(ΒΗΜΑ, 21/4/2010)
Το κύριο άρθρο του Βήματος, στην πρώτη επέτειο του πραξικοπήματος μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την Κυριακή 20 Απριλίου 1975, έγραφε:
Να μη χαθή η εμπειρία της επταετίας
«Σαν σήμερα βράδυ, πριν από οκτώ χρόνια, ξέσπασε το πραξικόπημα των «απριλιανών» αξιωματικών· πραξικόπημα που είχε καταστήσει δυνατό η συνταγματική εκτροπή του Ιουλίου του 1965. Ηταν το αποκορύφωμα και η κατάληξη μιας διετούς κρίσεως που ώφειλε να έχη λυθή με την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία.
Αντί όμως για εκλογές, είδαμε μερικούς αξιωματικούς ν' αρπάζουν την ευκαιρία που τους προσέφεραν οι προθέσεις και τα σχέδια όσων πάσχιζαν ν' αποφύγουν, ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ, την επικείμενη τότε εκλογική αναμέτρηση: Ωρισμένων δηλαδή κύκλων της αυλής, ωρισμένων, στρατιωτικών παραγόντων, ωρισμένων ξένων μυστικών υπηρεσιών...
Μέσα στο τεχνητό κλίμα ενός ανυπάρκτου -όπως ομολογήθηκε εκ των υστέρων- «κομμουνιστικού κινδύνου», οργανώθηκε, στις αρχές του 1967, η αντεπίθεση της «καθυστηκυΐας τάξεως» εναντίον του αιτήματος του λαού για εκλογές. Περιχαρακωμένη ΕΚΤΟΣ πλαισίου νομιμότητος, είχε η τάξη αυτή για σύνθημά της «να διενεργηθούν οι εκλογές, όταν ο ελληνικός λαός ηρεμήση». Το ίδιο ακριβώς μοτίβο που επρόκειτο να υιοθετήση λίγο αργότερα η δικτατορία Παπαδοπούλου, που ζητούσε από τον ελληνικό λαό όχι πια να «ηρεμήση» αλλά να «ωριμάση»...
Το κύριο φραστικό εύρημα των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου, για να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους, ήταν ο χαρακτηρισμός της δικτατορίας τους σαν «ιστορική αναγκαιότητα» απορρέουσα από τον εκτροχιασμό της πολιτικής ζωής του τόπου, ύστερα από τον Ιούλιο του 1965. Η αναξιότητα όμως ωρισμένων βουλευτών δεν συνεπάγεται χρεοκοπία του κοινοβουλευτισμού και δεν μπορεί να δικαιολογήση ποτέ την αναίσχυντη αναίρεση των δημοκρατικών ελευθεριών και λειτουργιών. Ετσι όπως δεν μπορεί ποτέ να συγχωρηθούν τα όσα υπέστησαν οι Ελληνες και ο τόπος μας στην επτάχρονη δικτατορική κατοχή.
Κάποτε το δικτατορικό καθεστώς κατέρρευσε (όχι και τυπικά ανατρεπόμενο, αλλά παραδιδόμενο) αφού όμως είχε ήδη οδηγήσει την Ελλάδα στο κατώφλι της εθνικής καταστροφής, με την εγκληματική επέμβαση στην Κύπρο και με την πλήρη ανετοιμότητά του ν' αντιμετωπίση την τουρκική απειλή.
Ενώ περισυλλέγομε σήμερα ακόμη τα συντρίμμια της παράλογης κι εθνοφθόρας πολιτικής της χούντας στην Ελλάδα και στην Κύπρο, δεν απομένουν βεβαίως περιθώρια για «λήθη» της προδοσίας. Δεν είναι τούτο θέμα ηθικής τάξεως μονάχα, αλλά και άμυνας κατά των νοσταλγών ή των επιδόξων μιμητών, που ίσως ειλικρινά, να πίστευαν ως χθες, πως το χαμένο στρατιωτικό παιχνίδι μπορούσε τότε να κερδηθή. Η περυσινή ωστόσο Ελλάδα, στο πρώτο εξάμηνο του '74 (που δεν έχει ευτυχώς καμμιά σχέση με την σημερινή) ήταν μια χώρα εσωτερικά διαλελυμμένη και στρατιωτικά εξαρθρωμένη, όπως το απέδειξε η απόβαση των Τούρκων στην Κύπρο και η τραγελαφική εκείνη επιστράτευση που κήρυξε η χούντα, λίγο προτού θρυμματισθή.
Το μέτρο της ανανεωτικής δυνάμεως της Δημοκρατίας μας το έδωσε η αποτελεσματική αμυντική αναδιοργάνωση κι η εντυπωσιακή ανόρθωση του τόπου, μόλις ξαναβρήκε η Πολιτεία το ρυθμό της συνταγματικής νομιμότητος.
Στην διάρκεια της επταετίας, όπως και σε κάθε άλλη αντίστοιχη «κατοχή» καλλιεργήθηκαν οι προσδοκίες του ελληνικού λαού, όχι μόνο για την αποτίναξη του ζυγού μα και για την ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ αλλαγή του πολιτικού βηματισμού, όταν θα ξαναβρίσκαμε την ελευθερία και την δημοκρατία. Οι οργανώσεις και οι πυρήνες αντιστάσεως που δημιουργήθηκαν είχαν για στόχο είτε την βίαιη ανατροπή του καθεστώτος, είτε την διατήρηση της δημοκρατικής συνειδήσεως του ελληνικού λαού σε διαρκή εγρήγορση. Μα πίσω από την κάθε αυτή προσπάθεια, έμενε ζωντανή η ελπίδα πως δεν θα πάνε χαμένα τα χρόνια των αγώνων· πως θα δημιουργήσωμε κάποτε μια νέα Ελλάδα.
Κρατάει το δισκάκι ο Άνθιμος, δεξιά πίσω του ο Χριστόδουλος
Από την απελευθέρωση έχουν κιόλας περάσει εννέα μήνες. Είδαμε στο διάστημα αυτό μία πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητος· τις πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές σε δέκα χρόνια· ένα δημοψήφισμα που κατέδειξε πως ο ελληνικός λαός δεν ανέχεται όχι τόσο το πρόσωπο του πρώην βασιλέως όσο και τον ίδιο το θεσμό της κληρονομικής μοναρχίας· την διενέργεια δημοτικών εκλογών. Και είδαμε ακόμη να τίθεται θέμα καθάρσεως και ανασυγκροτήσεως της Πολιτείας όχι μόνον από τη Βουλή αλλά και από πλατύτερα στρώματα που πολιτικοποιήθηκαν ζωηρά στην διάρκεια της Δικτατορίας.
Η ευεργετική πλευρά της ανανεωμένης πολιτικής συνειδήσεως έγινε αισθητή κατά την διάρκεια των τελευταίων εννέα μηνών και στον τρόπο με τον οποίο ο πολιτικός κόσμος, στο σύνολό του, αντιμετώπισε εθνικές κρίσεις και ξένες επιβουλές. Μπροστά στους αμέσους κινδύνους που διέτρεχε ο τόπος, η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων φάνηκε αρραγής όσο ποτέ στο παρελθόν.
Ωστόσο, η ηθική κάθαρση του παρελθόντος και η ενότητα απέναντι στους εθνικούς κινδύνους δεν αρκούν για να συγκροτηθή μια καινούργια Ελλάδα, εφόσον η πολιτική ζωή διαμορφώνεται πάντοτε στα παλαιά πλαίσια, με κόμματα προσωπικά, με έλλειψη ουσιαστικής συμμετοχής της εκλογικής βάσεως στην πολιτική πορεία της χώρας.
Προς το παρόν, το σύστημα λειτουργεί χωρίς οξύτητες. Μα αυτό δεν φθάνει. Πέραν του Κυπριακού, του οικονομικού ή της καθάρσεως, μένει άλυτο το πρόβλημα της ανανεώσεως στην λειτουργία της Πολιτείας.
Αν εγκαίρως δεν βρουν οι υπάρχοντες πολιτικοί σχηματισμοί τη δύναμη να ανασυγκροτηθούν και να χαράξουν μια πορεία που να ικανοποιή τις σημερινές δίκαιες απαιτήσεις του ελληνικού λαού, κινδυνεύουν να βρεθούν ξεπερασμένοι από την κοινωνική δυσφορία σ' όλες της τις μορφές».