«Θα σκανδαλίσει την ελληνική κοινωνία»
ΔΗΜ. ΚΥΡΙΤΣΑΚΗΣ, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Ελεύθερη συμβίωση και με την άδεια του νόμου; Πρόταση επιτροπής αποτελεί η ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης, προς το παρόν, μεταξύ ετεροφύλων, που ως μέτρο φαντάζει προοδευτικό στο άκουσμά του. Όμως είναι στα αλήθεια χρήσιμο; Η κοινωνική πραγματικότητα, που δεν μπορεί να παραγνωριστεί, με αυτόν τον τρόπο θα αντιμετωπιστεί; Η μονολεκτική στο θέμα απάντηση ούτε εύκολη ούτε ενδεδειγμένη είναι. Ως Ένωση, συλλογικά θα τοποθετηθούμε σε ένα από τα προσεχή μας Συμβούλια. Μια πρώτη, προσωπική πάντοτε άποψη, είναι ότι μια τέτοια ρύθμιση θα σκανδαλίσει την ελληνική κοινωνία.
Άλλα τα δεδομένα και η κουλτούρα των Γάλλων, Ισπανών ή άλλων Ευρωπαίων που έχουν «προχωρήσει» ακόμη πιο πολύ. Εμείς έχουμε γείτονες ολόγυρα που αν δεν μας εχθρεύονται, τουλάχιστον δεν μας αγαπούν. Έχουμε υπογεννητικότητα, που δεν μας βοηθά καθόλου ως έθνος. Έχουμε ελλείψεις στην προστασία της μητρότητας οι οποίες δυσχεραίνουν κατά πολύ τη στήριξη και των εντός γάμου παιδιών. Έχουμε δείγματα για φαινόμενη αναζωπύρωση αλυτρωτικού χαρακτήρα συναισθημάτων σε μια πολύ μικρή, έστω, μερίδα συνανθρώπων μας. Έχουμε κοινωνικές ευαισθησίες τέτοιες που η φράση «την έχει αστεφάνωτη», στις ελάχιστες περιπτώσεις που συνέβαινε στο παρελθόν, να ηχεί κακόηχα στα αφτιά μας. Κακόηχα, γιατί αποδίδει αποστροφή, περιφρόνηση και υποτίμηση από τον κοινωνικό περίγυρο για τους πρωταγωνιστές, που δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της έγγαμης συμβίωσης, με όποιες επιπτώσεις και στερήσεις και αν συνεπάγεται αυτή.
Προσωπικά εκτιμώ ότι οι συνθήκες δεν είναι ακόμη έτοιμες για να αποδεχθούμε μια τέτοια ρύθμιση. Και αυτό όχι μόνο από θρησκειολογικής πλευράς, αλλά και λόγω ψυχοσύνθεσης και κουλτούρας των συμπολιτών μας. Ένδειξη ο πολιτικός γάμος, που πανηγυρίστηκε σε κάποια φάση, επιλέγεται όμως από ελάχιστους, καίτοι οι έννομες συνέπειές του είναι οι ίδιες με εκείνες του θρησκευτικού γάμου. Η ιδέα ότι η συμβίωση έχει καθαρά συμβατικό χαρακτήρα, έστω και με πανηγυρικό τύπο (συμβολαιογραφικό έγγραφο), εκτιμώ ότι σοκάρει.
Ελεύθερη συμβίωση και με την άδεια του νόμου; Πρόταση επιτροπής αποτελεί η ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης, προς το παρόν, μεταξύ ετεροφύλων, που ως μέτρο φαντάζει προοδευτικό στο άκουσμά του. Όμως είναι στα αλήθεια χρήσιμο; Η κοινωνική πραγματικότητα, που δεν μπορεί να παραγνωριστεί, με αυτόν τον τρόπο θα αντιμετωπιστεί; Η μονολεκτική στο θέμα απάντηση ούτε εύκολη ούτε ενδεδειγμένη είναι. Ως Ένωση, συλλογικά θα τοποθετηθούμε σε ένα από τα προσεχή μας Συμβούλια. Μια πρώτη, προσωπική πάντοτε άποψη, είναι ότι μια τέτοια ρύθμιση θα σκανδαλίσει την ελληνική κοινωνία.
Άλλα τα δεδομένα και η κουλτούρα των Γάλλων, Ισπανών ή άλλων Ευρωπαίων που έχουν «προχωρήσει» ακόμη πιο πολύ. Εμείς έχουμε γείτονες ολόγυρα που αν δεν μας εχθρεύονται, τουλάχιστον δεν μας αγαπούν. Έχουμε υπογεννητικότητα, που δεν μας βοηθά καθόλου ως έθνος. Έχουμε ελλείψεις στην προστασία της μητρότητας οι οποίες δυσχεραίνουν κατά πολύ τη στήριξη και των εντός γάμου παιδιών. Έχουμε δείγματα για φαινόμενη αναζωπύρωση αλυτρωτικού χαρακτήρα συναισθημάτων σε μια πολύ μικρή, έστω, μερίδα συνανθρώπων μας. Έχουμε κοινωνικές ευαισθησίες τέτοιες που η φράση «την έχει αστεφάνωτη», στις ελάχιστες περιπτώσεις που συνέβαινε στο παρελθόν, να ηχεί κακόηχα στα αφτιά μας. Κακόηχα, γιατί αποδίδει αποστροφή, περιφρόνηση και υποτίμηση από τον κοινωνικό περίγυρο για τους πρωταγωνιστές, που δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της έγγαμης συμβίωσης, με όποιες επιπτώσεις και στερήσεις και αν συνεπάγεται αυτή.
Προσωπικά εκτιμώ ότι οι συνθήκες δεν είναι ακόμη έτοιμες για να αποδεχθούμε μια τέτοια ρύθμιση. Και αυτό όχι μόνο από θρησκειολογικής πλευράς, αλλά και λόγω ψυχοσύνθεσης και κουλτούρας των συμπολιτών μας. Ένδειξη ο πολιτικός γάμος, που πανηγυρίστηκε σε κάποια φάση, επιλέγεται όμως από ελάχιστους, καίτοι οι έννομες συνέπειές του είναι οι ίδιες με εκείνες του θρησκευτικού γάμου. Η ιδέα ότι η συμβίωση έχει καθαρά συμβατικό χαρακτήρα, έστω και με πανηγυρικό τύπο (συμβολαιογραφικό έγγραφο), εκτιμώ ότι σοκάρει.
(BHMA, 12/3/2008)
Μένω κατάπληκτος από την επιχειρηματολογία του κ. αντιπροέδρου και από την οπισθοδρομικότητα που κραυγάζει αυτό το κείμενο. Δεν είναι μόνο ότι συσχετίζει άσχετα μεταξύ τους θέματα, δεν είναι μόνο η αντιφατικότητα στα λόγια του, δεν είναι μόνο ότι αναμασάει ιδέες και κουβέντες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου που έφερναν οι επαρχιώτες στην Αθήνα, είναι η επιμονή που διαφαίνεται από το κείμενο και αφορά όλους τους αντιδραστικούς σε κάθε κοινωνική εξέλιξη, να εμπλέκονται σε θέματα άλλων που δεν τους αφορούν καθόλου. Προσωπικά υποψιάζομαι και ένα υπόστρωμα φθόνου που δημιουργούν οι εξελίξεις, τις οποίες ο ηλικιακά απερχόμενος δεν μπορεί να αξιοποιήσει πλέον για τον εαυτό του.
Μια πρώτη ένσταση σχετίζεται με τη φράση του ότι «τέτοια ρύθμιση θα σκανδαλίσει την ελληνική κοινωνία», η οποία φράση σε συνδυασμό με την (εσφαλμένη) παρατήρησή του ότι «ο πολιτικός γάμος, που πανηγυρίστηκε σε κάποια φάση, επιλέγεται από ελάχιστους». Μα, άμα ο πολιτικός γάμος επιλέγεται από ελάχιστους, όπως γράφει (κάπου 32% των γάμων είναι ήδη), τί τον νοιάζει αν μερικές, ελάχιστες εξ αυτών των συμβιώσεων πάρουν τη μορφή των συμβολαιογραφικών «συμφωνητικών»;
Και μετά, ποιος και γιατί «σκανδαλίζεται»; Ποιος «σκανδαλίζεται» από το ζευγάρι στο διπλανό, το παραδιπλανό, το πάνω, το κάτω, το απέναντι κ.ο.κ. διαμέρισμα, για το οποίο ούτε ξέρεις, ούτε πρόκειται να μάθεις, αλλά ούτε και σε αφορά, αν παντρεύτηκε στον ορθόδοξο ή τον καθολικό παπά, στον Έλληνα ή τον αλλοδαπό δήμαρχο, στον μουφτή ή στον ληξίαρχο, στον συμβολαιογράφο ή στον κοινοτάρχη; Κι αν το μάθεις, τι σημαίνει ο «σκανδαλισμός»; Θα ζηλέψεις που δεν έκανες κι εσύ αυτή την επιλογή ή θα θυμώσεις που δεν τηρούν την «εντολή του θεού» (όπως κάνουν οι Ταλιμπάν);
Θα καταλάβαινα τον σκανδαλισμό, αν αυτός αφορούσε πράξεις και γεγονότα δημόσιων προσώπων που μας ζητάνε την ψήφο ή την συμπάθεια, που παρουσιάζονται ως δάσκαλοι ηθικής και τρόπου ζωής και παράλληλα διάγουν οι ίδιοι έναν απορριπτέο βίο. Ένας δάσκαλος που εισπράττει χρήματα από τους μαθητές του, ένας γιατρός χειρούργος που είναι μέθυσος, ένας προϊστάμενος που παρενοχλεί υφιστάμενες γυναίκες, ένας δικαστής που λαδώνεται και αποφασίζει ανάλογα, ένας κληρικός (αν ήμουν πιστός) που βάζει το χέρι στο φιλόπτωχο ταμείο κ.ο.κ. Αλλά κάποιος που μου είναι παντελώς άγνωστος ή αδιάφορος και δεν εμπλέκεται στη δική μου ζωή, γιατί να με «σκανδαλίσει»; Ο μόνος που μπορεί να «σκανδαλιστεί», είναι εκείνος που χώνει τη μουσούδα του σε ξένες υποθέσεις, είναι εκείνος που του αρέσει ο «σκανδαλισμός», που αναζητάει αφορμές για να «σκανδαλιστεί» υποκριτικά.
Τί σχέση έχουν με τα «σύμφωνα συμβίωσης» οι εθνικοί γείτονες που βλέπει ο κ. αντιπρόεδρος ότι τον εχθρεύονται (εμένα δεν με εχθρεύεται κανένας από τους «γείτονες» που έτυχε να γνωρίσω), τί σχέση έχουν τα «αλυτρωτικά αισθήματα» με τους νέους οι οποίοι, αντί να ζουν χωρίς καμία δέσμευση μπορούν να υπογράφουν σύμφωνο συμβίωσης; Υποψιάζεται ο ευρηματικός κ. αντιπρόεδρος ότι θα πάψουν να τον εχθρεύονται οι κακοί γείτονες ή θα εγκαταλείψουν τους αλυτρωτισμούς τους οι πεμπτοφαλαγγίτες, επειδή κάποιοι παντρεύτηκαν (έναντι οβολών) στην εκκλησία και δεν δεσμεύτηκαν με σύμφωνο συμβίωσης; Και πώς προέκυψαν οι φθονεροί γείτονες και οι αλυτρωτικοί, αφού πριν από 20-25 χρόνια ο εκκλησιαστικός γάμος ήταν αποκλειστικός και δεν υπήρχαν πολιτικός γάμος και σύμφωνα συμβίωσης;
Και γιατί θα αλλάξει κάτι στην υπογεννητικότητα άμα παντρευτούν πολιτικά ή εκκλησιαστικά δύο νέοι, αντί να ζουν ελεύθερα; Μόλις παντρευτούν θα σπεύσουν να κάνουν 4-5 παιδιά; Έκανε ο κ. αντιπρόεδρος αρκετά παιδιά για να προβληματίζεται για τον αριθμό παιδιών σε άλλες οικογένειες; Δεν τον ξέρω και δεν πρόκειται να ρωτήσω για τα οικογενειακά του, αλλά εκείνους που συμβαίνει να γνωρίζω εγώ στον οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό μου περίγυρο, έχουν Ο ή 1 ή 2 παιδιά, κανένας 3 - όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των υπόλοιπων Ελλήνων εξ άλλου.
Όσο δε για το επιχείρημα ότι η φράση «την έχει αστεφάνωτη» ηχεί στα αυτιά του κακόηχα, έστω ηχούσε στο παρελθόν, τί σχέση έχει αυτό με τη σημερινή πραγματικότητα; Το παρελθόν θέλει να επαναφέρει ο κ. αντιπρόεδρος ή τέτοιες φράσεις καμπανίζουν ακόμα στα αυτιά του; Έψαξε ποτέ να πληροφορηθεί γιατί οι γυναίκες ήταν εξαρτημένες από τον σύζυγο, γιατί έπρεπε αυτές να έχουν το στίγμα της αστεφάνωτης και όχι ο άνδρας; Δεν έμαθε ο κ. αντιπρόεδρος ότι άλλαξαν ανεπιστρεπτί οι εποχές και τώρα ακούγεται πολύ πιο συχνά η φράση «η κυρία βγάζει περισσότερα χρήματα από τον σύζυγο», άρα ούτε που θα την ενδιέφερε αν είναι στεφανωμένη ή οτιδήποτε άλλο;
Όταν αποφαίνεται, τέλος, ο κ. αντιπρόεδρος ότι «άλλα τα δεδομένα και η κουλτούρα των Γάλλων, Ισπανών...» (ούτε που ξέρει τί γίνεται εκεί), «...λόγω ψυχοσύνθεσης και κουλτούρας των συμπολιτών μας» (είναι και ερευνητής του ψυχολογικού DNA), «...οι συνθήκες δεν είναι ακόμη έτοιμες» (μόνιμη επωδός των απανταχού αντιδραστικών), σκέφτομαι με δέος τί τύχη θα έχει μια οποιαδήποτε δικαστική υπόθεσή μου στα χέρια του και υπό την κρίση του.
Και δεν ενδιαφέρομαι εγώ προσωπικά να συνάψω κανένα συμφωνητικό συμβίωσης, ίσως τα παιδιά μου και μπορεί μελλοντικά τα εγγόνια μου. Πιστεύω όμως ότι ο κ. αντιπρόεδρος και για τα δισέγγονά του οι ίδιες ακριβώς ιδέες θα ήθελε να ισχύουν. Η οπισθοδρομικότητα είναι σε μερικούς ανθρώπους διαχρονική -ίσως γι' αυτό έγιναν πρόεδροι και αντιπρόεδροι- και μόνο με τη συνταξιοδοτησή τους μπορούμε να ελπίζουμε σε βελτίωση.
Μένω κατάπληκτος από την επιχειρηματολογία του κ. αντιπροέδρου και από την οπισθοδρομικότητα που κραυγάζει αυτό το κείμενο. Δεν είναι μόνο ότι συσχετίζει άσχετα μεταξύ τους θέματα, δεν είναι μόνο η αντιφατικότητα στα λόγια του, δεν είναι μόνο ότι αναμασάει ιδέες και κουβέντες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου που έφερναν οι επαρχιώτες στην Αθήνα, είναι η επιμονή που διαφαίνεται από το κείμενο και αφορά όλους τους αντιδραστικούς σε κάθε κοινωνική εξέλιξη, να εμπλέκονται σε θέματα άλλων που δεν τους αφορούν καθόλου. Προσωπικά υποψιάζομαι και ένα υπόστρωμα φθόνου που δημιουργούν οι εξελίξεις, τις οποίες ο ηλικιακά απερχόμενος δεν μπορεί να αξιοποιήσει πλέον για τον εαυτό του.
Μια πρώτη ένσταση σχετίζεται με τη φράση του ότι «τέτοια ρύθμιση θα σκανδαλίσει την ελληνική κοινωνία», η οποία φράση σε συνδυασμό με την (εσφαλμένη) παρατήρησή του ότι «ο πολιτικός γάμος, που πανηγυρίστηκε σε κάποια φάση, επιλέγεται από ελάχιστους». Μα, άμα ο πολιτικός γάμος επιλέγεται από ελάχιστους, όπως γράφει (κάπου 32% των γάμων είναι ήδη), τί τον νοιάζει αν μερικές, ελάχιστες εξ αυτών των συμβιώσεων πάρουν τη μορφή των συμβολαιογραφικών «συμφωνητικών»;
Και μετά, ποιος και γιατί «σκανδαλίζεται»; Ποιος «σκανδαλίζεται» από το ζευγάρι στο διπλανό, το παραδιπλανό, το πάνω, το κάτω, το απέναντι κ.ο.κ. διαμέρισμα, για το οποίο ούτε ξέρεις, ούτε πρόκειται να μάθεις, αλλά ούτε και σε αφορά, αν παντρεύτηκε στον ορθόδοξο ή τον καθολικό παπά, στον Έλληνα ή τον αλλοδαπό δήμαρχο, στον μουφτή ή στον ληξίαρχο, στον συμβολαιογράφο ή στον κοινοτάρχη; Κι αν το μάθεις, τι σημαίνει ο «σκανδαλισμός»; Θα ζηλέψεις που δεν έκανες κι εσύ αυτή την επιλογή ή θα θυμώσεις που δεν τηρούν την «εντολή του θεού» (όπως κάνουν οι Ταλιμπάν);
Θα καταλάβαινα τον σκανδαλισμό, αν αυτός αφορούσε πράξεις και γεγονότα δημόσιων προσώπων που μας ζητάνε την ψήφο ή την συμπάθεια, που παρουσιάζονται ως δάσκαλοι ηθικής και τρόπου ζωής και παράλληλα διάγουν οι ίδιοι έναν απορριπτέο βίο. Ένας δάσκαλος που εισπράττει χρήματα από τους μαθητές του, ένας γιατρός χειρούργος που είναι μέθυσος, ένας προϊστάμενος που παρενοχλεί υφιστάμενες γυναίκες, ένας δικαστής που λαδώνεται και αποφασίζει ανάλογα, ένας κληρικός (αν ήμουν πιστός) που βάζει το χέρι στο φιλόπτωχο ταμείο κ.ο.κ. Αλλά κάποιος που μου είναι παντελώς άγνωστος ή αδιάφορος και δεν εμπλέκεται στη δική μου ζωή, γιατί να με «σκανδαλίσει»; Ο μόνος που μπορεί να «σκανδαλιστεί», είναι εκείνος που χώνει τη μουσούδα του σε ξένες υποθέσεις, είναι εκείνος που του αρέσει ο «σκανδαλισμός», που αναζητάει αφορμές για να «σκανδαλιστεί» υποκριτικά.
Τί σχέση έχουν με τα «σύμφωνα συμβίωσης» οι εθνικοί γείτονες που βλέπει ο κ. αντιπρόεδρος ότι τον εχθρεύονται (εμένα δεν με εχθρεύεται κανένας από τους «γείτονες» που έτυχε να γνωρίσω), τί σχέση έχουν τα «αλυτρωτικά αισθήματα» με τους νέους οι οποίοι, αντί να ζουν χωρίς καμία δέσμευση μπορούν να υπογράφουν σύμφωνο συμβίωσης; Υποψιάζεται ο ευρηματικός κ. αντιπρόεδρος ότι θα πάψουν να τον εχθρεύονται οι κακοί γείτονες ή θα εγκαταλείψουν τους αλυτρωτισμούς τους οι πεμπτοφαλαγγίτες, επειδή κάποιοι παντρεύτηκαν (έναντι οβολών) στην εκκλησία και δεν δεσμεύτηκαν με σύμφωνο συμβίωσης; Και πώς προέκυψαν οι φθονεροί γείτονες και οι αλυτρωτικοί, αφού πριν από 20-25 χρόνια ο εκκλησιαστικός γάμος ήταν αποκλειστικός και δεν υπήρχαν πολιτικός γάμος και σύμφωνα συμβίωσης;
Και γιατί θα αλλάξει κάτι στην υπογεννητικότητα άμα παντρευτούν πολιτικά ή εκκλησιαστικά δύο νέοι, αντί να ζουν ελεύθερα; Μόλις παντρευτούν θα σπεύσουν να κάνουν 4-5 παιδιά; Έκανε ο κ. αντιπρόεδρος αρκετά παιδιά για να προβληματίζεται για τον αριθμό παιδιών σε άλλες οικογένειες; Δεν τον ξέρω και δεν πρόκειται να ρωτήσω για τα οικογενειακά του, αλλά εκείνους που συμβαίνει να γνωρίζω εγώ στον οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό μου περίγυρο, έχουν Ο ή 1 ή 2 παιδιά, κανένας 3 - όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των υπόλοιπων Ελλήνων εξ άλλου.
Όσο δε για το επιχείρημα ότι η φράση «την έχει αστεφάνωτη» ηχεί στα αυτιά του κακόηχα, έστω ηχούσε στο παρελθόν, τί σχέση έχει αυτό με τη σημερινή πραγματικότητα; Το παρελθόν θέλει να επαναφέρει ο κ. αντιπρόεδρος ή τέτοιες φράσεις καμπανίζουν ακόμα στα αυτιά του; Έψαξε ποτέ να πληροφορηθεί γιατί οι γυναίκες ήταν εξαρτημένες από τον σύζυγο, γιατί έπρεπε αυτές να έχουν το στίγμα της αστεφάνωτης και όχι ο άνδρας; Δεν έμαθε ο κ. αντιπρόεδρος ότι άλλαξαν ανεπιστρεπτί οι εποχές και τώρα ακούγεται πολύ πιο συχνά η φράση «η κυρία βγάζει περισσότερα χρήματα από τον σύζυγο», άρα ούτε που θα την ενδιέφερε αν είναι στεφανωμένη ή οτιδήποτε άλλο;
Όταν αποφαίνεται, τέλος, ο κ. αντιπρόεδρος ότι «άλλα τα δεδομένα και η κουλτούρα των Γάλλων, Ισπανών...» (ούτε που ξέρει τί γίνεται εκεί), «...λόγω ψυχοσύνθεσης και κουλτούρας των συμπολιτών μας» (είναι και ερευνητής του ψυχολογικού DNA), «...οι συνθήκες δεν είναι ακόμη έτοιμες» (μόνιμη επωδός των απανταχού αντιδραστικών), σκέφτομαι με δέος τί τύχη θα έχει μια οποιαδήποτε δικαστική υπόθεσή μου στα χέρια του και υπό την κρίση του.
Και δεν ενδιαφέρομαι εγώ προσωπικά να συνάψω κανένα συμφωνητικό συμβίωσης, ίσως τα παιδιά μου και μπορεί μελλοντικά τα εγγόνια μου. Πιστεύω όμως ότι ο κ. αντιπρόεδρος και για τα δισέγγονά του οι ίδιες ακριβώς ιδέες θα ήθελε να ισχύουν. Η οπισθοδρομικότητα είναι σε μερικούς ανθρώπους διαχρονική -ίσως γι' αυτό έγιναν πρόεδροι και αντιπρόεδροι- και μόνο με τη συνταξιοδοτησή τους μπορούμε να ελπίζουμε σε βελτίωση.