30 May 2009

Perjalanan 18

Padang

Σαββατόβραδο, 28.7.90





Γράφω το ημερολόγιό μου στο ξενοδοχείο, που μόλις πιάσαμε στο Padang. Ωραία εμπειρία και αυτή σήμερα, δεν περιγράφεται, πόσο απίθανα περνάμε. Θα ευχόμουν αυτό το ταξίδι να μην τελείωνε ποτέ, αλλά ξέρω ότι ακόμη και τα όνειρα κάποτε τελειώνο
υν. Κρίμα! Ούτε οι φωτογραφίες, ούτε τα βίντεο, ούτε οι περιγραφές είναι δυνατόν να μεταφέρουν, αυτό που αισθάνεσαι. Έτσι όλα αυτά μένουν, αναπόφευκτα, κτήμα αυτού που τα βιώνει.

Σήμερα το πρωί δεν φάγαμε στο Dymens Hotel του Bukit Tinggi, αλλά για περισσότερο "τοπικό χρώμα" σε ένα λαϊκό καφενείο. Μετά, αφού αφήσαμε τα πράγματά μας στο ξενοδοχείο, κρατώντας μόνο τα χρειώδη και τα φωτογραφικά μας σε ένα μικρότερο σακίδιο, πήραμε το λεωφορείο -μια σακαράκα που θύμιζε τα δικά μας της κατοχικής εποχής- από τον σταθμό για τη λίμνη Maninjau.

Ο καιρός ήταν κατά διαστήματα βροχερός. Στη λίμνη οδηγεί ένας κατηφορικός δρόμος 36 χιλιομέτρων, με 44 μετρημένες κορδέλες, χαραγμένες μέσα σε χαρακτηριστικά άγριο ορεινό τροπικό τοπίο. Μέσα στο λεωφορείο βρισκόταν κυρίως αγροτικός κόσμος, μερικοί φαντάροι, και εμείς οι δύο σαν εξωγήινοι. Ο οδηγός αποδείχθηκε τελείως τρελός - έτσι τον χαρακτήρισε τουλάχιστον ο Γιάννης. Πολλές φορές νομίσαμε, ότι δεν είχε δει ότι ο δρόμος έστριβε και ότι θα πήγαινε ίσα στον γκρεμό. Εμοιαζε το λεωφορείο σαν εκείνα τα μηχανικά αυτοκινητάκια των παιδιών, που τα βάζουν επάνω σ'ένα τραπέζι και αυτά κινούνται στα τυφλά μέχρι τα όρια, χωρίς όμως να πέφτουν ποτέ, γιατί έχουν έναν αόρατο μηχανισμό, που τα προστατεύει.


Όταν πατήσαμε πάλι στη γη, ο Γιάννης έκανε ένα τέταρτο, για να μιλήση. Είχε βουβαθή! Μετά είπε,
ότι σκεπτόταν συνεχώς την οικογένειά του, που θα μένανε μόνοι. Εγώ, αντιθέτως, σ'αυτό το ταξίδι έχω αφεθή στο έλεος της τύχης και αντιδρώ τελείως απαθώς. Ίσως γιατί έχω την ιδιότητα να προσαρμόζομαι απολύτως στο εκάστοτε περιβάλλον και εδώ στην Άπω Ανατολή είναι πράγματι οι άνθρωποι απαθείς απέναντι στο πεπρωμένο τους. Πρόσεξα ότι από τους αυτόχθονες κανένας δεν ανησυχούσε για το οδήγημα, σαν να ήταν ένα ταξίδι όπως όλα τα άλλα. Πέρα από αυτό, μου φαίνεται εκ των υστέρων περίεργο, πώς νομίζαμε ότι ο οδηγός έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, εφόσον για τα 36 χιλιόμετρα χρειαστήκαμε δύο ώρες, δηλαδή τρέχαμε με μία μέση ταχύτητα 15 χιλιομέτρων την ώρα. Ίσως όμως ο χάλια δρόμος και η ποιότητα του λεωφορείου σου έδιναν αυτή την ψευδαίσθηση, ότι τρέχαμε σε αγώνες.


Η λίμνη Maninjau, σε αντίθεση με τη λίμνη Toba, δεν φαίνεται να είναι τουριστικώς αξιοποιημένη. Σ' αυτή την απομονωμένη γωνιά της Σουμάτρα, σπανίως φθάνει αλλοδαπός ή ακόμη και Ινδονήσιος από μεγάλα κέντρα. Η φυσική ομορφιά κι εδώ είναι απαράμιλλη. Πολλά μαγκρόβια φύονται στις όχθες της και μέσα στο νερό. Οι πολυδαίδαλες ρίζες τους, αποτελούν το κάτω μέρος του κορμού. Έτσι φαίνεται, σαν το δέντρο να ξεκινάη στην πραγματικότητα ένα έως δύο μέτρα πάνω από το έδαφος ή το νερό. Η εικόνα που παρουσιάζει ένα μαγκρόβιο, μοιάζει σαν να κόψης ένα γυμνό δέντρο του χειμώνα και να το αναποδογυρίσης, κατόπιν να κολλήσης επάνω στον κορμό, στην επιφάνεια της τομής, ένα άλλο δένδρο όρθιο με πράσινα, γυαλιστερά φύλλα. Μαζί με πλήθος από κοκκοφοίνικες που είναι φυτρωμένοι στην παραλία, όπου με τους φιδίσιους κορμούς τους λικνίζονται ρυθμικά, σαν τις κόμπρες των φακίρηδων σ
την Ινδία, όταν τους παίζουν τον αυλό και καθρεπτίζονται πάνω από τα ήσυχα νερά της λίμνης, δίνουν την ταυτότητα του τροπικού παραλιακού τοπίου.Ένας κοκοφοίνικας, ξεκινούσε δέκα μέτρα πριν από την ακτή και ακολουθούσε μία, σχεδόν οριζόντια, πορεία με κατεύθυνση τη λίμνη. Εκεί, άλλα δέκα μέτρα από την παραλία, ορθωνόταν πάλι πάνω από τα νερά, για να ανοίξη σαν βεντάλια τα λυγερά κλαριά του. Σκέφθηκα ότι θα ήταν ωραίο θέμα για βιντεοσκόπηση, αν ανέβαινα εκεί επάνω. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα, γιατί ο κορμός του ήταν καλυμμένος με βρύα και γλιστρούσα. Έτσι δύο φορές που προσπάθησα, έπεσα ... ευτυχώς στα μαλακά.



Το λεωφορείο τερματίζει στο χωριό Mafur, το οποίο φαίνεται να είναι το μόνο στις ακτές της λίμνης. Έχει ένα κεντρικό δρόμο, ο οποίος ακολουθεί την παραλία. Στο γιαλό, είναι αραγμένες μερικές βάρκες, ενώ παραμέσα, αγκυροβολημένο, ένα πλωτό εστιατόριο, το οποίο φαίνεται να μην λειτουργή τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Επάνω στην βεράντα, καμιά δεκαριά γυμνά παιδάκια παίζουν και κάνουν βουτιές στη λίμνη. Μόλις μας βλέπουν, ξετρελαίνονται, αρχίζουν να χαιρετούν να φωνασκούν και να κάνουν επίδειξη, ποιο θα κάνη το πιο εντυπωσιακό πήδημα στο νερό. Λίγο παρακάτω, προχωρώντας στον μοναδικό δρόμο, μια κυρία μας φωνάζει από μια αυλή.
• Hello Mister ! Are you American?
• Tidak, kami datang dari Ynanistan

• Ah, Yunani! Berbicara indonesia bahasa?


Ίσως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσαμε και είχε ακούσει
για την Ελλάδα. Φάνηκε να χάρηκε πολύ, που είχε την ευκαιρία να μιλήση με Έλληνες και μάλιστα στη γλώσσα της. Αμέσως μας κάλεσε στο σπίτι της για ένα καφέ και εμείς το δεχθήκαμε με ευχαρίστηση, παρ' ότι είχαμε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή μας. Πού θα ξαναβρίσκαμε ευκαιρία να επισκεφθούμε και να δούμε ένα ινδονησιακό σπίτι και μάλιστα του χωριού; Η κυρία αυτή, παρά το απλοϊκό ντύσιμο της, φαίνεται να ήταν καλλιεργημένη και ήξερε και κάποια αγγλικά, ώστε η παρακάτω συνεννόηση να γίνη σ' αυτή τη γλώσσα. Έτσι συμμετείχε και ο Γιάννης. Καλοβαλμένη όπως ήταν και κοινωνική, δεν μας εξέπληξε όταν μας είπε, ότι ο άντρας της είναι ο δικαστής της περιοχής, προσθέτοντας χαμογελαστά, ότι συνεχώς ταξιδεύει σε άλλες περιοχές, γιατί στη λίμνη έχουν χρόνια να γίνουν αδικίες.


Η κουβέντα είχε θερμανθή για τα καλά και ήρθαν και δύο από τα παιδιά της, πέντε και επτά ετών να καθίσουν μαζί μας. Αυτά βεβαίως δεν φαίνονταν να καταλαβαί
νουν τίποτα από τη συζήτηση, αλλά παρακολουθούσαν κάθε φορά αυτόν που μιλούσε με ανοιχτά τα μάτια και το στόμα. Μιλήσαμε για την Ινδονησία, για το ταξίδι μας και για τις οικογένειές μας. Κοντά μου είχα προβλέψει, μαζί με τα άλλα τα εφόδια, να έχω και ένα άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες και φωτογραφίες από το σπίτι μου, για να βρίσκω βάση για κουβέντα. Αυτό την ενθουσίασε ακόμη περισσότερο και μου ζήτησε να της δώσω μια φωτογραφία από αυτές με τέτοιο αυθορμητισμό, που δεν θα μπορούσα να της το αρνηθώ. Της δώσαμε επίσης και ένα ελληνικό κατοστάρικο και μερικά μεταλλικά νομίσματα, τα οποία είχα μαζί μου για τον ίδιο σκοπό.

Σε λίγο ήρθε και η μεγάλη της κόρη, περίπου δεκατεσσάρων ετών, η οποία ήταν στη λίμνη και έκανε μπάνιο. Πέρασε σαν αστραπή μπροστά μας, τυλιγμένη με ένα Sarong, μουρμουρίζοντας κάτι θυμωμένα στη μάνα της, και χάθηκε πίσω σε μία πόρτα. Ντράπηκε, μας εξήγησε η κυρία, γιατί δεν είχε ειδοποιηθή για την παρουσία μας και την είδαμε έτσι απεριποίητη. Μπράβο, είπα μέσα μου, η γυναικεία φιλαρέσκεια είναι παντού παρούσα. Δεν ήξερε πάντως, τι να μας πρωτοπροσφέρη και τι να μας πρωτοδείξη.


Μετά το Krupuk, από γλυκοπατάτα και καρύδα, μας έφτιαξε καφέ, από χοντροκοπανισμένο σπόρο-καφέ δικής της παραγωγής, ο οποίος είχε κατακαθίσει τρία τουλάχιστον δάκτυλα στο ποτήρι. Κατόπιν μας έφερε μία λεκάνη, που είχε μέσα κάτι σαν λεπτοκομμένα τηγανητά πατατάκια, των οποίων το μήκος δεν ξεπερνούσε τα τρία εκατοστά. Θα νόμιζα ότι ήταν πραγματικά πατατάκια, αν δεν με παραξένευε, το ότι όλα είχαν στο ένα μέρος δύο μικρά μαύρα στίγματα. Δοκιμάσαμε (εγώ να μήν δοκιμάσω;) και ήταν νοστιμώτατα μικροσκοπικά ψαράκια, όπως η δική μας η αθερίνα, τηγανισμένα σε κάποια αρωματική ζύμη με κάρρυ. Μας εξήγησε ότι τα ψαρεύουν στη λίμνη και τα ονομάζουν Rinuk. Μας πήγε μάλιστα στη λίμνη, η οποία είναι μερικά μέτρα από το σπίτι της και με μία απόχη μας έδειξε πόσο απλά ψαρεύονται.

Έτσι έκανε με την απόχη από την παραλία και έπιασε μια χούφτα. Μετά μας έδειξε την "αίθουσα του δικαστηρίου", που δεν ήταν άλλο από μία κάμαρα του σπιτιού της με μερικές καρέκλες και μία έδρα. Εζήτησα να δω και την κουζίνα. Αυτό, γιατί θα μου θύμιζε την αγροτική ζωή που είχα ζήσει μικρός στο σπίτι του παππού στο Μώλο, στα μέρη της Λαμίας, όπου οι άνθρωποι έφτιαχναν ακόμη όλα τα χρειώδη μόνοι τους, όπως το ψωμί, το βούτυρο, το τυρί, το γιαούρτι, μέχρι και το σαπούνι. Στην αρχή δεν ήθελε, ντρεπόταν γιατί δεν είχε συγυρίσει και ήταν ακατάστατα. Έσκασα στα γέλια... παντού οι γυναίκες ίδιες σκέφθηκα. Θα έπρεπε να ξέρη ότι οι περισσότεροι άνδρες, δεν ενδιαφέρονται ποτέ για την τάξη και να φοβάται μόνο την γυναικεία κριτική. Αυτό της είπα και γελάσαμε και αφού επέμενα, μας πήγε να δούμε, αυτό που κάποτε ήταν αποκλειστικό βασίλειο της γυναίκας.


Μας έδειξε εκεί πώς καβουρντίζουν και κοπανάνε τον καφέ, πώς ξεραίνουν τα ροδαλά λουλούδια του γαρίφαλου, μέχρι να πάρουν το γνωστό σε μας μαυριδερό χρώμα, πώς ξεραίνουν το τσάι και πώς τρίβουν την πιπερόριζα για να τη βάλουν στο φαγητό. Κατόπιν καθίσαμε πάλι στο σαλόνι, όπου ήρθε και η μεγάλη της κόρη, χαμογελαστή και ήρεμη αυτή τη φορά, γιατί ήταν περιποιημένη. Η ώρα που χρειάστηκε, έδειχνε ότι την ενδιέφερε η εμφάνιση που θα έκανε στους ξένους και εγώ επανέλαβα μέσα μου τη γνωστή φράση του Goethe: "Das ewig weibliche..." (Το αιώνιο θήλυ...)
Η κοπέλα παρατήρησε, ότι το σακίδιο μου ήταν ξηλωμένο και αμέσως, μάνα και κόρη, σκοτώθηκαν ποια θα το πρωτοπάρη να να το γαζώση στη ραπτομηχανή, μια μηχανή σαν της μάνας μου τα παλιά τα χρόνια. Τέλος ανταλλάξαμε και διευθύνσεις και υποσχεθήκαμε ότι θα στείλουμε και την αναμνηστική φωτογραφία, που βγάλαμε όλοι μαζί στο πλατύσκαλο της αυλής. Δυστυχώς όμως έπρεπε να φύγουμε, για να προλάβουμε το λεωφορείο, το οποίο ήταν το τελευταίο για εκείνη την ημέρα.


Επιστρέφοντας είχαμε πάλι ένα τρελό ταξίδι. Ο Γιάννης σημειώνει στο δικό του ημερολόγιο: "... Στην επιστροφή ανακάλυψα, ότι ο πρώτος οδηγός (εννοεί αυτός που μας έφερε) ήταν όχι τρελός αλλά σωστός, γιατί ο καινούργιος ήταν ακόμα πιο τρελός και το λεωφορείο που ερχόταν από πίσω του ακόμα πιο τρελό..." Για να τον καθησυχάσω, του είχα πει, ότι σίγουρα θα ξέρουν πολύ καλά το δρόμο και γι' αυτούς θα έχη καταντήσει ρουτίνα.


• Μη φοβάσαι, δεν θα συμβή ατύχημα, είδες μέχρι τώρα κανένα στο δρόμο; του είπα.

Δεν πρόλαβα να το πω και μετά μία στροφή είδαμε κόσμο μαζεμένο στην οδό. Ένας τροχαίος, προσπαθούσε να φέρη τάξη στα συσσωρευμένα αυτοκίνητα. Ένα μικρό φορτηγό είχε τουμπάρει και βρισκόταν με τις ρόδες προς τα πάνω, σε ένα ίσωμα γύρω στα τρία μέτρα χαμηλότερα από το οδόστρωμα. Στρατός και αστυνομία προσπαθούσαν να το ανασύρουν με ένα συρματόσχοινο, το οποίο είχαν δέσει γύρω από έναν κοκκοφοίνικα.


Το δέντρο είχε γείρει από το βάρος, αλλά μας έκανε εντύπωση, ότι κρατούσε. Το γεγονός αυτό πάντως, κλόνισε την εμπιστοσύνη που είχα στους Ινδονήσιους οδηγούς, οι οποίοι παρά το άτσαλο και τρελό οδήγημα, δεν φαίνεται να κάνουν ατυχήματα. Όταν φθάσαμε στο Bukit Tinggi, πήραμε τα πράγματά μας από το ξενοδοχείο και μετά από κάποια περιπλάνηση, φθάσαμε στον υπεραστικό σταθμό των λεωφορείων για το Padang. Στο δρόμο αυτό, ήταν πάλι αδύνατο να περάσουμε απαρατήρητοι. Το τεράστιο σακίδιο με ροδάκια από κάτω, που έσερνα επάνω στο πλακόστρωτο του πεζοδρομίου, έκανε τόσο σαματά, ώστε όλος ο κόσμος να μας κοιτάζη.


Ένας Ινδονήσιος ναυτικός, ο οποίος ήταν και μονόφθαλμος (ο καημένος) και ο οποίος πήγαινε στον ίδιο προορισμό, ανέλαβε να μας δείξη, πού είναι ο σταθμός και να μας πάη προς τα εκεί. Όταν μπήκαμε στο λεωφορείο, μόνο που δεν μας ανήγγειλε με gong. Όταν είπαμε ότι θέλουμε να διανυκτερεύσουμε στο Padang, έγινε σταυροφορία, ποιος θα μας βρη ξενοδοχείο και ποιος θα μας πάη. Είναι αστείο! Λίγο πριν από το Padang κατέβηκε ο ναυτικός, αφού πρώτα μας εξασφάλισε κάποιον, ο οποίος θα μας αναλάμβανε από κει και πέρα. Αυτός μας πήγε μέχρι το ξενοδοχείο, κατεβαίνοντας μαζί μας τέσσερις στάσεις παρακάτω από τον προορισμό του. Πως να το πη κανείς αυτό; Ευγένεια, προθυμία, φιλοξενία, εξυπηρετικότητα, φιλοπατρία ή περιφρόνηση στην αξία του χρόνου;


Ο Γιάννης σημειώνει στο ημερολόγιό του, για το πόσο εξυπηρετικοί είναι. "... Μόλις έβλεπαν ότι κρυώνω (τυλιγόμουν στο μπουφάν μου), έκλειναν το παράθυρο, χωρίς να τους πω τίποτα (έγινε 2 φορές)..." Ενώ παρακάτω προσθέτει μια παρατήρηση, για το πόσο αναξιόπιστες είναι οι πληροφορίες, που παίρνεις. "... Η ακρίβεια των πληροφοριών τους όμως είναι άλλο πράμα. Στο Bukit Tinggi ρωτήσαμε 4 ανθρώπους (2 υπαλλήλους του ξενοδοχείου, έναν του πρακτορείου και το ναυτικό στη στάση), τί ώρα φεύγει το τελευταίο λεωφορείο για το Padang και πήραμε τις εξείς απαντήσεις:
• Στις 5, στις 7, στις 6, στις 11.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης, ότι ενώ είχαμε μάθει, πως η Ινδονησιακή κοινωνία είναι πολύ πουριτανική και οποιαδήποτε προσέγγιση στις γυναίκες της είναι σχεδόν αδύνατη, σε πάρα πολλές περιπτώσεις συνέβη να μας χαμογελούν στο δρόμο εκπρόσωποι του ωραίου φύλου, ανεξαρτήτως ηλικίας και όχι σπάνια να μας χαιρετούν με ένα
• Hello mister!
Σε κάποια στάση του λεωφορείου, μπαίνουν δύο πανέμορφες νεαρές μαθήτριες. Το "νεαρές" είναι μια κουβέντα σ' αυτά τα μέρη, γιατί βλέπεις μία και νομίζεις ότι είναι 15 ετών, ενώ μετά μαθαίνεις ότι είναι παντρεμένη με δύο παιδιά. Όταν ρωτάς, πώς είναι δυνατόν τόσο μικρή..., παίρνεις την απάντηση ότι δεν είναι και μικρή, έχει περάσει τα 35. Η μικροσκοπική τους κατασκευή, το χαρούμενο ύφος, και η ανεμελιά σε ξεγελάει. Αυτές πάντως φορούσαν μαθητικά ρούχα και δεν πρέπει να ήταν περισσότερο από 12.


Παρ' όλα αυτά άρχισαν να μας κοιτούν, να χαμογελούν, να χαριεντίζονται και να αλληλοπειράζονται. Για μένα ήταν σαφές ότι μας φλερτάριζαν. Ίσως πρέπει να πη κανείς, ότι οι γυναίκες σ' αυτά τα γεωγραφικά πλάτη, ωριμάζουν γρηγορότερα. Η μία είχε ένα απίθανα χαρακτηριστικό μαλαϊκό profil με έντονα νέγρικα στοιχεία. Έσκασα που δεν είχα μηχανή με flash, για να το απαθανατίσω και μη μπορώντας να κάνω αλλιώς, το σκιτσάρισα στο μπλοκάκι του ημερολογίου μου.


Αύριο φεύγουμε για την Ιάβα και ο Γιάννης, ο οποίος αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, τακτοποιεί τα πράγματά του, με συμβουλεύει να κάνω και εγώ το ίδιο. Επίσης μου θυμίζει, ότι είναι η τελευταία ευκαιρία να πάρουμε τον Μπάμπη τηλέφωνο στην Jakarta. Ο Μπάμπης, είναι παλιός συμφοιτητής και φίλος από τα χρόνια της σπουδής μου στο Darmstadt της Γερμανίας. Αυτός παντρεμένος στη Γερμανία, εγώ στην Ελλάδα, χαθήκαμε όπως με πολλούς άλλους. Ένα μεσημέρι, βρήκα ένα σημείωμα επάνω στο γραφείο μου. Τηλεφώνησε, λέει, κάποιος Μπάμπης. Πού να πάη το μυαλό μου. Ήξερα τρεις Μπάμπηδες και σ' αυτόν δεν πήγε καθόλου ο νους μου.


Το σημείωμα είχε και το τηλέφωνο επάνω. Πήρα και βρεθήκαμε πάλι. Ανταλλάξαμε τις ιστορίες μας και τις πληροφορίες μας για την τύχη των άλλων. Αυτός είχε χωρίσει και έκτοτε ζούσε μποέμικη ζωή. Στη συζήτηση, μου είχε πει, ότι φεύγει για την Ινδονησία, όπου έχει υπογράψει μία σύμβαση εργασίας για ένα χρόνο. Με έκπληξη άκουσε, ότι σε μερικούς μήνες θα πήγαινα και εγώ εκεί για λόγους περιπέτειας. Οι συμφοιτητές μου με είχαν για "καλό" και "ήσυχο" παιδί και δεν το περίμενε. Έχουν περάσει και τριάντα χρόνια από τότε... Επί πλέον είχαμε συναντηθή και του είχα πει, όσες πληροφορίες μπορούσα περισσότερες για την Ινδονησία, γιατί αυτός δεν είχε ιδέα. Τώρα είχε έρθη η ώρα να τον δω, να τα πούμε πάλι και να μου πη και τις εντυπώσεις του, ως εργαζόμενος πλέον σ' αυτή τη χώρα...


Εκείνο το απόγευμα στο Padang, είχαμε βγει από το ξενοδοχείο μας, το Hong Tuah, για μια τελευταία μας βόλτα στo έδαφος της Σουμάτρα. Πήγαμε στο Ταχυδρομείο, γύρω στο ένα χιλιόμετρο μακριά και τηλεφωνηθήκαμε με τον Μπάμπη, ο οποίος θα μας περίμενε με μεγάλη χαρά. Κατόπιν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και αφού φάγαμε, ο Γιάννης κοτόπουλο και εγώ γαρίδες, κοιμηθήκαμε, για να είμαστε ξεκούραστοι για το αυριανό ταξίδι.