Είναι οι νεραντζανθοί, που τριγυρίζουν στο μυαλό μου, όπου τρυπώσαν απ' τα ρουθούνια, και φωνάζουν: Εμένα γιόρτασε. Είμαι η Ανοιξη εδώ και αιώνες, αξία διαχρονική, χειροπιαστή. Εμένα γιορτάζεις, που κάθε χρόνο ανασταίνομαι. Αφού σταυρώνομαι απ' το βαρύ χειμώνα. Εμένα γιορτάζεις, 12 μήνες έχω κι εγώ για μαθητές κι έναν Ιούδα Μάρτη, που με προδίδει διαρκώς. Μια μάνα Φύση έχω, καρτερική, μακριά μου, χωρίς να διεκδικεί την ύπαρξή μου. Κι έναν πατέρα δημιουργό, το πυρ, που φτιάχνει ζωές, νέα σώματα μέχρι τις εσχατιές του σύμπαντος.
Με τις δυνάμεις μου ανασταίνω τις ψυχές, με τους χυμούς, που λέτε συναισθήματα, και που κινούν τον έρωτα. Αυτός είναι ο Χάρος του θανάτου. Ο έρωτας.
Είμαι η Ανοιξη. Κάποτε μ' αναγνώριζαν με τ' όνομά μου και με τιμούσαν. Μετά με είπαν χίλια ονόματα και μ' έκαναν θρησκεία. Για την ακρίβεια, με έκαναν κεφάλαιο θρησκείας. Κάθε θρησκείας.
Γεννιέμαι και πεθαίνω προτού φανούν οι άνθρωποι στη Γη. Και δεν με νοιάζει για πόσο ακόμα θα υπάρχω. Δωρεάν η ύπαρξή μου. Δεν έχω προσφορά, ούτε και οπαδούς ή εχθρούς. Αυτά είναι αδυναμίες και ανάγκες των ανθρώπων.
Είμαι η Ανοιξη. Εμένα στ' αλήθεια γιορτάζεις.
Είμαι η Ανοιξη. Κάποτε μ' αναγνώριζαν με τ' όνομά μου και με τιμούσαν. Μετά με είπαν χίλια ονόματα και μ' έκαναν θρησκεία. Για την ακρίβεια, με έκαναν κεφάλαιο θρησκείας. Κάθε θρησκείας.
Γεννιέμαι και πεθαίνω προτού φανούν οι άνθρωποι στη Γη. Και δεν με νοιάζει για πόσο ακόμα θα υπάρχω. Δωρεάν η ύπαρξή μου. Δεν έχω προσφορά, ούτε και οπαδούς ή εχθρούς. Αυτά είναι αδυναμίες και ανάγκες των ανθρώπων.
Είμαι η Ανοιξη. Εμένα στ' αλήθεια γιορτάζεις.
(Γ. Παπαδόπουλος-Τετράδης, Ελευθεροτυπία, 3/4/2010)