23 March 2008

Αγαπημένε μου ... σύζυγε

3. Ο Τσιγκούνης

της Ισμήνης

Πολλά μπορεί να ανεχθεί μια γυναίκα με τον άντρα που παντρεύτηκε, εκείνο που δεν καταπίνεται με τίποτα είναι η τσιγκουνιά. Αρρώστια είναι η τσιγκουνιά, αγιάτρευτη! Και να πεις ότι δεν είχε λεφτά, ότι ήταν μεροκαματιάρης; Διευθυντής και σε πολύ καλό εργοστάσιο παρακαλώ.

Δεν το ψυλλιάστηκε τότε την πρώτη φορά, όταν αυτή έψαχνε για το νυφικό του γάμου σε διάφορους οίκους μόδας, να βρει κάτι που ονειρευόταν - νυφικό ήταν αυτό το ωραιότερο φόρεμα της γυναίκας. Όλοι τη νύφη κοιτάνε και το νυφικό. Τελικά το βρήκε, κόστιζε κομματάκι αλλά ήταν το κάτι άλλο. Όταν συναντηθήκανε και του είπε πόσο κοστίζει και όλα τα σχετικά, αυτός το έπαιξε έξυπνα.

-Βρε κούκλα μου της λέει, πεταμένα λεφτά να αγοράσουμε νυφικό, ενώ μπορούμε με λιγότερα χρήματα να το νοικιάσουμε και με τα υπόλοιπα να κάνουμε το ονειρεμένο ταξίδι μέλιτος.

Δεν της ήρθε καλά, αλλά αυτός είχε τον τρόπο του με πειθώ και επιχειρήματα. Σα να έχει δίκιο σκέφθηκε αυτή στο τέλος και του απαντάει ότι θα πάει την επομένη στο μαγαζί να συνεννοηθεί. Της πετάει αυτός αμέσως να την προλάβει, να σε πάει η αδελφή μου εκεί που έφτιαξε το δικό της νυφικό πάρα πολύ ωραίο, το ράψανε στα μέτρα της, όπως το ήθελε και την επομένη του γάμου το επέστρεψε.

Πολύ καλό μαγαζί. Πάνε λοιπόν σε ένα μαγαζάκι, μια σούδα κάπου χωμένο στην Αιόλου, ανέβηκαν κάτι σκαλιά σε ένα πατάρι που είχε τα προς ενοικίαση νυφικά. Της έδειξε 2-3 κομμάτια και πως θα έφτιαχναν το καινούργιο, η αδελφή πια όλο χαρές και πόσο καταπληκτικό είναι, της έλεγε (την είχε δασκαλέψει ο αδελφός της, πάση θυσία να πάρουν το φτηνό νυφικό).

Μαγκώθηκε η κοπέλα, άλλα ονειρευόταν και άλλα της έβγαιναν, με μισή καρδιά συγκατατέθηκε σε εκείνη την πρόταση, βλέπεις, ο γαμπρός πληρώνει το νυφικό. Σιγά που κάνανε και το ονειρεμένο ταξίδι του γάμου, με τα λεφτά που δεν έδωσαν για το νυφικό, μέχρι τη Ρόδο πήγαν.

Μετά προστέθηκε το άλλο. Ήρθε η ευλογημένη ώρα να γεννήσει το 1ο παιδί, χαρά και συγκίνηση όλη η οικογένεια. Με τους πρώτους πόνους πάνε στην κλινική, μια μικρή ιδιωτική, και την πάνε σε ένα δωμάτιο με 2 σιδερένια κρεβάτια. Πάνω στην ζάλη και τους πόνους δεν το πολυπρόσεξε, νόμισε ότι ήταν κάτι σαν αίθουσα προετοιμασίας.

Μετά το χειρουργείο, όταν επιβεβαιώθηκε ότι ήταν δωμάτιο νοσηλείας, συνέκρινε τα άλλα δωμάτια με το δικό της. Σε όσους δε της τηλεφωνούσαν να πάνε να την δούν στην κλινική, απαντούσε αρνητικά.

Και μετά ήρθε καπάκι το δώρο που είθισται να κάνει ο σύζυγος στη σύζυγο για τα γεννητούρια. Έψαχνε 1 μήνα της είπε για να βρει κάτι εντυπωσιακό και τελικά την πήγε σε ένα μαγαζί που ήταν ένας καλός τεχνίτης σε κάποια γειτονιά με χωματόδρομους, για να της πάρει ένα παντατίφ.

Το άλλο; Αρρώστησε η γυναίκα και χρειάστηκε να της κάνουνε μια σοβαρή εγχείρηση. Ήταν μισοναρκωμένη, δεν είχε συνέλθει ακόμα και, πριν φύγει, τη ρωτάει, δεν θέλεις αποκλειστική νοσοκόμα τα βράδυ έτσι δεν είναι; Μια χαρά σε βλέπω! Άσε που έπαθε η γυναίκα καρδιακό επεισόδιο κι έπρεπε επειγόντως να έρθει εξωτερικός καρδιολόγος, αυτός ρώταγε πόσο θα στοιχίσει!

Νταλκάς δε το καθημερινό οικονομικό θέμα. Ανάθεμα σε αυτόν που έφτιαξε το προικοσύμφωνο, τον προικολήπτη και μαζί όλες τις αμαρτίες για τις οικοδέσποινες ή του επαγγέλματος οικιακά. Είχε πάρει προίκα από τον πατέρα της 2 διαμερίσματα, στο ένα καθόταν το ζευγάρι, και μαζί 2 μαγαζιά, νοικιασμένα όλα παρακαλώ. Σιγά που είδε λεφτά ποτέ στα χέρια της, την χαρτζιλίκωνε μηνιαίως. Όταν τόλμησε να του πει ότι τα ενοίκια είναι δικά της, της απαντάει «ότι θέλεις θα μου το ζητάς» και γιατί παρακαλώ, «σου λείπει τίποτα;» Ήταν η αποστομωτική απάντηση.

Πόσες φορές έφευγε από το σπίτι χωρίς να αφήσει 5 δραχμές ούτε για ψωμί. Ουσιαστικά δεν είχε καταλάβει, μάλλον δεν το είχε συνειδητοποίηση απόλυτα ότι ήταν μια εκβιαστική κατάσταση, ο άνθρωπος που δεν έχει χρήματα, δεν σηκώνει κεφάλι, άρα είναι δέσμιος.

Γλυκέ μου, δώσε μου χρήματα να αγοράσω μια ρόμπα που τη χρειάζομαι, του έλεγε. Και ο καλός ο σύζυγος της την έφερνε την επομένη από μια αποθήκη στο Περιστέρι που είχε καλά και φθηνά πράγματα, που να τρέχει αυτή με τα παιδιά να ψάχνει. Είχε δε και την απαίτηση το βράδυ να του ξεπληρώσει τη ρόμπα εις είδος.

Μετράει τη συχνότητα κατανάλωσης των χαρτιών τουαλέτας.

–Πάλι χαρτί φωνάζει, αμάν πια κάνετε και λίγη οικονομία (μεθερμηνευόμενο: χ…τε λιγότερο!)

Μετράει τα πιάτα της κουζίνας μέσα στην πιατοθήκη, αλίμονο αν λείπει ένα πιάτο από τη θέση του, να έχει σπάσει και δεν είναι έγκαιρα ενημερωμένος δια την απώλεια. Κόβει τις χαρτοπετσέτες στη μέση, δεν χρειάζεται όλη η χαρτοπετσέτα και με τη μισή κάνουμε τη δουλειά μας.

Αγοράζει πλήθος τροφίμων όσα βρίσκει σε προσφορές, χωρίς να υπολογίσει τις ημερομηνίες λήξεως, με αποτέλεσμα να τους υποχρεώνει να τρώνε ληγμένα τρόφιμα. Κάθονται να φάνε το μεσημέρι, ας πούμε μακαρόνια με κιμά, με την πρώτη πιρουνιά που θα βάλουν στο στόμα τους αρχίζει η κοστολόγηση. Μπορείς να διανοηθείς, απευθύνεται στη γυναίκα του, πόσο κοστίζει η πιρουνιά το φαγητό που τρως; Αυτή δεν απαντάει, αλλά αυτός συνεχίζει ακάθεκτος, τόσο τα μακαρόνια, τόσο ο κιμάς, τόσο το τριμμένο τυρί, τόσο το βούτυρο, τόσο το ρεύμα που έκαψες για το μαγείρεμα, άρα η κάθε μπουκιά στοιχίζει τόσο … άντε μετά να τα βγάλεις πέρα με την ακρίβεια της σήμερον ημέρα, μονολογεί αυτός.

Κάποια στιγμή, καιρός ήταν πια, η γυναίκα αγανάκτησε. Έβαλε ση ζυγαριά τα θετικά και αρνητικά αυτού του γάμου. Μακρύς ο κατάλογος των αρνητικών, λειψός των θετικών. Δεν άντεχε άλλο, αλλά δεν ήθελε και να χωρίσει, σκεφτόταν τα παιδιά και τους δικούς της. Κι εκεί που παράδερνε στις μαύρες σκέψεις και το αδιέξοδο της ζωής της, εκεί που έστριβε τη γωνία, σαν από μηχανής θεός δημιουργήθηκε η κατάσταση. Μια κατάσταση προς την οποία ο εθελοντής κερατάς, ο άντρας της, την έσπρωξε.

Η συνέχεια στο επόμενο!