1. Ο Ανάποδος
της Ισμήνης
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται και πόσο πρωί, όσο αξημέρωτα τόσο καλύτερα ή χειρότερα, ανάλογα. Ξυπνάει με μούτρα, σηκώνεται με μούτρα, πάει στο μπάνιο με μούτρα.
Εντάξει δεν έχουνε όλοι το γέλιο στην άκρη των χειλιών, ούτε κελαηδάνε σαν καναρίνια εν οργασμώ. Αλλά τούτος εδώ βρε παιδί μου είναι άλλο πράγμα. Έτσι, για ποικιλία, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη αιτία είναι απόφοιτος της εκλεκτής σχολής με την επωνυμία «Μουτρωμένοι άντρες». Μην ψάχνετε πού κατοικοεδρεύει αυτή η σχολή, ρωτήστε τις παντρεμένες.
Θυμάται, τότε που ψάχνανε για έπιπλα της κρεβατοκάμαρας και της είχε δηλώσει ορθά–κοφτά ότι «σε διπλό κρεβάτι εγώ δεν κοιμάμαι». «Θα παραγγείλουμε» έλεγε «δύο κρεβάτια και θα τα έχουμε ενωμένα, αλλά με ξεχωριστά στρώματα και σκεπάσματα ο καθένας.»
Αμάν! Τι ήταν πάλι αυτό; Γίνεται γάμος χωρίς διπλό κρεβάτι; Τι θα γίνουν τα σεντόνια και οι κουβέρτες της προίκας που ήταν όλα διπλά; «Δεν μπορώ», της είπε, «κάνω δύσκολο ύπνο, θέλω να σκεπάζομαι όπως βολεύομαι και να μην μου τραβάει ο άλλος (ο άλλος ήταν η γυναίκα του) την κουβέρτα». Τι να πει αυτή, το δέχθηκε. Λεπτομέρειες, σκέφθηκε.
Έλα όμως που η γιαγιά έπλεκε από χρόνια την βαμβακερή κουβέρτα-κάλυμμα με το βελονάκι (μπακλαβαδωτά μοτιφάκια, τα οποία ενώνονταν μεταξύ τους και έκαναν πολύ ωραίο σχέδιο) για διπλό κρεβάτι! Όταν της είπε η εγγονή ότι θα αγοράσουν δύο κρεβάτια και η διπλή κουβέρτα θα έπρεπε να γίνουν δύο μονές, η γιαγιά αναφώνησε, όχι για τον κόπο της βέβαια, κουνώντας το κεφάλι της: «Τι πράγματα είναι αυτά; Νιόπαντροι σε 2 κρεβάτια;»
Και δε μου λες κυρά μου», της είπε, «πώς θα φιλιώσετε μετά από ένα καυγά, όλα δα τα ζευγάρια καυγαδίζουν, όταν θα κοιμόσαστε ξεχωριστά και όχι δίπλα-δίπλα; Πώς θα τρίψεις το πόδι σου στο δικό του, θα το βγάζεις έξω από την κουβέρτα να ψάχνεις το δικό του;» Σοφή γυναίκα η γιαγιά!
Μετά, ήρθε ένα άλλο περιστατικό που κι αυτό το πέρασε στις λεπτομέρειες. Είδε ο υποψήφιος το καλό σερβίτσιο φαγητού που τους έκανε δώρο ο θείος Φαίδων, πορσελάνη Rosenthal, παραγγελία στη Γερμανία με φύλλα χρυσού, παρακαλώ, και ζωγραφισμένο στο χέρι το μονόγραμμά σου. Μμμμμ… έκανε, «θα αγοράσουμε καλύτερο από την Ιταλία που θα πάμε ταξίδι.» Σιγά μην πήγατε ποτέ, μετά από τόσα χρόνια γάμου αυτό το σερβίτσιο έχετε ακόμα.
Αμ το άλλο; Που πήγε περιχαρής να του δείξει το διαμέρισμα που θα μείνουν, μεγάλο, φωτεινό, με δρύινα πατώματα και πόρτες, ακατοίκητο ακόμα, κι αυτός το μόνο που βρήκε να πει ήταν: «Ωραίο είναι, αν στρώσεις δε κι ένα πλαστικό δάπεδο πάνω από το ξύλο, θα είναι πανέμορφο.» Τρομάρα της, αλλά πού να τα δει όλα αυτά τα σημάδια, βλέπεις τον ερωτεύτηκε. Είχαν και κουμπαριά, από εκεί τον γνώρισε.
Του πατέρας της, μόνο που δε του ήρθε συγκοπή του ανθρώπου, μόλις αυτή πέταξε τη σπόντα ότι καλό παιδί μπαμπά ο Δημήτρης. Δεν τον ήθελε με τίποτα, η κόρη του το καμάρι της γειτονιάς να παντρευτεί αυτόν που ήταν και κατά πολύ μεγαλύτερος, είχε άσπρα μαλλιά - τότε δεν κυκλοφορούσε ο Ριτσαρντ Γκιρ. Δεν της ταίριαζε βρε παιδάκι μου. Αλλά αυτή μουλάρωσε, θα τον πάρω!
Στο τέλος, η γιαγιά έδωσε τη λύση λέγοντας στο γιο της: «Αν πάρει αυτόν που θέλεις εσύ και δεν περνάει καλά, θα σου πει ότι εσύ φταις πατέρα. Ενώ, εφόσον παντρευτεί αυτόν που θέλει αυτή και καλά να μην περνάει, δεν θα πει κουβέντα.»
Και όντως έτσι έγινε. Τόσα χρόνια, κουβέντα δεν έβγαλε, σε κανένα δεν μίλησε. Σοφή γυναίκα η γιαγιά! Μόνο μια φορά που την είδε πολύ αδυνατισμένη, πέταξε στο γαμπρό, όλο φαρμάκι: «Ο καλός ο άντρας στο μάγουλο της γυναίκας του φαίνεται.»