«Μετά την κατάργηση της δραχμής και την καθιέρωση του ευρώ δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μια «φούσκα» τιμών σε όλους σχεδόν τους τομείς, κυρίως δε στην παροχή υπηρεσιών. Η μεγάλη απόκλισίς μας από τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης αυτή ήταν: Η διαρκής άνοδος των τιμών, χωρίς να συνοδεύεται από αντίστοιχο παραγωγικό αντίκρυσμα ή άνοδο της ποιότητος των παρεχομένων υπηρεσιών. (...)
«Ισως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της τιμής του καφέ, στα κεντρικά καφενεία της Αθήνας. Προ του ευρώ, ένα φλυτζάνι καφέ προσεφέρετο το πολύ προς 300 δραχμές. Τώρα έχει φθάσει να προσφέρεται προς 3 ή 4 ευρώ. Δηλαδή η τιμή του, σε σύγκριση με τις δραχμές έχει τετραπλασιασθή ή πενταπλασιασθή. Αραγε για ποιο λόγο;
Το γεγονός ότι ακρίβυναν τόσο πολύ οι τιμές των καφενείων, των εστιατορίων και άλλων καταστημάτων, δημιούργησε αντίστοιχη φούσκα στις τιμές των ακινήτων στα οποία εδρεύουν. Εκτινάχθηκαν στα ύψη τα ενοίκια και δημιουργήθηκε ένα γαϊτανάκι ανατιμήσεων».
Η μία αύξησις έφερνε την άλλη. Οποιος έβλεπε τον άλλον να αυξάνη τις τιμές των υπηρεσιών που προσέφερε, ηύξανε αυτομάτως και τις δικές του. Οταν ένα γεύμα σε μεσαίο εστιατόριο έφθασε να τιμάται 30 ευρώ το άτομο (10 χιλιάδες δραχμές) και σε ακριβό εστιατόριο περί τα 60 ευρώ το άτομο (20 χιλιάδες δραχμές), πώς να μην χρεώνη ένας ιατρός 100 ή 150 ευρώ την επίσκεψη (34 χιλιάδες δραχμές) και ένας υδραυλικός 30 ή 50 ευρώ;
Ετσι, σιγά-σιγά η χώρα έχασε την ανταγωνιστικότητά της. Στην Ελλάδα το 20% του ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος προέρχεται από τον εισερχόμενο τουρισμό. Κάποτε λοιπόν (επί δραχμής) εθεωρούμεθα ο φθηνότερος τουριστικός προορισμός της Ευρώπης.
Αιφνιδίως όμως, μετά την καθιέρωση του ευρώ αρχίσαμε να είμαστε ακριβοί. Και σήμερα, οκτώ χρόνια αφ' ότου υιοθετήσαμε το κοινό νόμισμα είμαστε πλέον πανάκριβοι. (...) Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο κακό που συνέβη στην χώρα μας την τελευταία δεκαετία. Οι τιμές εκτινάχθηκαν ανεξέλεγκτα και η οικονομία άρχισε να χάνη την ανταγωνιστικότητά της».
(Από την «Εστία», Αναδημοσίευση Ελευθεροτυπία, 27/4/2010)