της Ισμήνης
1. Η Γέννηση
Εντάξει, τι να κάνουμε, δεν γεννηθήκαμε όλες καλλονές! Τη σύλληψή μου δεν τη θυμάμαι, φυσικό είναι, το πότε και πώς έσμιξε το ωάριο της μαμάς μου με το σπερματοζωάριο του μπαμπά μου δεν το γνωρίζω, παρευρισκόμουν όμως στη γέννησή μου εκεί πια ήμουνα παρούσα.
Η κλινική που γεννήθηκα ήταν κοντά στο σπίτι μας κι έτσι όταν πιάσανε οι πόνοι της γέννας τη μαμά μου, πήγανε με τα πόδια μαζί με τον μπαμπά. Ήμουνα και βιαστική όμως και με το ζόρι κρατιόμουν, ήθελα να δω τι γίνεται στον έξω κόσμο και κόντεψα να γεννηθώ στο δρόμο. Ίσως γι’ αυτό μου έμεινε κάτι σαν κουσούρι και ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να κάτσω στο σπίτι μου
Είχα βαρεθεί να κάθομαι 9 μήνες κλεισμένη μέσα σε μία σφαίρα και να κολυμπάω σαν ψάρι, άσε που ήταν σκοτάδι. Από τότε δεν μου αρέσει το σκοτάδι, θέλω φως βρε παιδιά, υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το φως; Φουριόζα έσπρωχνα να αντικρίσω τον καινούργιο κόσμο που θα ζούσα από εδώ κι εμπρός.
Μόλις ξεπρόβαλα ολόκληρη πρόλαβα κι άκουσα ένα ηχηρό «ωχ! κορίτσι πάλι» και μετά άλλο ένα πιο ηχηρό μπαμ, δε κατάλαβα τότε τι ήταν, δεν ξεχώριζα ήχους, αλλά η μαμά μου είπε μετά από χρόνια ότι ο μπαμπάς μου έφυγε θυμωμένος από το χειρουργείο και βρόντηξε την πόρτα, επειδή, λέει, ήμουν κορίτσι, είχαν ήδη ένα. Σιγά τα λάχανα, δεν του είπε κανένας ότι για το φύλλο του παιδιού ευθύνεται ο άντρας και για το αν γεννηθούν δίδυμα – τρίδυμα ή τετράδυμα η γυναίκα; Τέλος πάντων, ίσως μερικοί τα θεωρούν λεπτομέρειες όλα αυτά τα περί βιολογίας.
Ξεκίνησα τη ζωή μου με μία κραυγή, κάτι σαν διαμαρτυρία στο θυμό του μπαμπά μου. Με έπλυναν, με καθάρισαν, με τύλιξαν σε κάτι πάνες σαν μπαμπούσκα και με βάλανε σ’ ένα κρεβατάκι μέσα σε ένα θάλαμο που πρέπει να ήταν κι άλλα μώρα σαν εμένα, γιατί άκουγα κάτι περίεργους ήχους όλων των τόνων και των εντάσεων, κλάματα τα λέγανε. Ουααα… ουααα! Καλέ δεν θα σταματήσουν αυτά να ουρλιάζουν, σκεφτόμουνα!
Πιο καλά ήμουνα μέσα σ’ εκείνη τη σφαίρα και είχα και την ησυχία μου. Πείναγα τρελά αλλά κανείς δεν μου έδινε κάτι να φάω, οπότε και εγώ έκανα ότι κάνανε και τα άλλα μωρά, έτσι μας λέγανε, άρχισα τσιρίζω. Σε λίγο έτρεξε μια κυρία με άσπρα, με πήρε με έβαλε σε μια θήκη με ρόδες, πλάκα είχε, με τσουλάγανε σε ένα μακρύ διάδρομο και ως δια μαγείας ένοιωσα να με βάζουν σε μια ζεστή αγκαλιά που 2 απαλά χέρια με κράταγαν τόσο τρυφερά που ηρέμησα, άνοιξα το στόμα μου και άρχισε να τρέχει μέσα του ένα γλυκό πράγμα παχύρρευστο, πόσο μου άρεσε! Γάλα άκουσα να το λένε, μητρικό γάλα και η ζεστή αγκαλιά που με κρατούσε ήταν της μαμάς μου. Και πόσο όμορφα μύριζε η μανούλα μου.
Με πήρε ο ύπνος χορτασμένη πια ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς της και νοιώθοντας το ζεστό της χέρι να χαϊδεύει το κεφάλι μου. Εδώ είναι ο παράδεισος σκέφθηκα.
Ξύπνησα απότομα, μια χερούκλα μου πάνω στο κεφάλι μου, σιγά καλέ μη με ζουλάς, ήθελα να φωνάξω, ο μπαμπάς –ο μπαμπάς λέγανε πολλές φωνές μαζί, αχ να μη να βασκαθεί φτουσου – φτούσου, σιγά καλέ με γεμίσατε σταγόνες.
Χαριτωμένο είναι, καλέ αφού ήμουνα κορίτσι γιατί με λέγανε σαν να ήμουνα ουδέτερο, άλλο πάλι τούτο. Έχει και ξανθά μαλάκια, χαχαχα! λέγανε μαλάκια το χνούδι που φύτρωνε σαν φρέσκο γρασίδι στο κεφάλι μου. Να άνοιγε και τα μάτια να βλέπαμε αν είναι γαλανά, λέγανε οι μοίρες γύρω μου, αλλά εγώ πεισματικά τα κράταγα κλειστά, άντε να χαθείτε με βγάλατε από τον παράδεισο.
Τώρα γιατί εμένα με λέγανε μόνο χαριτωμένο, ενώ το μωρό που ήταν με την μαμά του στο διπλανό κρεβάτι το λέγανε κούκλα; Πρέπει να δω αυτό το μωρό από κοντά, να προσέξω τι παραπάνω έχει από εμένα και το λένε κούκλα. Ένα άλλο μωρό το φωνάζανε γόησσα, ένα άλλο καρδιοκατακτητή και ένα άλλο Αλαίν Ντελόν, ενώ εγώ μόνο χαριτωμένο, μυστήρια πράγματα.
Χριστέ μου πόσα χέρια άλλαξα, πάσα στην πάσα με δίνανε σαν να ήμουνα μπάλα ποδοσφαίρου, τελικά κατέληξα σε μια μεγάλη παλάμη, κοίτα να δεις που χώραγα μέσα. Ήταν η παλάμη του μπαμπά μου. Μια μυρωδιά ωραία μου γαργάλισε τη μύτη, όχι γλυκιά σαν της μαμάς μου άλλο πράγμα, μου άρεσε όμως. Κολόνια Pino Sylvester έμαθα ότι την λέγανε και έτσι μύριζε πάντα ο μπαμπάς. Με κοίταζε περίεργα λες και δεν είχε ξαναδεί μωρό, μάλλον δεν πίστευε ακόμα ότι είχε άλλη μια κόρη.
Χαμήλωσε το χέρι του και κόλλησε την μούρη του πάνω μου ένα άλλο πράγμα, σαν εμένα ήταν αλλά πιο μεγάλο. «Κοίτα την αδελφούλα σου κουκλίτσα μου», άκουσα να λένε. Ανοίγω στραβά το ένα μου μάτι και βλέπω την αδελφούλα μου την κουκλίτσα, γιατί καλέ εγώ τι είμαι; μμμμμμμ… δεν θα τα πάμε καλά σκέφτομαι, όντως είναι κουκλίτσα, μαύρα μαλλιά όλο μπούκλες και τεράστια μαύρα μάτια, εκτός από κουκλίτσα είναι και στριγκλίτσα όμως, μου πάτησε μια τσιμπιά στο ποδαράκι μου που άρχισα να ουρλιάζω από τον πόνο.
Καλέ τι έπαθε αυτό και στριγκλίζει μας ξεκούφανε; Τσιμουδιά η φταίχτρα. «Θα λερώθηκε», αποφάνθηκαν οι μοίρες, κοινώς θα χέστηκα και με πασάρουν άρον –άρον στην κυρία με τα άσπρα.
Κάπως έτσι ήταν οι πρώτες μου επαφές με την καινούργια μου ζωή. Μαμ… κακά… και νάνι… Ωραία είναι η ζωή σκεφτόμουνα, ειδικά όταν με αφήνουνε στην αγκαλιά της μαμάς μου και ακούω μέσα στον ύπνο μου τη γλυκιά της φωνή να μου σιγοτραγουδάει. Αυτός είναι ο παράδεισος.
|