28 June 2009

Perjalanan 21

H ζούγκλα του Usung Kulon II








Θα έπρεπε να πάρουμε το λεωφορείο από το σταθμό και μετά τέσσερις ώρες, θα φθάναμε στο Labuhan. Από εκεί θα φεύγαμε στη συνέχεια με τοπικό μέσο για την Carita, η οποία απέχει επτά χιλιόμετρα. Αυτή είναι μία παραλία με ένα Bungalow, που διατηρεί ο ίδιος. Το άλλο πρωί θα γυρίζαμε στο Labuhan και θα προσπαθούσαμε να ναυλώσουμε το κρατικό πλοίο, που πηγαίνει διά θαλάσσης στο Ujung Kulon και τροφοδοτεί τη φρουρά της δασικής Υπηρεσίας, που υπάρχει εκεί.

Το πλοίο αυτό θα έπρεπε να το ναυλώσουμε μόνο για μας και ίσως θα έπρεπε να "λαδώσουμε" και κάποιους, προκειμένου να μας πάρη. Αυτό, γιατί δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε οποιονδήποτε, ώστε να διατηρηθή η άγρια ζωή ανέπαφη και ανεπηρέαστη από ανθρώπινη παρουσία. Ακόμη και η δασική Υπηρεσία έχει την έδρα της στο νησάκι Handeuleum, απέναντι από την παραλία της χερσονήσου, όπου ζουν οι λιγοστοί φύλακες απομονωμένοι από το κύριο σώμα του δρυμού, ώστε η παρουσία τους να είναι διακριτική απέναντι στα ζώα.

Η ναύλωση αυτή κοστίζει 175 δολλάρια, δηλαδή ένα αστρονομικό ποσό για την Ινδονησία και η διάρκεια του ταξιδιού είναι 7 με 8 ώρες έως την έδρα του κλιμακίου της PPA, δηλ. της Υπηρεσίας για την προστασία της αγρίας ζωής στο Handeuleum. Προηγουμένως, θα έπρεπε να παρουσιασθούμε στα κεντρικά γραφεία της PPA του Ujung Kulon, τα οποία ευρίσκονται στο Labuhan, για να προμηθευθούμε τις σχετικές άδειες...

Όλα καλά ή σχετικώς καλά, αλλά η τιμή για το πλοίο ήταν μία ψυχρολουσία. Ρώτησα αν υπάρχη φθηνότερη λύση, έστω και αν χρειαζόταν να ταλαιπωρηθούμε περισσότερο. Έτσι έμαθα ότι η φθηνότερη λύση, θα ήταν μία περιπέτεια χωρίς πρόβλεψη για το αποτέλεσμα. Στην περίπτωση αυτή, αφού φθάναμε στο Labuhan, θα πηγαίναμε με το τοπικό λεωφορείο μέχρι το χωριό Sumur και από εκεί θα έπρεπε να βρούμε κάποιο φορτηγό, για να πάμε μέχρι το λιμάνι των ψαροκάϊκων Taman Jaya. Εκεί, θα έπρεπε να βρούμε ένα ψαράδικο, που θα μας πήγαινε απέναντι στο Handeuleum και ένα οδηγό, τον οποίο θα είχαμε εξασφαλίσει στο Labuhan. Τον ευχαρίστησα για τις πληροφορίες και αφού μετέφερα στο Γιάννη αυτά που άκουσα, φύγαμε και οι δύο πολύ σκεπτικοί...

Η μία λύση είναι πολύ ακριβή η άλλη φαίνεται ακατόρθωτη. Πού να βρούμε οδηγό και φορτηγό και ψαράδικα, σε ένα μέρος που καλά - καλά δεν ξέρουμε ούτε να συνεννοηθούμε. Και μετά το άλλο πώς τόχεις; Όλα αυτά σε πέντε μέρες, εκ των οποίων οι δύο σε ταξίδι ! Αν όμως το κατορθώναμε ; Τι θα είχαμε να ζήσουμε και να διηγηθούμε ! Αποφασίσαμε, κατεχόμενοι από φοβερή έξαψη να φύγουμε όσο μπορούσαμε γρηγορότερα. Σχεδόν τρέχοντας πήγαμε να β
ρούμε ταξί, για να πάμε στο σπίτι του Μπάμπη. Με μεγάλη σπουδή μαζέψαμε το σακίδιο με τα απαραίτητα εφόδια πορείας και τα κατάλληλα ρούχα και αφού αφήσαμε τα υπόλοιπα πράγματα και ένα σημείωμα στο Μπάμπη, με το ίδιο ταξί πήγαμε στο σταθμό των λεωφορείων για το Labuhan.

Στο σταθμό, στοιβαχθήκαμε σε ένα λεωφορείο της γραμμής, από αυτά που χρησιμοποιούν οι ιθαγενείς για τις μετακινήσεις τους, χωρίς κλιματισμό και με ξεχαρβαλωμένα Amortiseur, τα οποία σε κάθε λακούβα καθίζανε και ακουγόταν ένας ξερός μεταλλικός κρότος. Κάθε φορά έλεγα: Δεν μπορεί! Τώρα θα σπάση ο άξονας και θα μας απαλλάξη από το δίλημμα: Να πάμε-να μην πάμε. Ο άξονας όμως, σε δικό μου πείσμα δεν έσπαζε.

Οι επιβάτες, οι περισσότεροι όρθιοι, καταργούσαν το αδιαχώρητο και έμοιαζε να μην αγανακτούν με τίποτα, ούτε και με το πανδαιμόνιο φασαρίας και την κόλαση ζέστης που επικρατεί. Να φαντασθείτε ότι αυτό διήρκεσε τρεισήμισι ώρες ! Ούτε που θυμάμαι τίποτα από τη διαδρομή, γιατί φαίνεται, ότι την προσοχή και εμένα και του Γιάννη, την απορρόφησαν τα συμβάντα στο εσωτερικό εκείνου του απίθανου λεωφορείου και η προσπάθεια μας για επιβίωση. Εμένα, που είμαι παλαιότερος, μου θύμιζε πάντως σκηνές από την κατοχή. Περιττό να πω ότι είχαμε τόσο ιδρώσει, που έπρεπε να πιούμε μία θάλασσα νερό, για να ξεδιψάσουμε...

Είναι απόγευμα, όταν πλέον φθάνουμε στο Labuhan και εμείς δεν ξέρουμε ακόμη, ούτε πού θα πάμε, ούτε πού θα μείνουμε, ενώ είμαστε 150 χιλιόμετρα μακριά
από τον πολιτισμό. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα, που δεν έχουν καμία σχέση με την αντίστοιχη απόσταση στην Ευρώπη.

Μόλις κατεβαίνουμε από το λεωφορείο, μας περικυκλώνουν διάφοροι οδηγοί becak οι οποίοι θέλουν να μας πάνε και εγώ δεν ξέρω που.

• Kami mau pergi ke PPA, τους λέω, ελπίζοντας ότι θα καταλάβουν, ότι θέλουμε να πάμε στην PPA
• Ja mister, dua becac dan lima ratus rupia ce orang, μου λέει ένας από αυτούς.
• Με δύο becak και 500 ρουπίες τον καθένα μας λέει ότι μας πάει, εξηγώ στο Γιάννη.
• Ke PPA ; ρωτάω για να βεβαιωθώ ότι κατάλαβε πού θέλουμε να πάμε
• Ke PPA, μου απαντάει με πεποίθηση.

Έτσι μπαίνουμε για πρώτη φορά σε becak. Είναι πολύ αστείο! Εμπρός εγώ, πίσω μου ο Ινδονήσιος το οδηγεί σαν ποδήλατο. Ακολουθεί το άλλο becak με το Γιάννη. Σε κάποια ανηφόρα δεν αντέχουν το φορτίο. Κατεβαίνουν και σπρώχνουν με τα χέρια...

Ντράπηκα και πήγα να κατεβώ. Φαίνεται όμως, αυτό θεωρείται προσβολή και συμμορφώθηκα. Πολλές φορές ακόμη διαπιστώσαμε, ότι έχουν μεν ανάγκη από χρήματα, αλλά δεν θέλουν να τους τα χαρίζης. Είπαμε ότι η υπηρεσία στα μέρη αυτά, είναι τρόπος
ζωής. Μετά δέκα λεπτά φθάνουμε στην PPA, η οποία εκείνη την ώρα φαίνεται σκοτεινή και έρημη. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε πού είναι, σκέφθηκα...

Δεν διώξαμε τα becak, γιατί δεν ξέραμε ακόμη τι θα κάναμε και βεβαίως αυτό στην Ινδονησία δεν πειράζει. Ο κόσμος εδώ φαίνεται να μη νοιάζεται για το κύλημα του χρ
όνου. Καθώς συζητούσαμε με το Γιάννη, για να πάρουμε κάποια απόφαση, είδα από το παράθυρο κάποιον να κινείται μέσα σε ένα γραφείο της PPA. Του μιλήσαμε και βγήκε έξω. Είναι ένας συμπαθητικός νεαρός Ινδονήσιος γύρω στα εικοσιτρία. Μιλάει καλά αγγλικά και μπορούμε να συνεννοηθούμε με ευχέρεια. Του λέμε τι θέλουμε και έτσι μαθαίνουμε, ότι χρειάζεται μεν άδεια για είσοδο στον δρυμό, αλλά μπορούμε να την βγάλουμε επί τόπου στην PPA και χωρίς τις διατυπώσεις, που μας είχανε πει, αλλά για το πλοίο μας ζητάει την ίδια περίπου τιμή, που μάθαμε από το Γερμανό στη Jakarta. Μας διαβεβαιώνει όμως, ότι θα είναι ένα όμορφο ταξίδι επτά έως οκτώ ωρών με κρατικό πλοίο, που παρέχει πλήρη ασφάλεια και ανέσεις και το κυριότερο απ' όλα, έχει ασύρματο, για ότι τύχαινε στο δρόμο. Είναι το πλοίο, με το οποίο τροφοδοτείται ο σταθμός της PPA στο Ujung Kulon και εξυπηρετείται η μεταφορά των φυλάκων και των μελών των επιστημονικών αποστολών για τη μελέτη της αγρίας ζωής. Τον ρωτούμε για τη φθηνότερη λύση που μας πρότεινε ο Γερμανός και αυτός κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

Ένα τέτοιο επιχείρημα πριν από χρόνια, έληξε τραγικά, μας λέει θλιμμένα. Η εξωλέμβιος του ψαράδικου σταμάτησε, το ρεύμα τράβηξε τη βάρκα στον ωκεανό, δεν υπήρχε ασύρματος και έτσι χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ούτε ίχνος.
Εμείς, παρ' όλα αυτά εξακολουθήσαμε να του κλαιγόμαστε ότι η μεταφορά αυτή είναι πολύ ακριβή για μας και ότι ίσως έχει να μας προτείνη κάτι φθηνότερο. Του είπαμε επίσης, ότι ερχόμαστε από μία φτωχή χώρα, όπως η Ινδονησία, δεν κάνουμε τουρισμό όπως οι Βορειοευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί, που διαθέτουν πολλά χρήματα, αλλά η μόνη μας επιθυμία είναι να γνωρίσουμε τον τόπο τους. Συνεχίσαμε λέγοντας ότι, αν ξοδεύαμε τόσα λεπτά τώρα στην αρχή του ταξιδιού, δεν θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας και θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Αφού σκέφθηκε λίγο, μας είπε να έρθουμε την άλλη μέρα πολύ πρωί και ίσως έχει βρεί κάποια λύση.

Έτσι έχοντας κάποιες ελπίδες και διατηρώντας και κάποιες επιφυλάξεις, πήραμε πάλι τα becak και είπαμε να μας πάνε σε μία στάση του bemo. Πολύ γρήγορα μάθαμε ότι, για τα λεωφορειάκια αυτά, που λές και είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των μικροσκοπικών συνήθως Ινδονησίων, δεν χρειάζεται να πας στη στάση, για να τα πάρης. Μπορείς να τα σταματήσης σε οποιοδήποτε σημείο του δρόμου, σαν να κάνης autostop. Με ένα από αυτά λοιπόν πήγα
με την Carita, η οποία απέχει μόνο επτά χιλιόμετρα.

Η Carita δεν είναι απλώς αμμουδιά με ένα bungalow όπως νομίζαμε αλλά ένας ινδονησιακός οικισμός. Στο αριστερό μας χέρι, όπως ερχόμαστε από το Labuhan, ευρίσκεται η υποδοχή και η είσοδος για τον ξενώνα. Ο ξενώνας διαθέτει, όπως μας έχουν πει, τριών κατηγοριών διαμερίσματα. Εμείς προτιμήσαμε την μεσαία κατηγορία για λόγους οικονομικούς και για το ότι είναι φτιαγμένα με παραδοσιακό τρόπο. Από την υποδοχή παίρνεις το κλειδί με τον αριθμό και περνώντας μέσα από το εστιατόριο βρίσκεσαι στην παραλία με τις παραδοσιακές καλύβες. Η απέρ
αντη, τουλάχιστον 15 μέτρα πλατιά ακρογιαλιά, είναι εκτεθειμένη στα ογκώδη κύματα της θάλασσας της Ιάβα, τα οποία σκάνε επάνω της με εκκωφαντικό θόρυβο, δυσχεραίνοντας τη συνενόηση ακόμη και με τον διπλανό σου.

Το πάνω μέρος της παραλίας είναι καλυμμένο με πλήθος από αειθαλείς θάμνους με γυαλιστερά φύλλα, οι οποίοι όσο προχωρείς προς τα ενδότερα, αντικαθίστανται όλο και περισσότερο από δέντρα, ώστε να αποτελούν πυκνό δάσος. Εκεί μεταξύ θάμνων και δέντρων, ξεφυτρώνουν μία-μία οι καλύβες του bungalow. Μικρά δρομάκια οδηγουν στην είσοδο της κάθε μιας. Οι καλύβες, όπως όλα τα κτίσματα σ' αυτά τα μέρη, είναι φτιαγμένες επάνω σε πασσάλους από κορμούς δέντρων. Η όλη κατασκευή είναι πολυνησιακού τύπου με πανύψηλη επικλινή στέγη από
μπαμπού και ψάθα. Εμπρός από την είσοδο, υπάρχει μία ευρύχωρη βεράντα με έναν καναπέ, επίσης από μπαμπού, ο οποίος είναι κρεμασμένος από δύο χοντρά σχοινιά από τη σκεπή, ώστε να αιωρήται.

Μπαίνοντας μέσα, αντικρίζεις, στο κέντρο του χώρου, δύο ευρύχωρα ξύλινα κρεβάτια. Πολλά κατακόρυφα δοκάρια στηρίζουν την στέγη, η οποία σκεπάζει και τη βεράντα, χωρίς να ακουμπάη στους γύρω τοίχους του δωματίου. Έτσι ξαπλώνοντας στο κρεββάτι, βλέπεις να χάσκη ένα άνοιγμα μεταξύ τοίχων και σκεπής, από το οποίο, στην ανατολική πλευρά, φαίνεται και ο ουρανός. Βλέποντας αυτό το χάσμα και ξέροντας ότι απ' έξω υπάρχει ολόκληρο πυκνό δάσος με άγνωστο περιεχόμενο, ένοιωσα ένα αίσθημα ανασφάλειας και μετάνιωσα, που δεν πήραμε τα "στεγανά δωμάτια από μπετό", αλλά δεν είπα τίποτα. Από το κύριο δωμάτιο ξεχωρίζει ένας χώρος, ο οποίος περιέχει την τουαλέτα, το ντους και το mandi.


Το mandi το συναντήσαμε και άλλες φορές, αλλά δεν δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω γι' αυτό. Είναι το Ινδονησιακό μπάνιο. Σε κάθε σπίτι, σε κάθε ξενοδοχείο ή ξενώνα, υπάρχει ενα μικρό δωμάτιο, το kamar mandi, αντίστοιχο με το δικό μας μπάνιο. Εκεί μέσα αντί για μπανιέρα, υπάρχει συνήθως ένα είδος τετράγωνης δεξαμενής - στην πιο απλή περίπτωση ένα ντεπόζιτο - και δίπλα μία κατσαρόλα. Η χρήση του συνίσταται, στο να παίρνης νερό από τη δεξαμενή με την κατσαρόλα και να το ρίχνης επάνω σου. Η δεξαμενή δεν αντικαθιστά την δική μας τη μπανιέρα, εφ' όσον εδώ ο χρήστης παραμένει απ' έξω. Κλείσαμε τα πράγματά μας μέσα, και πήγαμε αμέσως στο εστιατόριο. Ένα καλό φαΐ και μία κρύα μπύρα, σκεφθήκαμε, θα είναι η καλύτερη αποζημίωση για τη σημερινή ταλαιπωρία.