07 December 2009

Από την ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας

(Δώρα Μόσχου, Ριζοσπάστης, 27/7/2008)
[...]
Από το 12ο αιώνα, εποχή της δυναστείας των Κομνηνών και της ενδυνάμωσης της βυζαντινής φεουδαρχίας, σώζεται ένα σύνολο σατιρικών στιχουργημάτων σε μεικτή γλώσσα, τα επονομαζόμενα «Πτωχοπροδρομικά»: Στα ποιήματα αυτά, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης κατονομάζονται με τη σύγχρονή τους ονομασία, ωστόσο μορφικοί τύποι της αττικίζουσας, επίσημης διαλέκτου, όπως η δοτική ή η μετοχή του ενεστώτα, χρησιμοποιούνται ακόμη. Εχει επικρατήσει να αποδίδονται τα στιχουργήματα αυτά σε έναν αυτοκρατορικό λόγιο, τον Θεόδωρο Πρόδρομο, χωρίς ωστόσο η πατρότητά τους να είναι επιβεβαιωμένη.

Ο ίδιος ο συγγραφέας (ενδέχεται ακόμη να πρόκειται και για πολλούς συγγραφείς), μας δίνει αντιφατικές πληροφορίες για το πρόσωπό του: Σε άλλα ποιήματα, εμφανίζεται ως παντρεμένος και παραπονιέται για την κακότροπη συμπεριφορά της γυναίκας του: Σε άλλα, είναι καλόγερος και διαμαρτύρεται για τις αυθαιρεσίες και ακολασίες του ηγουμένου και για τις αγγαρείες που βαραίνουν τον ίδιο και τους άλλους, απλούς καλόγερους. Σε άλλο - το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό - χλευάζει την πατρική προτροπή να μάθει γράμματα - κι ενώ ο ίδιος τίμησε τη συμβουλή του πατέρα του, είναι πολύ πιο φτωχός, από πολλούς χειρώνακτες τεχνίτες.

Το κοινό θεματικό στοιχείο αυτών των στιχουργημάτων είναι η διεκτραγώδηση της φτώχειας και της κακομοιριάς ενός λαϊκού ανθρώπου. Για τούτο και έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας με τον ενιαίο τίτλο «Πτωχοπροδρομικά» και ο συγγραφέας τους με το όνομα «Πτωχοπρόδρομος». Χωρίς να είναι αριστουργήματα, κατέχουν ωστόσο μια σημαντική θέση σε αυτή την πρώιμη φάση της λογοτεχνίας μας, ακριβώς γιατί αποτυπώνουν με τρόπο γλαφυρό και σαρκαστικό τη μίζερη καθημερινότητα του λαϊκού ανθρώπου μιας μεσαιωνικής πόλης - αυτού που αγνοείται από τις μεγάλες ιστορικές τοιχογραφίες, παρόλο που αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο τους. «Ο λαός μιλεί στ' όνομα του Φτωχοπρόδρομου» θα γράψει ο Κ. Θ. Δημαράς. Και εμείς, προς τέρψη των αναγνωστών μας, θα παραθέσουμε ορισμένους στίχους από το πιο χαρακτηριστικό του ποίημα, όπου ο ποιητής αναθεματίζει τα γράμματα που δεν μπόρεσαν να τον σώσουν από τη φτώχεια:
Παιδί μου, μάθε γράμματα, αν θέλης να φελέσης...
Βλέπεις τον δείνα, τέκνον; Πεζός επεριπάτει
Και τώρα βλέπεις γέγονε, χρυσοφτερνιστηράτος
Αλογοτριπλοεντέλινος και παχυμουλαράτος.

(...)
κι έμαθον τα γραμματικά πλην μετά κόπου πόσου...
αφού δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμί και του ψωμιού τη μάνναν,
υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
ανάθεμα τα γράμματα, Χριστέ, κι όπου τα θέλει.

Στο σχολικό βιβλίο (ΟΕΔΒ) για την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας αναφέρεται σχετικά:

Τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα έχουν ικετευτικό χαρακτήρα. Με τους θρήνους και τις ικεσίες του ο ποιητής προσπαθεί να προκαλέσει τον οίκτο του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού ή να ζητήσει την προστασία του αυτοκράτορα Μανουήλ. Από το περιεχόμενο αυτών των ποιημάτων έμεινε παροιμιώδης η έκφραση «πτωχοπροδρομισμός», που σημαίνει τη στερημένη ζωή του λογίου, ο οποίος είναι αναγκασμένος να εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να εξασφαλίσει τα μέσα για τη ζωή.

Ο ποιητής τους γράφοντας σε λαϊκή γλώσσα καταγγέλλει στο πρώτο ποίημα την κακιά και γκρινιάρα γυναίκα του, στο δεύτερο τη φτώχεια του (περιγράφει τα βάσανα του οικογενειάρχη που έχει να θρέψει δεκατρία στόματα), στο τρίτο ποίημα τα βάσανα που περνούν οι άνθρωποι των γραμμάτων και στο τέταρτο σατιρίζει τους μοναχούς του μοναστηριού όπου εμόναζε. Ο άτυχος Πτωχοπρόδρομος, που θα προτιμούσε να γινόταν φούρναρης ή τσαγκάρης, καταριέται το χρόνο που έχασε για να μάθει γράμματα!