της Ισμήνης
Να ένα ταξίδι αλλιώτικο! Οχρίδα! Ένα ταξίδι στο εξωτερικό, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, ένα ταξίδι όμως που δεν σου δίνει αυτή την αίσθηση. Παρ' όλο που βγαίνεις από τα σύνορα, νομίζεις ότι το ελληνικό έδαφος προεκτείνεται, σε ακολουθεί και τελικά δεν το εγκαταλείπεις. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Τις περιοχές αυτές τις γνωρίσαμε ως σημαντικές επαρχίες του βυζαντινού κράτους, όπου διαδόθηκε ο χριστιανισμός, από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο και όπου ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος πολέμησε ηρωικά.
Αναχωρούμε πολύ πρωί, τα χιλιόμετρα πολλά και πρέπει να είμαστε το βράδυ στον προορισμό μας. Λαμία, Λάρισα, Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Σέρβια. Το τοπίο διακόπτει ο Αλιάκμονας ποταμός που ολόκληρος κυλά επί ελληνικού εδάφους και απλώνεται εντυπωσιακός και επιβλητικός.
Συνεχίσαμε με μια στάση για φαγητό στην Πτολεμαΐδα, μία από τις πιο μολυσμένες περιβαλλοντικά πόλεις της Ελλάδος και σε λίγο περάσαμε τα σύνορα από το φυλάκιο της Νίκης. Ανάμεικτα τα συναισθήματα. Ένας Μέγας Αλέξανδρος μας υποδέχεται φορώντας κάτι σαν φουστανέλα και μια τεράστια ταμπέλα που γράφει MACEDONIA. Σκόπια τα λέμε εμείς, FYROM-Μακεδονία αυτοί. Στην επιστροφή ένας ίδιος Μ. Αλέξανδρος και μια ίδια ταμπέλα μας αποχαιρετά.
Απόγευμα φτάσαμε στην πόλη της Οχρίδας και στο ξενοδοχείο μας που βρισκόταν στην όχθη της λίμνης. Η λίμνη Οχρίδα είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων (2770 km μήκος, 2 km πλάτος και 286 m βάθος), μοιάζει με θάλασσα και τη διαρρέει ο ποταμός Δρίνος (Ντριμ). Στην αρχαιότητα η λίμνη ονομαζόταν Λυχνίτης αλλά πήρε το όνομα της παρακείμενης πόλης Οχρίδος ή Αχρίδος. Είναι πανέμορφη λίμνη με ολοκάθαρα νερά και αποτελεί πηγή ζωής για όσους κατοικούν στις όχθες της. Το κεντρικό κομμάτι της πόλης μοιάζει με μουσείο, με τα πλακόστρωτα δρομάκια και τα παλιά σπίτια, αλλά κυρίως λόγω των μοναστηριών και των εκκλησιών της βυζαντινής εποχής.
Ο ξεναγός μας ήταν κυβερνητικός. Όπως μας είπε, 2ης ή 3ης γενιάς από Έλληνες γονείς, μιλούσε σπασμένα και ξεψυχισμένα ελληνικά τα οποία μετά κόπου προσπαθούσαμε να καταλάβουμε. Δυστυχώς δεν είχαμε άλλη επιλογή, διότι ήτανε πολύ αυστηρές οι εντολές. Πάντως εμείς ακούγαμε αυτά που μας έλεγε (όπως τα έλεγε ή για να κυριολεκτήσω, όπως του είχανε μάθει να τα λέει), αλλά καταγράψαμε στην μνήμη μας τα ιστορικά ενδιαφέροντα και όχι η πολιτική γραμμή του Κράτους των Σκοπίων.
Η Αγία Σοφία με την καθήμενη Παναγία στην κόγχη του ιερού εντυπωσιάζει. Ο Άγιος Παντελεήμων που ξανακτίσθηκε στη θέση του παλιότερου, βρίσκεται λίγο ψηλότερα, μέσα σε ένα χώρο που ακόμα διαμορφώνεται. Ο Άγιος Κλήμης ανήκει στην Παλαιολόγειο εποχή, θεωρείται δε ότι ολοκληρώθηκε στο τέλος του 13ου αιώνα. Ο ναός ήταν μέρος του μεγάλου Μοναστηριού που ίδρυσε ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Κλήμης, μαθητής του Κύριλλου και Μεθόδιου, όταν εστάλη να διαδώσει τον χριστιανισμό στη Μακεδονία. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ίδρυσε την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Ο Ναός υπήρξε Μητρόπολη και οι αδελφοί Αστραπάδες, Μιχαήλ και Ευτύχιος, δημιούργησαν ένα νέο τρόπο διακόσμησης που ξέφυγε από τις ανατολικές επιδράσεις. Τοιχογραφίες με σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου, τη Γέννηση της και τα παιδικά της χρόνια, τον Ευαγγελισμό κ.α κοσμούν το βόρειο και νότιο τοίχο, ενώ μια μεγάλη Κοίμηση καλύπτει τον Δυτικό. Στην κόγχη η Θεοτόκος δέεται πάνω από τη παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων. Υπάρχουν ακόμα συγκινητικές σκηνές από τη ζωή του Χριστού, όπως του Πόντιου Πιλάτου ή η σκηνή του Γολγοθά «και επί τον ιματισμών μου έβαλον κλήρο». Η θρησκευτικότητα συμβαδίζει με την καλλιτεχνία απλώνοντας μπροστά στα μάτια μας μοναδικά κομμάτια από τους δύο καλλιτέχνες.
Στη νότια πλευρά της λίμνης ο Όσιος Ναούμ του 10ου αιώνα βρίσκεται σε ένα μοναδικό περιβάλλον. Το πράσινο γύρω, το γαλάζιο της λίμνης και οι κομψές αρχιτεκτονικές γραμμές του μνημείου προκαλούν τον θαυμασμό. Οι περισσότεροι ναοί, προφανώς, κτισμένοι στα ερείπια αρχαίων ναών και ιερών, όπως φαίνεται στην πρώτη φωτογραφία, και μάλλον με τα υλικά από την κατεδάφισή τους.
Το μοναστήρι του Ιβάν Μπιγκόρσκι, Αγίου Ιωάννου Προδρόμου απέχει αρκετά χιλιόμετρα από την πόλη, αλλά η διαδρομή μέχρι εκεί είναι μοναδικού κάλους. Το φαράγγι Ραντίτσα αφήνει τον ταξιδιώτη άφωνο. Οι καταπράσινοι λόφοι καθρεφτίζονται στα ακίνητα, θαρρείς, νερά του ποταμού Ντριμ και δίνουν εικόνες συγκλονιστικές. Είναι από τις στιγμές που πιστεύεις ότι τα μάτια σου δεν μπορούν να συλλάβουν την ομορφιά στο σύνολό της.
Αλλά εκτός από τις μονές, τα τείχη της πόλης δίνουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα να έχει από ψηλά τη γενική άποψή της και να φαντασθεί την ακμή της, όταν ήταν έδρα των Τσάρων και Βουλγάρων. Στον πεζόδρομο της πόλης το αδιαχώρητο, κόσμος ψωνίζει και κάνει βόλτες. Άμα ξεκόψεις όμως από τον κεντρικό δρόμο σε πιάνει η ψυχή σου, από την φτώχια και την βρώμα. Κάπως έτσι θα πρέπει να ήτανε και η Αθήνα την δεκαετία του '50.
Ακούμε σλαβικές γλώσσες, τις έχουμε συνηθίσει πια και κάπου-κάπου σπασμένα ελληνικά. Σαν ράτσα οι άνθρωποι είναι ανακατεμένοι, άλλοι ψηλοί και ξανθοί, άλλοι κοντοί με άγρια χαρακτηριστικά. Το ίδιο και στη Στρούγκα, στα βόρεια της λίμνης με το ποτάμι να κόβει στα 2 την πόλη.
Στην επιστροφή σταματήσαμε στη Βίτολα ή Μοναστήριον όπως την ξέραμε εμείς από τα σχολικά μας βιβλία. Η αρχαία Ηράκλεια ή Λυγκηστική. Όμορφη πόλη και λαμπερή στον πρωινό ήλιο μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Χτίστηκε από τον Φίλιππο τον Β', στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και γνώρισε μεγάλη ακμή, καθώς βρισκόταν πάνω στη διάβαση που αποτέλεσε αργότερα την Εγνατία οδό. Στα νεώτερα χρόνια, η πόλη ήταν ελληνική. Στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν σημαντικό εμπορικό και εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής με Ελληνικό Γυμνάσιο, εφημερίδα, Ελληνικό Γυμναστικό Σύλλογο, Θέατρο και διακεκριμένους πνευματικούς ανθρώπους, ποιητές, διηγηματογράφους, εκδότες με σημαντικότερο τον μακεδονομάχο Γ. Μόδη, δικηγόρο, πολιτικό, αλλά κυρίως τροβαδούρο του Μακεδονικού Αγώνα.
Η οικονομική ακμή βοήθησε την πνευματική άνθηση και τη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς, όπως στην φωτογραφία. Επιφανέστεροι εκπρόσωπο οι αδελφοί Μανάκια (Μανάκη αρχικά) που γεννήθηκαν σε ένα βλαχοχώρι της Δυτικής Μακεδονίας, την Αβδέλλα. Στις αρχές του 20ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήριον και ασχολήθηκαν με τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο, στον οποίο θεωρούνται σκαπανείς για τα Βαλκάνια. Την πρώτη ταινία που γύρισαν στην Αβδέλα με τίτλο «Υφάντρες» είχαν πρωταγωνίστρια την 117 ετών γιαγιά τους. Σήμερα, στον πεζόδρομο της πόλης δεσπόζει το μεγάλο κτίριο με το σχετικό άγαλμα, που θυμίζει την ιστορία των 2 πρωτοπόρων.
Με ανάμεικτα συναισθήματα περνάμε τα σύνορα και μπαίνουμε στην Ελλάδα που αντίστροφα τώρα μας φαίνεται σαν προέκταση των Σκοπίων.
Καλημέρα Ελλάδα!