11 May 2009

Τα 'μαθες τα νέα;

Αναμνήσεις και ενοχλητικές παρατηρήσεις γι’ αυτό που ήταν άλλοτε και αυτό που είναι σήμερα οι εφημερίδες.

(από τον ΧΡΗΣΤΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, Lifo, 6/5/2009)

Είμαι παιδί της εφημερίδας. Εκεί γεννήθηκα και εκεί, εάν το δραματοποιήσω και λίγο, θ' αποθάνω. Αναπολώ, όπως κάνουμε όλοι, σε όποιον χώρο κι αν βρισκόμαστε, τα χρόνια τα περασμένα. Εκείνα, που συνήθως τα λέμε «της αθωότητας». Ξημεροβραδιαζόμασταν (γιατί ήμασταν πιτσιρίκια και δεν είχαμε υποχρεώσεις) στη δουλειά - στο ρεπορτάζ, στο γραφείο, γράφαμε όλα τα παρελκόμενα της εφημερίδας, μέχρι και τα «Φαρμακεία», διορθώναμε κείμενα, κάναμε θελήματα, γράφαμε στο «μάρμαρο» ειδήσεις και «γεμίσματα» της τελευταίας στιγμής, μυρίζαμε όλα τα χημικά που βγάζανε τα μηχανήματα, και καταλήγαμε είτε στις πουτάνες της Ζήνωνος είτε στα «πατάτες, μπιφτέκια και ρώσικη» της Ομόνοιας, κάποτε και στα δύο!

Έτσι, είμαι σίγουρος, τηρουμένων των... σύγχρονων αναλογιών, ζούνε και οι σημερινοί, πιο νέοι συνάδελφοί μου. Μπορεί να μη γράφουν τα «Φαρμακεία» αλλά θα κλείνουν καλεσμένους για την επόμενη εκπομπή ή θα βρίσκουν τα «παράξενα» από το Ίντερνετ. Θα δουλεύουν ώρες άγριες και, αντί για τη Ζήνωνος και τα λιγδιασμένα μπιφτέκια της Ομόνοιας, σίγουρα θα προτιμούν κάποιο delivery.

Όμως, το πρόβλημα του Τύπου σήμερα, που οπωσδήποτε είναι οξυμμένο και σοβαρό, δεν έχει να κάνει ούτε με μένα, που έκανα θελήματα τότε, ούτε και με τη φίλη μου τη Χριστίνα, που κάνει θελήματα και τώρα - ίσως, εδώ, η μόνη διαφορά να είναι ότι εγώ τα έκανα για πραγματικά αξιόλογους ανθρώπους, ενώ η Χριστίνα όχι. Βασικό πρόβλημα του Τύπου σήμερα είναι οι αναγνώστες του. Ή, μάλλον, οι μη αναγνώστες του! Εκείνοι, δηλαδή, που έχουν χίλιες δύο δικαιολογίες, άλλες πειστικές και δίκαιες, άλλες όχι, για να μην αγοράζουν και να μη διαβάζουν εφημερίδα.

Η τιμή, φερ' ειπείν, οπωσδήποτε είναι ένα θέμα, αλλά όχι όταν εγείρεται από κάποιον που δίνει 6 ευρώ την ημέρα για να πιει καφέ στην πλατεία, ή 50 και 100 ευρώ το σαββατόβραδο για να τα «σπάσει» σε σκυλάδικο. Οι πλείστες δικές μας εφημερίδες, δίχως αμφιβολία, έχουν μείνει πίσω από τον καιρό τους. Ο Έλληνας δημοσιογράφος είναι ό,τι και ο Έλληνας γιατρός, δικηγόρος, δάσκαλος, έμπορος, υπάλληλος, ποδοσφαιριστής, τραγουδιστής, παρκαδόρος, πολιτικός, δημοτικός σύμβουλος, ακόμα και εφοπλιστής. (Οι εξαιρέσεις... εξαιρούνται!) Τα θέματά μας είναι περιορισμένα, ελληνοκεντρικά και έχουν το ίδιο στιγμιαίο πάθος που έχει ένας καυγάς σε επαρχιακό ή και... πρωτευουσιάνικο, όπου υπάρχει, καφενείο.

Το «μέγεθός» μας είναι και αυτό ανάλογο του τόπου μας - μικρό. Τι να κάνουμε; Άλλά λεφτά ξοδεύουν για τους εξωτερικούς τους συντάκτες οι «Τimes» της Νέας Υόρκης, άλλα η «Ελευθεροτυπία». Το κακό είναι ότι δεν έχουμε συναίσθηση του μεγέθους αυτού και δεν συμβιβαζόμαστε με αυτό. Νομίζουμε, δηλαδή, ότι μπορούμε να καλύπτουμε τον πόλεμο στο Ιράκ με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να τον καλύπτει η «Le Monde», η «Guardian», η «Washington Post». Τις ίδιες... ψευδαισθήσεις έχει, όμως, και ο αναγνώστης. Νομίζει πως είναι κάτι άλλο από αυτό που πράγματι είναι. Κάνει τον ενημερωμένο, αλλά δεν είναι. Λέει πως έχει στα Favourites του το BBC ή τη «Le Monde Diplomatique» και απλώς σερφάρει. Γενικά, λέει πως διαβάζει, και μόνο φυλλομετρά.

Οι παραδοσιακές μας εφημερίδες, κυρίως οι λεγόμενες «πιο μεγάλες», έχουν όμως σήμερα και ύλη, που άλλοτε ήταν αδιανόητο να έχει μία εφημερίδα. Υπάρχουν μερικά άριστα κείμενα. Υπάρχουν και ένθετα, κυρίως για το βιβλίο και την υγεία, που τα περιμένουμε πώς και πώς κάθε εβδομάδα. Άνθρωποι με ασυγκρίτως καλύτερη μόρφωση απ' ό,τι παλιά στελεχώνουν τις πιο πολλές καλές εφημερίδες μας.

Όμως, το μέλλον είναι γκρίζο. Γιατί το προϊόν από τον πελάτη εξακολουθεί και έχει απόσταση. Κάποτε, ήταν πρώτης ανάγκης, και το έπαιρνε αναγκαστικά, όπως παίρνει, ας πούμε, το γάλα η την οδοντόπαστα. Σήμερα οι ανάγκες του άλλαξαν - μερικές, μάλιστα, τις απεχθάνομαι. Αλλά, έστω και διά της αποδοκιμασίας, οι εφημερίδες όφειλαν να είναι εκεί. Και όχι «αλλού», όπως είναι σήμερα.