Η πρόταση βασίζεται στο σκεπτικό της ΜΟΤΟ (=Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας), τεκμηριώνεται λεξικογραφικά, και περιλαμβάνει παραδείγματα όρων από τη Βάση TELETERM.
1. Πρόταση
follow up
{ρήμα αμετάβατο}
επακολουθώ {παθητικό: επακολουθούμαι}, παρέπομαι
μετοχές: επακολουθών, παρεπόμενος, επακολουθούμενος
follow-up
{ουσιαστικό που δηλώνει ενέργεια} επακολούθηση
{ουσιαστικό, αποτέλεσμα} επακολούθημα, παρεπόμενο
follow-up
{επίθετο} επακόλουθος, παρεπόμενος
επίρρημα: επακόλουθα, επακολούθως
παράγωγα: επακολουθία, επακολουθητικός, επακολουθητικά
2. Τεκμηρίωση
Α) Αγγλικό λεξικό:
Σύμφωνα με το Random House Webster’s Dictionary:
follow up (ρήμα)
a. to pursue closely and tenaciously.
b. to increase the effectiveness of by further action or repetition.
c. to pursue to a solution or conclusion.
fol·low-up (ουσιαστικό)
1. the act of following up.
2. an action or thing that serves to increase the effectiveness of a previous one, as a second or subsequent letter, phone call, or visit.
3. Also called follow. Journalism.
a. a news story providing additional information on a story or article previously published.
b. Also called sidebar, supplementary story. a minor news story used to supplement a related story of major importance. Cf. feature story (def. 1), human-interest story, shirttail.
(επίθετο)
4. designed or serving to follow up, esp. to increase the
effectiveness of a previous action: a follow-up interview; a follow-up offer.
5. of or pertaining to action that follows an initial treatment, course of study, etc.: follow-up care for mental patients; a follow-up survey.
Β) Ελληνικό λεξικό:
Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικό Δ. Δημητράκου:
επακολουθώ:
1) έρχομαι κατόπιν τινός αμέσως, ακολουθώ τινά εκ του πλησίον || συνοδεύω τινά, βαίνω εν συντροφία μετά τινος
4) έπομαι, υπακούω, συμμορφούμαι τινί
9) κ. νεώτ: συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα
παρέπομαι:
ακολουθώ εκ του σύνεγγυς, συνοδεύω, συντροφεύω || παρακολουθώ τι || επακολουθώ || είμαι φυσικόν επακολούθημά τινος, ... || είμαι αποτέλεσμά τινος || το ουδ. της μετοχής: το παρακολούθημα, η συνέπεια αναγκαία ή τυχαία ||
τα παρεπόμενα: τα αναγκαία επακόλουθα ||
τα παρεπόμενα των πτωτικών ή των ρημάτων (γένος, κλίσις, αριθμός, ...)
3. Χρήση σε όρους:
Στη βάση TELETERM υπάρχουν οι όροι:
follow up activity επακόλουθη δραστηριότητα
follow-up training programme επακόλουθο πρόγραμμα κατάρτισης
fault follow-up παρεπόμενα (εντοπισμού) βλάβης
Από το «Ορόγραμμα» της ΕΛΕΤΟ
(Κ.Β.)