(Ευθ. Φοίβος Παναγιωτίδης, επ. καθηγ.
γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο
Κύπρου Καθημερινή, 14/6/2009)
γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο
Κύπρου Καθημερινή, 14/6/2009)
Aκούγεται κάθε τόσο, ακόμα και από σοβαρούς ανθρώπους, ότι η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του κόσμου, διότι διαθέτει λεξιλόγιο τουλάχιστον 5.000.000 λέξεων. Αυτή την τερατολογία την έχει καταρρίψει μεθοδικά κι εμπεριστατωμένα ο Νίκος Σαραντάκος και στο βιβλίο του «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» και στον ιστότοπό του (http://www.sarantakos.com/), οπότε δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω όσα γράφει εκεί. Εδώ απλώς θα σκιαγραφήσω πόσο εξωπραγματικός είναι ο ισχυρισμός, ιδίως στο στόμα ανθρώπων με μόρφωση.
Πρώτα πρώτα, όταν λέμε «λέξη», εννοούμε το λήμμα, όχι το δείγμα (token). Έτσι, όσα δείγματα της λέξης «και» κι αν περιέχει αυτό το κείμενο, για σκοπούς λεξιλογίου εμείς θα μετρήσουμε ένα μόνο δείγμα: μία λέξη. Επίσης, όταν το λήμμα κλίνεται, πάλι θα μετρήσουμε μία λέξη: λ.χ. δεν θα μετρήσουμε τους τέσσερις τύπους του λήμματος «γάτα» (γάτα, γάτας, γάτες, γατών) ως τέσσερις λέξεις. Με άλλα λόγια, όταν μετράμε το μέγεθος λεξιλογίων, μετράμε λήμματα, όχι τύπους. Αλλιώς, γλώσσες όπως η τουρκική, με την ευελιξία κι ευχέρειά της να κατασκευάζει τύπους, θα είχε δεκάδες εκατομμύρια λέξεις.
Μένουμε λοιπόν στα λήμματα και προχωρούμε στο ότι ένας αναλφάβητος ενήλικος, είτε προέρχεται από κοινωνία τροφοσυλλεκτών είτε από μεταβιομηχανική κοινωνία, ξέρει περί τις 40.000 λέξεις. Οπωσδήποτε, το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη περιέχει διαφορετικού είδους λέξεις από αυτό του μεταβιομηχανικού ανθρώπου: λ.χ. εκεί όπου ο τροφοσυλλέκτης έχει ονόματα για κοινωνικές δραστηριότητες της ομάδας που ανήκει, ο μεταβιομηχανικός αναλφάβητος θα έχει τις λέξεις «Βουλή», «εφάπαξ», «αστυνομία», «απεργία» κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η σούμα βγαίνει εκεί κάπου στα 40.000 λήμματα.
Αναπόφευκτα, ο αλφαβητισμός και η εκπαίδευση αυξάνουν το ενδιάθετο λεξιλόγιο μέχρι και τρεις φορές, αφού προσφέρουν πρόσβαση στον γραπτό λόγο και, άρα, σε πλήθος λέξεων. Αν το σκεφτεί κανείς, 120.000 λήμματα είναι πολλά: άλλωστε, ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ περιέχει περί τα 35.000 λήμματα. Ακόμα πιο κοντά μας, η ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο έως την Άλωση, μία περίοδο περίπου 24 αιώνων, αριθμεί περίπου 160.000 λήμματα στον Thesaurus Linguae Graecae. Τέλος πάντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσταση από το 160.000 μέχρι τα όποια εκατομμύρια είναι αγεφύρωτη.
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τη λογιστική περί λέξεων (λεξιλογιστική;), προχωρώντας σε ένα θέμα ουσίας: Άραγε είναι πλουσιότερη η αγγλική επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του frustration; Είναι η ελληνική πλουσιότερη επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του φιλότιμου; Όχι. Τελικά όταν μιλάμε για τον πλούτο μιας γλώσσας, μιλάμε για τον πλούτο των κειμένων που είναι γραμμένα σε αυτήν. Στο κάτω κάτω, το γλωσσικό σύστημα δεν είναι παρά γραμματικοί κανόνες και λέξεις. Έτσι, το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής δεν βρίσκεται ούτε στο μέγεθος του λεξιλογίου της, ούτε σε επιμέρους λέξεις όπως «αλετρίβανος» και «τοιγαρούν», ούτε καν σε λέξεις όπως «μένος», «εντελέχεια» ή «λόγος». Μεγαλείο, δύναμη και βάθος βρίσκονται σε κάποια κείμενα (και στα νοήματα, στις εντυπώσεις, στους κόσμους τους) που γράφτηκαν στα ελληνικά.
Παρότι δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις γλώσσες, υπάρχουν όμως μεγαλειώδη κείμενα, κείμενα δουλεμένα από ευφυείς, ευρηματικούς -ή απλώς φιλόπονους- στοχαστές και εργάτες του λόγου. Αυτοί δουλεύουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλουν η γραμματική και το (εκτενές ή μη) λεξιλόγιο της γλώσσας τους.
Πρώτα πρώτα, όταν λέμε «λέξη», εννοούμε το λήμμα, όχι το δείγμα (token). Έτσι, όσα δείγματα της λέξης «και» κι αν περιέχει αυτό το κείμενο, για σκοπούς λεξιλογίου εμείς θα μετρήσουμε ένα μόνο δείγμα: μία λέξη. Επίσης, όταν το λήμμα κλίνεται, πάλι θα μετρήσουμε μία λέξη: λ.χ. δεν θα μετρήσουμε τους τέσσερις τύπους του λήμματος «γάτα» (γάτα, γάτας, γάτες, γατών) ως τέσσερις λέξεις. Με άλλα λόγια, όταν μετράμε το μέγεθος λεξιλογίων, μετράμε λήμματα, όχι τύπους. Αλλιώς, γλώσσες όπως η τουρκική, με την ευελιξία κι ευχέρειά της να κατασκευάζει τύπους, θα είχε δεκάδες εκατομμύρια λέξεις.
Μένουμε λοιπόν στα λήμματα και προχωρούμε στο ότι ένας αναλφάβητος ενήλικος, είτε προέρχεται από κοινωνία τροφοσυλλεκτών είτε από μεταβιομηχανική κοινωνία, ξέρει περί τις 40.000 λέξεις. Οπωσδήποτε, το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη περιέχει διαφορετικού είδους λέξεις από αυτό του μεταβιομηχανικού ανθρώπου: λ.χ. εκεί όπου ο τροφοσυλλέκτης έχει ονόματα για κοινωνικές δραστηριότητες της ομάδας που ανήκει, ο μεταβιομηχανικός αναλφάβητος θα έχει τις λέξεις «Βουλή», «εφάπαξ», «αστυνομία», «απεργία» κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η σούμα βγαίνει εκεί κάπου στα 40.000 λήμματα.
Αναπόφευκτα, ο αλφαβητισμός και η εκπαίδευση αυξάνουν το ενδιάθετο λεξιλόγιο μέχρι και τρεις φορές, αφού προσφέρουν πρόσβαση στον γραπτό λόγο και, άρα, σε πλήθος λέξεων. Αν το σκεφτεί κανείς, 120.000 λήμματα είναι πολλά: άλλωστε, ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ περιέχει περί τα 35.000 λήμματα. Ακόμα πιο κοντά μας, η ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο έως την Άλωση, μία περίοδο περίπου 24 αιώνων, αριθμεί περίπου 160.000 λήμματα στον Thesaurus Linguae Graecae. Τέλος πάντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσταση από το 160.000 μέχρι τα όποια εκατομμύρια είναι αγεφύρωτη.
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τη λογιστική περί λέξεων (λεξιλογιστική;), προχωρώντας σε ένα θέμα ουσίας: Άραγε είναι πλουσιότερη η αγγλική επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του frustration; Είναι η ελληνική πλουσιότερη επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του φιλότιμου; Όχι. Τελικά όταν μιλάμε για τον πλούτο μιας γλώσσας, μιλάμε για τον πλούτο των κειμένων που είναι γραμμένα σε αυτήν. Στο κάτω κάτω, το γλωσσικό σύστημα δεν είναι παρά γραμματικοί κανόνες και λέξεις. Έτσι, το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής δεν βρίσκεται ούτε στο μέγεθος του λεξιλογίου της, ούτε σε επιμέρους λέξεις όπως «αλετρίβανος» και «τοιγαρούν», ούτε καν σε λέξεις όπως «μένος», «εντελέχεια» ή «λόγος». Μεγαλείο, δύναμη και βάθος βρίσκονται σε κάποια κείμενα (και στα νοήματα, στις εντυπώσεις, στους κόσμους τους) που γράφτηκαν στα ελληνικά.
Παρότι δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις γλώσσες, υπάρχουν όμως μεγαλειώδη κείμενα, κείμενα δουλεμένα από ευφυείς, ευρηματικούς -ή απλώς φιλόπονους- στοχαστές και εργάτες του λόγου. Αυτοί δουλεύουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλουν η γραμματική και το (εκτενές ή μη) λεξιλόγιο της γλώσσας τους.