ΓΕΜΑΤΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΣΜΟΝΕΣ, ΕΝΟΧΕΣ, ΜΟΝΑΞΙΑ
της Ισμήνης
4. ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Πρωί, ανοίγεις το ένα μάτι και μετά το ξανακλείνεις. Μένεις ασάλευτος στο κρεβάτι και προσπαθείς να συναρμολογήσεις το μυαλό σου που είναι σαν κομματάκια του παζλ. Τί μέρα είναι, τί ώρα είναι, πού βρίσκομαι. Κοιτάς το ρολόι, 9 η ώρα και … φτου, πάλι άργησα στο γραφείο, άντε να δω τι δικαιολογία θα πω!
Μισοσηκώνεσαι, πατάς το ένα πόδι στο πάτωμα ψάχνοντας την παντόφλα, η επαφή με το κρύο σε συνεφέρει. Όχι γαμώτο, είναι Σάββατο σήμερα, πάλι την έπαθα. Ξαναξαπλώνεις, σκεπάζεσαι με το πάπλωμα, κουλουριάζεσαι σαν έμβρυο, απλώνεις το χέρι σου στην θέση δίπλα σου…άδεια… καλύτερα σκέφτεσαι, είναι δική μου η μέρα, δικό μου το Σαββατοκύριακο!
Μετά από 2 ώρες ψευτοΰπνο, χουζούρι και διαγώνια τεντώματα στο κρεβάτι, σαν το κυρίαρχο αρσενικό που οριοθετεί την περιοχή του, αποφασίζεις να σηκωθείς. Φτιάχνεις καφέ και απολαμβάνεις το πρώτο τσιγάρο της ημέρας - στο γραφείο θα έκανες ήδη το δέκατο. Αλλά σήμερα είναι Σάββατο, άλλη μέρα, οι τόνοι πέφτουν, ο καθορισμένος βηματισμός χάνει τον ρυθμό του, όλοι οι ρυθμοί επιβραδύνονται.
Το κόστος των τηλεφωνημάτων είναι πιο φθηνό, οι λεωφορειόδρομοι δεν ισχύουν, τα δρομολόγια της συγκοινωνίας αραιώνουν, βρίσκεις ταξί, τα μαγαζιά κλείνουν πιο νωρίς, οι δημόσιες υπηρεσίες δεν λειτουργούν, οι τράπεζες είναι κλειστές, οι ουρές στα ΑΤΜ είναι απίστευτες.
Ντύνεσαι και βγαίνεις έξω στους γεμάτους κόσμο δρόμους, σαν καλό εργένης πας στο Σούπερ-Μάρκετ για να κάνεις τα ψώνια της εβδομάδος, παρασυρόμενος από όλες εκείνες στις άχρηστες προσφορές που σε δελεάζουν στο μάτι και αδειάζουν το πορτοφόλι σου. Γυρνάς στο σπίτι και απλώνεις την πραμάτεια σου περιχαρής στον πάγκο της κουζίνας και τοποθετείς τα πράγματα με τάξη μέσα στα ήδη γεμάτα ντουλάπια από τις προσφορές του περασμένου μηνός.
Χτυπάει το τηλέφωνο και η μελιστάλαχτη φωνή της μαμάς σου λέει: καλημέρα αγόρι μου, δεν σε ξύπνησα, ε; Μην ξεχάσεις να είσαι εδώ αύριο, στη 1 το μεσημέρι. Θα είναι και ο θείος Φαίδων που ξέρεις ότι έχει την συγκεκριμένη του ώρα για φαγητό. Κανονίζεις τη βραδινή σου έξοδο, αντιπαρέρχεσαι την γκρίνια της κοπέλας σου - καλά δεν θα πάμε για καφέ;
Κατεβαίνεις με τα πόδια μέχρι το Σύνταγμα μέσα από τον Εθνικό κήπο, στέκεσαι μπροστά στην πρώην λίμνη με τις πάπιες και αναπολείς την εποχή που τις κυνηγούσες και είχες πέσει μέσα στα νερά, εισπράττοντας ένα χεράκι ξύλο στον μουσκεμένο ποπό σου!
Στέκεσαι μπροστά στην αλλαγή φρουράς στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και γίνεσαι ένα με τους τουρίστες και τους μαθητές σχολικής εκδρομής από την επαρχία. Πίνεις τον καφέ σου στο Clemente, αναπολώντας το ατμοσφαιρικό Brazilian. Απαραίτητη στάση, πριν την επιστροφή, στα υπαίθρια περίπτερα της πλατείας Συντάγματος για την αγορά των κυριακάτικων εφημερίδων, που θα διαβαστούν αύριο, 1 κιλό ζυγίζει σχεδόν η κάθε μια.
Η Κυριακή σε βρίσκει αγουροξυπνημένο μετά το απαραίτητο ξενύχτι, ντύνεσαι βιαστικά με το ένα μάτι στους τίτλους των εφημερίδων - δεν πρόλαβες να ρίξεις ούτε μια ματιά - το άλλο στο ρολόι (ο θείος Φαίδων τρώει στη 1), μια γουλιά καφέ και μια τζούρα, έτσι για να στανιάρεις λιγάκι.
Φτάνεις σπίτι στο πατρικό, σε υποδέχονται με αγκαλιές και φιλιά, η μαμά σου κάνει ένα, «αμάν… επιτέλους», δείχνοντας με τον δείκτη του χεριού της το ρολόι στον καρπό της. Το τραπέζι έχει στρωθεί , κάθεσαι εκεί που είναι πάντα η θέση του «παιδιού», η 18χρονη αδελφή σου μουτρωμένη που την ξύπνησαν από τη μια το μεσημέρι (χαράματα), δεν βλέπει την ώρα να τελειώνει αυτό το βασανιστήριο, να πάει για καφέ.
Ο παππούς έχει την τιμητική του, η συνάντηση των τριών γενεών του δίνει το προβάδισμα . Έρχεται το ψητό του φούρνου, μπροστά σου ένα πιάτο με μουσακά που η μαμά φύλαξε για το «παιδί» που τόσο του αρέσει, η σαλάτα, η φέτα, η ρετσίνα, το φρούτο, το γλυκό.
Το οικογενειακό τραπέζι την Κυριακή το μεσημέρι είναι μια γνήσια ελληνική αξία, κάτι σαν τα τραγούδια της Δόμνας Σαμίου και τους χορούς της Δώρας Στράτου. Εγκαταλείπεις τον υπέροχο ύπνο σου για να είσαι τη συγκεκριμένη ώρα στο συγκεκριμένο μέρος, να φιλήσεις τον θείο Φαίδωνα που είναι καλεσμένος για να σε δει, δεν πίνεις όσο σου κάνει κέφι, δεν ανάβεις τσιγάρο μετά το φαγητό, γιατί τέσσερα ζευγάρια μάτια σε κοιτούν επικριτικά, ακούς για πολλοστή φορά τη φράση «πότε θα τακτοποιηθείς επιτέλους, πότε θα παντρευτείς, τα χρόνια περνάνε».
Ακούς σαν απόηχο τα νέα και το ιατρικό δελτίο της οικογένειας. Μετά το τέλος του φαγητού και το μισάωρο της ευγένειας, φεύγεις, με την υπόσχεση της επομένης Κυριακής και ένα αιρούμενο «θα δούμε … δεν ξέρω … μπορεί να πάω εκδρομή».
Ανάσα λιγάκι, κάθε Κυριακή τόσα χρόνια πια. Είναι όμως κάποια πράγματα που καταλαβαίνεις την πραγματική τους αξία, μόνο όταν περάσει πολύς καιρός. Όσο είσαι μικρός, σου φαίνονται ανούσια και βαρετά. Στο γύρισμα των χρόνων καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό ήταν, το φυλαγμένο πιάτο μουσακά και η δική σου κρατημένη θέση, πάντα με περίσσια αγάπη, στο οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής!
Μισοσηκώνεσαι, πατάς το ένα πόδι στο πάτωμα ψάχνοντας την παντόφλα, η επαφή με το κρύο σε συνεφέρει. Όχι γαμώτο, είναι Σάββατο σήμερα, πάλι την έπαθα. Ξαναξαπλώνεις, σκεπάζεσαι με το πάπλωμα, κουλουριάζεσαι σαν έμβρυο, απλώνεις το χέρι σου στην θέση δίπλα σου…άδεια… καλύτερα σκέφτεσαι, είναι δική μου η μέρα, δικό μου το Σαββατοκύριακο!
Μετά από 2 ώρες ψευτοΰπνο, χουζούρι και διαγώνια τεντώματα στο κρεβάτι, σαν το κυρίαρχο αρσενικό που οριοθετεί την περιοχή του, αποφασίζεις να σηκωθείς. Φτιάχνεις καφέ και απολαμβάνεις το πρώτο τσιγάρο της ημέρας - στο γραφείο θα έκανες ήδη το δέκατο. Αλλά σήμερα είναι Σάββατο, άλλη μέρα, οι τόνοι πέφτουν, ο καθορισμένος βηματισμός χάνει τον ρυθμό του, όλοι οι ρυθμοί επιβραδύνονται.
Το κόστος των τηλεφωνημάτων είναι πιο φθηνό, οι λεωφορειόδρομοι δεν ισχύουν, τα δρομολόγια της συγκοινωνίας αραιώνουν, βρίσκεις ταξί, τα μαγαζιά κλείνουν πιο νωρίς, οι δημόσιες υπηρεσίες δεν λειτουργούν, οι τράπεζες είναι κλειστές, οι ουρές στα ΑΤΜ είναι απίστευτες.
Ντύνεσαι και βγαίνεις έξω στους γεμάτους κόσμο δρόμους, σαν καλό εργένης πας στο Σούπερ-Μάρκετ για να κάνεις τα ψώνια της εβδομάδος, παρασυρόμενος από όλες εκείνες στις άχρηστες προσφορές που σε δελεάζουν στο μάτι και αδειάζουν το πορτοφόλι σου. Γυρνάς στο σπίτι και απλώνεις την πραμάτεια σου περιχαρής στον πάγκο της κουζίνας και τοποθετείς τα πράγματα με τάξη μέσα στα ήδη γεμάτα ντουλάπια από τις προσφορές του περασμένου μηνός.
Χτυπάει το τηλέφωνο και η μελιστάλαχτη φωνή της μαμάς σου λέει: καλημέρα αγόρι μου, δεν σε ξύπνησα, ε; Μην ξεχάσεις να είσαι εδώ αύριο, στη 1 το μεσημέρι. Θα είναι και ο θείος Φαίδων που ξέρεις ότι έχει την συγκεκριμένη του ώρα για φαγητό. Κανονίζεις τη βραδινή σου έξοδο, αντιπαρέρχεσαι την γκρίνια της κοπέλας σου - καλά δεν θα πάμε για καφέ;
Κατεβαίνεις με τα πόδια μέχρι το Σύνταγμα μέσα από τον Εθνικό κήπο, στέκεσαι μπροστά στην πρώην λίμνη με τις πάπιες και αναπολείς την εποχή που τις κυνηγούσες και είχες πέσει μέσα στα νερά, εισπράττοντας ένα χεράκι ξύλο στον μουσκεμένο ποπό σου!
Στέκεσαι μπροστά στην αλλαγή φρουράς στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και γίνεσαι ένα με τους τουρίστες και τους μαθητές σχολικής εκδρομής από την επαρχία. Πίνεις τον καφέ σου στο Clemente, αναπολώντας το ατμοσφαιρικό Brazilian. Απαραίτητη στάση, πριν την επιστροφή, στα υπαίθρια περίπτερα της πλατείας Συντάγματος για την αγορά των κυριακάτικων εφημερίδων, που θα διαβαστούν αύριο, 1 κιλό ζυγίζει σχεδόν η κάθε μια.
Η Κυριακή σε βρίσκει αγουροξυπνημένο μετά το απαραίτητο ξενύχτι, ντύνεσαι βιαστικά με το ένα μάτι στους τίτλους των εφημερίδων - δεν πρόλαβες να ρίξεις ούτε μια ματιά - το άλλο στο ρολόι (ο θείος Φαίδων τρώει στη 1), μια γουλιά καφέ και μια τζούρα, έτσι για να στανιάρεις λιγάκι.
Φτάνεις σπίτι στο πατρικό, σε υποδέχονται με αγκαλιές και φιλιά, η μαμά σου κάνει ένα, «αμάν… επιτέλους», δείχνοντας με τον δείκτη του χεριού της το ρολόι στον καρπό της. Το τραπέζι έχει στρωθεί , κάθεσαι εκεί που είναι πάντα η θέση του «παιδιού», η 18χρονη αδελφή σου μουτρωμένη που την ξύπνησαν από τη μια το μεσημέρι (χαράματα), δεν βλέπει την ώρα να τελειώνει αυτό το βασανιστήριο, να πάει για καφέ.
Ο παππούς έχει την τιμητική του, η συνάντηση των τριών γενεών του δίνει το προβάδισμα . Έρχεται το ψητό του φούρνου, μπροστά σου ένα πιάτο με μουσακά που η μαμά φύλαξε για το «παιδί» που τόσο του αρέσει, η σαλάτα, η φέτα, η ρετσίνα, το φρούτο, το γλυκό.
Το οικογενειακό τραπέζι την Κυριακή το μεσημέρι είναι μια γνήσια ελληνική αξία, κάτι σαν τα τραγούδια της Δόμνας Σαμίου και τους χορούς της Δώρας Στράτου. Εγκαταλείπεις τον υπέροχο ύπνο σου για να είσαι τη συγκεκριμένη ώρα στο συγκεκριμένο μέρος, να φιλήσεις τον θείο Φαίδωνα που είναι καλεσμένος για να σε δει, δεν πίνεις όσο σου κάνει κέφι, δεν ανάβεις τσιγάρο μετά το φαγητό, γιατί τέσσερα ζευγάρια μάτια σε κοιτούν επικριτικά, ακούς για πολλοστή φορά τη φράση «πότε θα τακτοποιηθείς επιτέλους, πότε θα παντρευτείς, τα χρόνια περνάνε».
Ακούς σαν απόηχο τα νέα και το ιατρικό δελτίο της οικογένειας. Μετά το τέλος του φαγητού και το μισάωρο της ευγένειας, φεύγεις, με την υπόσχεση της επομένης Κυριακής και ένα αιρούμενο «θα δούμε … δεν ξέρω … μπορεί να πάω εκδρομή».
Ανάσα λιγάκι, κάθε Κυριακή τόσα χρόνια πια. Είναι όμως κάποια πράγματα που καταλαβαίνεις την πραγματική τους αξία, μόνο όταν περάσει πολύς καιρός. Όσο είσαι μικρός, σου φαίνονται ανούσια και βαρετά. Στο γύρισμα των χρόνων καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό ήταν, το φυλαγμένο πιάτο μουσακά και η δική σου κρατημένη θέση, πάντα με περίσσια αγάπη, στο οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής!