Το υποκατάστατο της ελλείπουσας ελληνικής παιδείας
(του Κώστα Ε. Μπέη, Ελευθεροτυπία, 28/3/2007)
Το Σάββατο, για πρώτη φορά, παρακολούθησα στην τηλεόραση όλη την πλοκή ποδοσφαιρικού αγώνα. Αυτού των εθνικών ομάδων Τουρκίας - Ελλάδας. Είδα λοιπόν τις ασχημίες των οπαδών του φερόμενου ως ελληνικού φίλαθλου πνεύματος, όπως είδα και το πλήθος από αντίτυπα του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, που άλλοι ευέξαπτοι έκαψαν μπροστά στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Κρούσματα, όλ' αυτά, που αποπνέουν τη νοοτροπία, την οποία μας κληροδότησε η πριν από 17 αιώνες εισβολή του υστερικού πάθους της εγγύς Ανατολής. Καμώματα όσων αδυνατούν να εκφράζουν τις αντιθέσεις των με λόγο. Τον λόγο, ως εκφορά σκέψεων, και τον λόγο ως έμφρονη συμμετοχή σε σοβαρό διάλογο. Ακουσα ακόμη το Σάββατο τις από θρόνου πολιτικές διακηρύξεις νεόκοπου αρχιερέα, καθώς αδικούσε το καλό του όνομα. Ομως με ανακούφιση στη συνέχεια επικεντρώθηκε η προσοχή μου στη σεμνή παρουσία του αρχιεπισκόπου Αμερικής Δημητρίου κατά την τελετή της ελληνικής παλιγγενεσίας στον Λευκό Οίκο. Αυτά, και άλλα παρόμοια, είναι στιγμιότυπα από τη σύγχρονη Ελλάδα, καθώς η συνετή πλειοψηφία περιορίζεται στο να βλέπει, ν' ακούει και να σιωπά.
Οφείλω εξ αρχής να σημειώσω ότι δεν έχω ξεφυλλίσει το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Ούτε χρόνο μήτε παιδαγωγική εμπειρία έχω και πολύ περισσότερο μου λείπει η νομιμοποίηση για τέτοια ενασχόληση. Περιορίζομαι λοιπόν στις ακόλουθες λιτές παραδοχές:
Το λάθος, λοιπόν, που πολλοί καταλόγισαν στο νέο βιβλίο της Ιστορίας, αναφορικά με τη σταθερή συνέχεια του καθαρού αίματος των Ελλήνων, είναι αβάσιμο:
Πήρε στα ισχυρά χέρια του τον Ελληνισμό, ένα κομμάτι ατόφιο μάλαμα, και το 'κανε χρυσόσκονη, που το εξανέμισε στα πέρατα της οικουμένης. Και οι μεν βάρβαροι της Ασίας φωτίστηκαν, όμως ο Ελληνισμός έχασε τις εγγενείς του δυνάμεις αντίστασης. Με αποτέλεσμα, από τη Δύση μεν να υποστεί τη βάναυση ρωμαϊκή κατάκτηση, ενώ από την Ανατολή να υποστεί την ακάθεκτη εισβολή των τρομολάγνων μύθων της Ασίας.
Βεβαίως, ο Ελληνισμός προσπάθησε ν' αντισταθεί σ' αυτήν την πολιτισμική εισβολή. Με έσχατους προμάχους τον Πλωτίνο, τον Ιουλιανό και τον Λιβάνιο. Είναι ακόμη αλήθεια ότι, ήδη από τον δέκατο αιώνα και μ' αφορμή τη συνεχώς επιδεινούμενη αντιπαλότητα με τη λατινική Δύση, άρχισε και στο Βυζάντιο σοβαρή στροφή προς την ελληνική φιλοσοφία, ιδίως την πλατωνική.
Όμως οι λέξεις «εξαθλίωση» και «αποκτήνωση» είναι πολύ φτωχές για να προσδιορίσουν τον εκπεσμό της Αθήνας. Πολύ περισσότερο, των άλλων ελλαδικών περιοχών. Αρκεί να διαβάσει κάποιος όσα με επανειλημμένες επιστολές απόγνωσης διεκτραγωδούσε ο λόγιος Μιχαήλ Χωνιάτης (1182-1204), όταν κατέφθασε στην Αθήνα, ως επίσκοπος του κοπρώνα, που τότε συγκροτούσε το άλλοτε παλλάδιο της σοφίας και των τεχνών. Κι όμως εδώ, στην κυρίως Ελλάδα, δεν είχαμε ακόμη ξεπέσει στο έσχατο όριο της παρακμής.
Με είχε προ ετών ρωτήσει διαπρεπής Αυστριακός συνάδελφος, με εδραία γνώση της ελληνικής Ιστορίας καθώς και με αγνά φιλελληνικά συναισθήματα, αν, αναφορικά με την επιβίωση του Ελληνισμού, μέσα από την περιπέτεια του Μεσαίωνα, θεωρούσα την οθωμανική τυραννία χειρότερη απειλή από εκείνην της Φραγκοκρατίας. Οι εκτιμήσεις μας συνέπιπταν. Οσο βαρειά κι αν είναι η παραδοχή, οι φανατικοί Ανθενωτικοί της Κερκόπορτας ήταν (οι αθεόφοβοι!) πιο διορατικοί: Καλύτερα το τουρκικό φακιόλι παρά η παπική τιάρα! Διαφορετικά, θα είχαμε καταντήσει ανερμάτιστοι Φραγκολεβαντίνοι...
Οταν, στην εποχή μας, καταφερόμαστε εναντίον του σκοταδισμού και των αντιαισθητικών κρουσμάτων κάποιων εραστών της εκκλησιαστικής ηγεμονίας, είναι λάθος να παραβλέπουμε ότι, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι ιερές χριστιανικές ακολουθίες, τις οποίες ασφαλώς με καημό και κατάνυξη τελούσαν οι τότε ημιμαθείς ιερείς, διαφύλαξαν μέσα στις στάχτες άσβεστους τους πυρήνες του ελληνικού πνεύματος.
Μέσ' απ' αυτήν τη διαδικασία, καθώς και με τα ελληνικά χριστιανικά ονόματα που έδιναν κατά τη βάπτιση στα παιδιά τους, διατήρησαν οι ραγιάδες τη σπίθα της ελληνικής συνείδησης και το όραμα της παλιγγενεσίας.
Μέσ' απ' αυτήν τη διαδικασία εξελληνίστηκαν σταδιακά και όσοι Αρβανίτες, Βλάχοι ή Σλάβοι είχαν από αιώνων εγκατασταθεί στα δικά μας χέρσα χώματα. Κάτι πολύ πιο σημαντικό. Σ' αυτούς τους μισόσβηστους πυρήνες μεταλαμπάδευσαν οι Ελληνες της Διασποράς τα νάματα του Διαφωτισμού. Και από άθλιους Ρωμιούς και καταφρονεμένους Γκρεκούς μπόρεσαν και μας ανέδειξαν εκ νέου σε Ελληνες. Αυτούς τους Ελληνες, των οποίων το προγονικό κλέος έλαμψε απ' το '21 ώς τον επάρατο Διχασμό, με κάποιες μεταγενέστερες αναλαμπές αντίστασης στον Αξονα και στην εσωτερική Κατοχή.
Οφείλω εξ αρχής να σημειώσω ότι δεν έχω ξεφυλλίσει το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Ούτε χρόνο μήτε παιδαγωγική εμπειρία έχω και πολύ περισσότερο μου λείπει η νομιμοποίηση για τέτοια ενασχόληση. Περιορίζομαι λοιπόν στις ακόλουθες λιτές παραδοχές:
- Οτι δεν έχω συναντήσει βιβλία που να μην έχουν ελλείψεις. Ακόμη και δικά μου βιβλία, όταν τα ξαναπιάνω στα χέρια μου, με απόσταση χρόνου, μελαγχολώ, καθώς συνειδητοποιώ πόσες αξιόλογες διαστάσεις είχαν διαφύγει την προσοχή μου, όταν έγραφα.
- Οτι, σε μη ευκαταφρόνητη έκταση, αναξιόπιστα ήταν και τα βιβλία Ιστορίας με τα οποία γαλουχηθήκαμε στα σχολεία η δική μου γενιά, καθώς κι εκείνη των παιδιών μου, έτσι ώστε να μη δικαιολογείται ο ορυμαγδός για όποιες ατέλειες του νέου βιβλίου.
- Και ότι η εκ μέρους των αναγνωστών προσέγγιση ενός νέου βιβλίου άλλες εντυπώσεις αφήνει με την πρώτη ανάγνωση και άλλες όταν αργότερα το ξαναδιαβάζουμε με απόσταση.
Το λάθος, λοιπόν, που πολλοί καταλόγισαν στο νέο βιβλίο της Ιστορίας, αναφορικά με τη σταθερή συνέχεια του καθαρού αίματος των Ελλήνων, είναι αβάσιμο:
- Πρώτον, αφού οι Ελληνες δεν καθιερώθηκαν ιστορικά με το καθαρό αίμα τους, κατά το πρότυπο καύχησης της χιτλερικής Γερμανίας για το καθαρό αίμα των Τευτόνων. Η ελληνικότητα είχε και έχει πνευματική διάσταση. Και
- Δεύτερον, αφού η ιστορική αλήθεια δεν μπορεί ν' αποκρύπτεται, αναφορικά με τους 16 αιώνες που μεσολάβησαν από τους διωγμούς των ελληνικών ιερών (ήδη από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, Θεοδόσιο), καθώς και από το βίαιο κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών περιλαμβανομένης και της Ακαδημίας του Πλάτωνα (από τον Ιουστινιανό) έως την ίδρυση της νέας ελληνικής πολιτείας.
Πήρε στα ισχυρά χέρια του τον Ελληνισμό, ένα κομμάτι ατόφιο μάλαμα, και το 'κανε χρυσόσκονη, που το εξανέμισε στα πέρατα της οικουμένης. Και οι μεν βάρβαροι της Ασίας φωτίστηκαν, όμως ο Ελληνισμός έχασε τις εγγενείς του δυνάμεις αντίστασης. Με αποτέλεσμα, από τη Δύση μεν να υποστεί τη βάναυση ρωμαϊκή κατάκτηση, ενώ από την Ανατολή να υποστεί την ακάθεκτη εισβολή των τρομολάγνων μύθων της Ασίας.
Βεβαίως, ο Ελληνισμός προσπάθησε ν' αντισταθεί σ' αυτήν την πολιτισμική εισβολή. Με έσχατους προμάχους τον Πλωτίνο, τον Ιουλιανό και τον Λιβάνιο. Είναι ακόμη αλήθεια ότι, ήδη από τον δέκατο αιώνα και μ' αφορμή τη συνεχώς επιδεινούμενη αντιπαλότητα με τη λατινική Δύση, άρχισε και στο Βυζάντιο σοβαρή στροφή προς την ελληνική φιλοσοφία, ιδίως την πλατωνική.
Όμως οι λέξεις «εξαθλίωση» και «αποκτήνωση» είναι πολύ φτωχές για να προσδιορίσουν τον εκπεσμό της Αθήνας. Πολύ περισσότερο, των άλλων ελλαδικών περιοχών. Αρκεί να διαβάσει κάποιος όσα με επανειλημμένες επιστολές απόγνωσης διεκτραγωδούσε ο λόγιος Μιχαήλ Χωνιάτης (1182-1204), όταν κατέφθασε στην Αθήνα, ως επίσκοπος του κοπρώνα, που τότε συγκροτούσε το άλλοτε παλλάδιο της σοφίας και των τεχνών. Κι όμως εδώ, στην κυρίως Ελλάδα, δεν είχαμε ακόμη ξεπέσει στο έσχατο όριο της παρακμής.
Με είχε προ ετών ρωτήσει διαπρεπής Αυστριακός συνάδελφος, με εδραία γνώση της ελληνικής Ιστορίας καθώς και με αγνά φιλελληνικά συναισθήματα, αν, αναφορικά με την επιβίωση του Ελληνισμού, μέσα από την περιπέτεια του Μεσαίωνα, θεωρούσα την οθωμανική τυραννία χειρότερη απειλή από εκείνην της Φραγκοκρατίας. Οι εκτιμήσεις μας συνέπιπταν. Οσο βαρειά κι αν είναι η παραδοχή, οι φανατικοί Ανθενωτικοί της Κερκόπορτας ήταν (οι αθεόφοβοι!) πιο διορατικοί: Καλύτερα το τουρκικό φακιόλι παρά η παπική τιάρα! Διαφορετικά, θα είχαμε καταντήσει ανερμάτιστοι Φραγκολεβαντίνοι...
Οταν, στην εποχή μας, καταφερόμαστε εναντίον του σκοταδισμού και των αντιαισθητικών κρουσμάτων κάποιων εραστών της εκκλησιαστικής ηγεμονίας, είναι λάθος να παραβλέπουμε ότι, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι ιερές χριστιανικές ακολουθίες, τις οποίες ασφαλώς με καημό και κατάνυξη τελούσαν οι τότε ημιμαθείς ιερείς, διαφύλαξαν μέσα στις στάχτες άσβεστους τους πυρήνες του ελληνικού πνεύματος.
Μέσ' απ' αυτήν τη διαδικασία, καθώς και με τα ελληνικά χριστιανικά ονόματα που έδιναν κατά τη βάπτιση στα παιδιά τους, διατήρησαν οι ραγιάδες τη σπίθα της ελληνικής συνείδησης και το όραμα της παλιγγενεσίας.
Μέσ' απ' αυτήν τη διαδικασία εξελληνίστηκαν σταδιακά και όσοι Αρβανίτες, Βλάχοι ή Σλάβοι είχαν από αιώνων εγκατασταθεί στα δικά μας χέρσα χώματα. Κάτι πολύ πιο σημαντικό. Σ' αυτούς τους μισόσβηστους πυρήνες μεταλαμπάδευσαν οι Ελληνες της Διασποράς τα νάματα του Διαφωτισμού. Και από άθλιους Ρωμιούς και καταφρονεμένους Γκρεκούς μπόρεσαν και μας ανέδειξαν εκ νέου σε Ελληνες. Αυτούς τους Ελληνες, των οποίων το προγονικό κλέος έλαμψε απ' το '21 ώς τον επάρατο Διχασμό, με κάποιες μεταγενέστερες αναλαμπές αντίστασης στον Αξονα και στην εσωτερική Κατοχή.
(1) Ηρόδοτος, 8.144.14-16: το δε Ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα.
(2) Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 39.1-6
(3) Ο.π.50.1-8: και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Ελληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας