Μια παλιά γνωριμία
του Παύλου Π.
Από διηγήσεις των γονέων και συγγενών μου έμαθα διάφορες ιστορίες για τα Δεκεμβριανά. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός σε νταμάρια στην Πετρούπολη, επόπτευε τους σπαστήρες και τις άλλες μηχανές. Κάθε μέρα ξεκίναγε με τα πόδια από την πλατεία Κολιάτσου που μέναμε και πήγαινε δυτικά, Αχαρνών, Τρεις Γέφυρες, Περιστέρι, Πετρούπολη. Το βράδυ στην επιστροφή ακολουθούσε την αντίστροφη διαδρομή. Τέτοιες πορείες έκαναν οι άνθρωποι τότε και, εννοείται, πεινασμένοι, γι' αυτό δεν υπήρχε κανείς με περιττά πάχη...
Μια μέρα, επιστρέφοντας ο πατέρας μου από τη δουλειά, ακούει από τη μητέρα μου ότι άφησαν παραγγελία να περάσει από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Μιστριώτου, κοντά στην Πλατεία Κολιάτσου, το οποίο είχαν καταλάβει και διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους οι αντάρτες. Την άλλη μέρα το πρωί πήγε πράγματι ο πατέρας μου και βρίσκει εκεί μια αρκετά μεγάλη ουρά αναμενόντων. Στήθηκε από πίσω και περίμενε, με την πάροδο της ώρας έρχονταν όμως κι άλλοι και η ουρά μεγάλωνε.
Φυσικά, κανείς δεν ανοιγόταν σε συζητήσεις με τους διπλανούς, ούτε υπήρχε περίπτωση να διαμαρτυρηθεί για την αναμονή, αφού εκείνες τις μέρες επικρατούσε ο νόμος των όπλων. Κάποια στιγμή περνάει δίπλα στην ουρά, βγαίνοντας από το Αστυνομικό Τμήμα, ένας οπλισμένος νεαρός, το τουφέκι στον ώμο και χιαστί τα φισέκια, τον οποίο ο πατέρας μου είχε παλαιότερα εργάτη στα νταμάρια.
Χαιρετήθηκαν, είπαν τα τυπικά και πάνω εκεί παίρνει ο νεαρός κατά μέρος τον πατέρα μου και τον ρωτάει: «Σε κάλεσαν να έρθεις εδώ για κάποιο θέμα σου;» Όταν αποκρίθηκε ο πατέρας μου καταφατικά, του λέει ο άλλος ψιθυριστά: «Φύγε, πήγαινε και κρύψου». Μα, αντιλέγει ο πατέρας μου, «Θα βρω κανένα μπελά, αφού με κάλεσαν, έπρεπε να έρθω». «Φύγε σου λέω» επαναλαμβάνει ο άλλος «εξαφανίσου, και μη λες τίποτα ότι στο είπα εγώ, αν και έχω κάποια παράπονα μαζί σου από τότε που μας πίεζες για υπερωρίες».
Κάτι κατάλαβε ο πατέρας μου, ξεκόβει από τους άλλους, μπαίνει στην οδό Πατησίων και φεύγει για να πάει στο κέντρο της Αθήνας, αφού ειδοποίησε τη μητέρα μου και άλλους συγγενείς. Μια-δυο εβδομάδες μετά το περιστατικό, αφού αποχώρησαν οι αντάρτες από την περιοχή και εγκατέλειψαν την Αθήνα, εντοπίστηκαν στα υπόγεια του Αστυνομικού Τμήματος νεκροί οι περισσότεροι από τους αναμένοντες στην ουρά.
Μια μέρα, επιστρέφοντας ο πατέρας μου από τη δουλειά, ακούει από τη μητέρα μου ότι άφησαν παραγγελία να περάσει από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Μιστριώτου, κοντά στην Πλατεία Κολιάτσου, το οποίο είχαν καταλάβει και διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους οι αντάρτες. Την άλλη μέρα το πρωί πήγε πράγματι ο πατέρας μου και βρίσκει εκεί μια αρκετά μεγάλη ουρά αναμενόντων. Στήθηκε από πίσω και περίμενε, με την πάροδο της ώρας έρχονταν όμως κι άλλοι και η ουρά μεγάλωνε.
Φυσικά, κανείς δεν ανοιγόταν σε συζητήσεις με τους διπλανούς, ούτε υπήρχε περίπτωση να διαμαρτυρηθεί για την αναμονή, αφού εκείνες τις μέρες επικρατούσε ο νόμος των όπλων. Κάποια στιγμή περνάει δίπλα στην ουρά, βγαίνοντας από το Αστυνομικό Τμήμα, ένας οπλισμένος νεαρός, το τουφέκι στον ώμο και χιαστί τα φισέκια, τον οποίο ο πατέρας μου είχε παλαιότερα εργάτη στα νταμάρια.
Χαιρετήθηκαν, είπαν τα τυπικά και πάνω εκεί παίρνει ο νεαρός κατά μέρος τον πατέρα μου και τον ρωτάει: «Σε κάλεσαν να έρθεις εδώ για κάποιο θέμα σου;» Όταν αποκρίθηκε ο πατέρας μου καταφατικά, του λέει ο άλλος ψιθυριστά: «Φύγε, πήγαινε και κρύψου». Μα, αντιλέγει ο πατέρας μου, «Θα βρω κανένα μπελά, αφού με κάλεσαν, έπρεπε να έρθω». «Φύγε σου λέω» επαναλαμβάνει ο άλλος «εξαφανίσου, και μη λες τίποτα ότι στο είπα εγώ, αν και έχω κάποια παράπονα μαζί σου από τότε που μας πίεζες για υπερωρίες».
Κάτι κατάλαβε ο πατέρας μου, ξεκόβει από τους άλλους, μπαίνει στην οδό Πατησίων και φεύγει για να πάει στο κέντρο της Αθήνας, αφού ειδοποίησε τη μητέρα μου και άλλους συγγενείς. Μια-δυο εβδομάδες μετά το περιστατικό, αφού αποχώρησαν οι αντάρτες από την περιοχή και εγκατέλειψαν την Αθήνα, εντοπίστηκαν στα υπόγεια του Αστυνομικού Τμήματος νεκροί οι περισσότεροι από τους αναμένοντες στην ουρά.