Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα άκουγα, όσες φορές οι μεγάλοι λέγανε για κάποια κοπέλα που παντρεύτηκε, ότι, άντε «αποκαταστάθηκε» και αυτή. Στο δρόμο που βγαίναμε μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά για να πάμε οικογενειακή επίσκεψη ή να κάτσουμε στο Αναψυκτήριο ΑΙΓΛΗ στο Ζάππειο -τον παλιό εκείνο τον καιρό- όποιον φίλο ή γνωστό συναντούσαμε και είχε κόρη σε ηλικία γάμου, η πρώτη ερώτηση που κάνανε όλοι ήτανε: «Αποκατέστησες την κόρη σου;» λες και ήταν κανένα αντικείμενο που έπρεπε να το φέρεις στην προηγούμενη κατάσταση. Στη χειρότερη δε περίπτωση, λες και είχε κάνει καριέρα σε οίκο ανοχής και βρέθηκε ένας χριστιανός Καραμουρτζούνης, χωρίς να εξετάσει το μεμπτό και σκοτεινό παρελθόν της κοπέλας και την παντρεύτηκε.
Για τον γιο ήτανε λιγάκι ποιο απλά τα πράγματα, συγκριτικά βέβαια με την προδιαγεγραμμένη μοίρα των θηλυκών της οικογένειας. Μπορούσε να παντρευτεί όποτε ήθελε, αλλά βέβαια εφόσον είχε αποκαταστήσει την ή τις αδελφές του! Αν δε ο ταλαίπωρος είχε καμία αδελφή που είχε ξεσκονίσει το ράφι της, τότε αρχίζανε τα τραγελαφικά της ελληνικής οικογένειας.
Όλοι γύρω της, το οικογενειακό, το φιλικό περιβάλλον συνωμοτούσανε για την αποκατάσταση της κόρης. Την είχανε βάλει στη μέση ενός ασφυκτικού κλοιού και της κάνανε πλύση εγκεφάλου για τα καλά του γάμου, λες και η γιαγιά και η μαμά περάσανε ζωή χαρισάμενη με τους άντρες τους. Γραμμάτιο με ημερομηνία λήξεως λέγανε το κορίτσι, μάλιστα είχα ακούσει και αυτή τη λέξη. Άκου! γραμμάτιο!
Τα προξενιά πήγαιναν κι έρχονταν. Και να πεις ότι ήταν καμία μεγαλοκοπέλα, ότι ήτανε κάπως βρε παιδί μου; Ότι ήτανε έτσι και αλλιώς, ότι ήτανε ονειροπαρμένη ή ότι είχα κάποιο κουσούρι φανερό -γιατί τα κρυφά δεν τα λέγαμε, τα κουκουλώναμε επιμελώς- τίποτα από όλα αυτά, μια χαρά κοπέλα. Με αυτά και κάτι άλλα την κατευθύνανε να μετράει, να κοιτάει να συγκρίνει, να ψάχνει και αυτή για τον υποψήφιο γαμπρό. Αυτή δε, από το λέγε-λέγε κάθε μέρα, την είχε κυριεύσει το σύνδρομο του γαμπρού.
Τώρα αυτό τι σημαίνει; Απλά πράγματα, κάθε αρσενικό που γνώριζε, το μέτραγε σαν υποψήφιο γαμπρό! Πρώτα-πρώτα το επάγγελμα. Α! όλα κιόλα εκεί δεν έκανε πίσω, είπαμε να παντρευτούμε, αλλά όχι με μη αποδεκτό κοινωνικά επάγγελμα. Μετά μέτραγε και τα χρονάκια του, να μην ήτανε και κανένας «μεγάλος», είπαμε να παντρευτούμε αλλά όχι και να πάρουμε κανένα με απόσταση «έτη φωτός».
Τώρα για τα εξωτερικά του προσόντα της είχανε πει, ότι η ομορφιά στον άντρα δεν είναι πια και κανένα σπουδαίο προσόν, περνάει άλλωστε. Το ζητούμενο είναι να είναι σχετικά συμπαθητικός. Όσο δε πιο καλά επαγγελματικά και οικονομικά κρατιόταν, τόσο λιγότερο ενδιέφεραν η εμφάνιση και τα υπόλοιπα, τα οποία υπόλοιπα ήτανε ο χαρακτήρας του. Άλλωστε η γιαγιά έλεγε -σοφή γυναίκα- ότι τον άντρα τον μαθαίνει η γυναίκα όταν ξυπνήσει μαζί του στο ίδιο κρεβάτι και μοιράζονται τα ίδια προβλήματα.
Αν κάποιος κατά τον οικογενειακό κατάλογο με τα «10 προσόντα ενός κατάλληλου γαμπρού», συγκέντρωνε τα περισσότερα από αυτά, τότε πια η κόρη δεν κρατιόταν και έσπευδε να καταθέσει στα υπόψη του, εκτός της πνευματικής προίκας που διέθετε, τα γαλλικά, το πιάνο, την καλή της ανατροφή, άψογη στο savoir-vivre, στο στρώσιμο του επίσημου τραπεζιού και στο ράψιμο των κουμπιών (την εποχή της μαμάς μου τα κορίτσια των καλών οικογενειών πήγαιναν στην Σχολή Κοπτικής-Ραπτικής ORE για να αποκτήσουν εφόδια δια την οικογενειακή τους ζωή), έριχνε έτσι και για να πλανάται στον αέρα, το ρετιρέ προικώο που είχε στα σύνορα Κολωνακίου και Νεάπολης, το οποίο ήτανε ακατοίκητο και περίμενε το μέλλοντα γαμπρό να εγκατασταθούν.
Αν δε το επάγγελμα ήταν συναφές με την οικοδομική δραστηριότητα, τότε (όπως την είχαν συμβουλέψει), πέταγε για το παλιό διώροφο στο Παγκράτι που ναι μεν μένει η γιαγιά εκεί αλλά μπορεί άνετα να δοθεί αντιπαροχή και να χτισθεί μια ωραία πολυκατοικία. Τη μονοκατοικία με το τεράστιο οικόπεδο στην Βάρκιζα, που θα το κληρονομήσει από τη θεία Ελένη, αδελφή του μπαμπά που παντρεύτηκε μεγάλη και δεν έκανε παιδιά και ήταν η μόνη ανιψιά. Το εξοχικό δίπλα στη θάλασσα που παραθερίζει η οικογένεια κάθε καλοκαίρι είναι και κάτι στρέμματα με ελιές που δίνουν το λάδι της χρονιάς και περισσεύει κιόλας.
Τώρα, με όλες αυτές τις αναφορές, τις μηχανορραφίες και τα δήθεν και τα έτσι, ο γαμπρός δεν ερχότανε πάντα στο πιάτο. Και ναι μεν τα προξενιά δεν λείπανε, αλλά πολλοί υποψήφιοι γαμπροί πανικόβλητοι από την πρεμούρα περί δεσμεύσεως, η οποία ήταν έντονα διάχυτη στην ατμόσφαιρα, το στρίβανε αλλά γαλλικά, υποψιαζόμενοι ότι κάτι δεν πάει καλά.
Η αγωνία ήταν εμφανής, οι γονείς διότι πέρναγε ο καιρός (έλεος!) και η κοπέλα διότι ήθελε να φύγει από το σπίτι, ελπίζοντας ότι ο γάμος θα της άνοιγε άλλους ορίζοντες και θα ήταν πιο ελεύθερη και όχι πια καταπιεσμένη.
Κάποια στιγμή, βρέθηκε για την κόρη -την υποψήφια νύφη- το γραμμάτιο, ένας γαμπρός. Ευγενικός, καλό επάγγελμα, συμπαθητικός, πληρούσε σχεδόν τον κατάλογο με τα «10 προσόντα ενός κατάλληλου γαμπρού». Τώρα, αν μερικά δεν ήταν ικανοποιητικά, εντάξει δεν χάλασε ο κόσμος, αυτά θα κοιτάμε τώρα, τον γαμπρό να μη χάσουμε.
Τα βρήκανε, τα συμφωνήσανε είπανε και οι 2 πλευρές το ναι, αρραβωνιαστήκανε και περιχαρείς πια μετά από σύντομο χρονικό διάστημα (οι αρραβώνες δεν είναι καλό να κρατάνε πολύ), ανεβήκανε τα σκαλιά της εκκλησίας. Όταν πέρασε ο μήνας του μέλιτος, εγκαταστάθηκαν στο ρετιρέ στα σύνορα Κολωνακίου και Νεάπολης.
Πέρασε αρκετός καιρός, να μην πω χρόνια, αποκτήσανε 4 παιδιά για να βγάλουνε τα ονόματα όλων των εκατέρωθεν παππούδων και γιαγιάδων και η πρώην κόρη, το γραμμάτιο, πλένοντας τα πιάτα και αραιώνοντας τη σαπουνάδα με δάκρυα, αναστενάζοντας μοιρολατρικά (σύνδρομο του νεροχύτη ονομάζεται), θυμήθηκε τα σοφά λόγια της γιαγιάς -ότι τον άντρα τον μαθαίνει η γυναίκα όταν ξυπνήσει μαζί του στο ίδιο κρεβάτι και μοιράζονται τα ίδια προβλήματα- Για άλλο ξεκίνησε και άλλο της προέκυψε.
Για να πούμε και την αλήθεια, δεν έγιναν όλοι οι γάμοι με αυτό τον τρόπο, βέβαια. Άλλοι με συνοικέσιο, άλλοι με δήθεν τυχαία γνωριμία, άλλοι από έρωτα, άλλοι από συμφέρον, άλλοι από ανάγκη.
Θα αναλύσουμε όσο ποιο αμερόληπτα μπορούμε, μεταξύ αστείου και σοβαρού κάποιους χαρακτήρες ανδρών που αγαπήσαμε, αγαπάμε, κοιμόμαστε μαζί, κάναμε παιδιά μαζί, συνυπάρχουμε σαν ζευγάρι ή σαν συγκάτοικοι στο ίδιο σπίτι, αλλά ώρες-ώρες θα θέλαμε να τους εξαφανίσουμε!
Η συνέχεια σύντομα!