει. Δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα, τη μια στιγμή να βρίσκεται στο καταθλιπτικό, υπόγειο εργαστήριό του στην καρδιά της πολύβουης πόλης τους και, δευτερόλεπτα αργότερα, να βρίσκεται σ’ εκείνον τον παράδεισο, ογδόντα χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας. Ο τηλεμεταφορέας του είχε δουλέψει στην εντέλεια. Το όνειρο της τηλεκίνησης είχε γίνει πραγματικότητα. Εκατό χρόνια πριν, οι επιστήμονες είχαν προσπαθήσει μερικές φορές να το καταφέρουν, όλες όμως οι προσπάθειές τους είχαν καταλήξει σε αποτυχία. Οι επιπτώσεις από τα πειράματα που είχαν δοκιμάσει, ήταν οδυνηρές, και σε ορισμένες περιπτώσεις εντελώς καταστροφικές, κι αυτό τους είχε αποθαρρύνει να επιμείνουν στην εξεύρεση τρόπου λύσης ενός επιστημονικού προβλήματος, το οποίο πάντως είχε δείξει ότι υπήρχαν ελπίδες πραγματοποίησής του.
Εκείνος όμως είχε αποφασίσει να προσπαθήσει να λύσει το γόρδιο δεσμό, που έδενε τα χέρια των επιστημόνων και οδηγούσε τις προσπάθειες τους σε αποτυχία, και τα είχε καταφέρει. Είχε μελετήσει επισταμένως τις θεωρίες που είχαν κατά καιρούς διατυπωθεί, είχε ανατρέξει στα πειράματα που είχαν γίνει στο παρελθόν και του είχε κεντριστεί το ενδιαφέρον στο έπακρο. Αναλογιζόμενος τα οφέλη για τον άνθρωπο από ένα τέτοιο σπουδαίο επίτευγμα, το είχε θεωρήσει αναγκαίο να το επιχειρήσει. Το είχε πάρει πολύ ζεστά, το είχε κάνει τρόπο ζωής και δεν θα το σταματούσε, ακόμα κι αν διαπίστωνε ότι κινδύνευε η ίδια του η ζωή. Στο βωμό της επιτυχίας, είχε θυσιάσει έξι ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του, είχε στερηθεί κυριολεκτικά τα πάντα, το αποτέλεσμα όμως δικαίωσε αυτήν την ακραία και επικίνδυνη επιλογή του. Είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του ότι θα τα κατάφερνε και το κέρδισε πανηγυρικά.
Ο Ρας χάιδεψε τον τηλεμεταφορέα του, που βρισκόταν προσαρμοσμένος στη φαρδιά, δερμάτινη ζώνη του, και κοίταξε για μια ακόμα φορά τα πολυτελή σπίτια των εφοπλιστών. Σε άλλη περίπτωση ίσως να τα ζήλευε, αλλά τώρα όχι. Ήξερε καλά ότι, με την καινούρια καταπληκτική εφεύρεσή του, μπορούσε να αποκτήσει ό, τι ήθελε. Του δινόταν η δυνατότητα να εκπληρώσει όποια υλική του ανάγκη επιθυμούσε. Αρχικά σκέφτηκε να την κοινοποιήσει στην επιστημονική κοινότητα και στη συνέχεια να την πουλήσει σε όποιον έδειχνε ενδιαφέρον, αναλογιζόμενος όμως ότι πίσω από κάθε συντεχνία κρύβονταν μεγάλα και άνομα συμφέροντα, το μετάνιωσε. Ίσως ανακοίνωνε το επίτευγμά του αργότερα. Θα έβλεπε αν και πότε θα το έκανε, προς το παρόν όμως θα το χρησιμοποιούσε για δικό του όφελος. Δεν είχε καμιά όρεξη να το αντίκριζε να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάποιους επιτήδειους, ίσως μάλιστα μόνο για κανένα ξεροκόμματο. Δεν παιδεύτηκε επί μια ολόκληρη εξαετία, για να καρπωθούν άλλοι τους κόπους και τις θυσίες του. Είχε χάσει πολλά όλο αυτό το χρονικό διάστημα και ήθελε να τα πάρει πίσω. Τα χρωστούσε στον εαυτό του, τα δικαιούνταν.
Γνώριζε πλέον με ποιον τρόπο μπορούσε να το πραγματοποιήσει, δεν είχε όμως σκοπό να αδικήσει κάποιον αθώο. Έπλασε νοερά ένα σχέδιο δράσης και θα το έβαζε αμέσως σε εφαρμογή. Θα έκανε υφαρπαγή μαύρου, βρώμικου χρήματος. Δεν θα το έπαιρνε από τους φτωχούς και τους τίμιους, οι οποίοι άλλωστε δεν το διέθεταν. Θα το αφαιρούσε από εκείνους που είχαν πολλά και οι οποίοι τα είχαν αποκτήσει με ανέντιμα μέσα. Θα ξεκινούσε μάλιστα από έναν γνωστό επιχειρηματία, ο οποίος στο παρελθόν είχε χρηματίσει κυβερνητικό στέλεχος και είχε ρημάξει το δημόσιο χρήμα. Και ο άνθρωπος αυτός, μετά τη λήξη της θητείας του και με την ανοχή βέβαια του σάπιου πολιτικού συστήματος, αντί να βρεθεί πίσω από τα κάγκελα κάποιας φυλακής, είχε μεταβληθεί σε έναν πανίσχυρο και πάμπλουτο επιχειρηματία. Όλοι γνώριζαν ότι η κινητήρια δύναμη που τον είχε οδηγήσει στη δημιουργία της οικονομικής του αυτοκρατορίας ήταν τα χρήματα των φορολογουμένων, κανένας όμως από τους αρμόδιους δεν είχε τολμήσει να τον αγγίξει.