Στο blog Athensville δημοσιεύτηκε ένα κείμενο της Ιφιμέδεια «Αυθαίρετα στο Κολωνάκι», όπως το γνώρισε και το έζησε τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες. Ένας από τους σχολιαστές του κειμένου, με το ψευδώνυμο memos, χωρίς να διαφωνεί με τα λεγόμενα της Ιφιμέδεια, γνώριζε το Κολωνάκι από τη δεκαετία του 1950 και περιγράφει πώς το άφησε τότε και πώς το ξαναβρήκε τελευταία, από πλευράς των ανθρώπων που κυκλοφορούν εκεί... Ο δικός του τίτλος, του Μέμου, μάλλον θα έπρεπε να είναι «Αυθαίρετοι στο Κολωνάκι»!
Το Κολωνάκι ήρθε στη ζωή μου όταν ήμουνα πιά αυτό που λένε οι μαμάδες μεγάλο παιδί. Δεν προϋπήρχε καμιά ανάμνηση κι έτσι μπορούσα να το κρίνω όσο αυστηρά ήθελα. Και αυτό έκανα. Στα δέκα χρόνια που δούλεψα εκεί, ύψωνα το φρύδι και κρατούσα απόσταση.
Το Κολωνάκι ήταν οι αγενείς πωλήτριες, τα μεγάλα τζιπ, οι σεκιουριτάδες των διασήμων, οι κουτσομπόληδες θυρωροί, τα κορίτσια που ξόδευαν τα κέρδη της προηγούμενης νύχτας. Ήταν ο τύπος με την καπαρντίνα που έπαιρνε την θέση μου στην ουρά του Delikiosk, ο Κακαουνάκης κι ο Γιακουμάτος στη Λυκόβρυση και το Da Capo, τα χαρτοκιβώτια σωρός έξω από τα μαγαζιά, η γλίτσα στα πεζοδρόμια με την πρώτη βροχή, η επαρχιακή περατζάδα της Μηλιώνη.
Δεν μου έφταιγε στ’αλήθεια το Κολωνάκι. Έφταιγε που ήξερα ότι δεν θα ριζώσω στη δουλειά μου γιατί δεν ανήκα στον κόσμο του. Γιατί στο τέλος της μέρας δεν αρκούσε να μελετώ τα έργα του Ηρόδοτου και του Πλούταρχου, έπρεπε να μένω στις ομώνυμες οδούς.
Φεύγοντας μόλις πρόσφατα οριστικά από εκεί, κατάλαβα ότι το Κολωνάκι επιβίωσε μέσα μου, και μάλιστα όπως ήθελε εκείνο, οι αναμνήσεις των δέκα χρόνων οικοδομήθηκαν αυθαίρετα. Σαν τους παλιατζήδες που διασχίζουν κάθε πρωί τους δρόμους του, ξεσκίζοντας με την ντουντούκα και την ευδιάκριτη τσιγγάνικη προφορά τους τον faux-chic αέρα της αριστοκρατικότερης συνοικίας της Αθήνας.
Το Κολωνάκι είναι πιά για μένα οι μπλαζέ παχουλές γάτες στις εισόδους των πολυκατοικιών. Οι ίδιες οι υπέροχες πολυκατοικίες. Είναι η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ από του Μισεγιάννη. Είναι ο Μ.Λ. που με πάει αγκαζέ στο Delicieux και στο δρόμο τραγουδάμε δυνατά «Ε, Κολωνάκι πώς σε έχουν καταντήσει, που’ναι οι άρχοντες που είχες μια φορά», το γνωστό άσμα της Μαίρης Λω. Είναι ο σεισμός του ’99.
Κι ακόμη πιο πίσω, σαν φοιτήτρια, η πρώτη αποκάλυψη ενός καλά κρυμμένου μυστικού: ο γοητευτικός ήσυχος κήπος της Αμερικάνικης και της Αγγλικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Τυπικά δεν είναι Κολωνάκι, μου λέει αυστηρά ένας παλιός Δεξαμενιώτης.
Κι αν έπρεπε το Κολωνάκι να είναι ένα πράγμα μόνο, μία μόνο εικόνα; Θα ήταν μια συστάδα αναπάντεχα μανιτάρια που φύτρωναν στη ρίζα ενός δέντρου της Νεοφύτου Δούκα. Έκανε κρύο κι έβρεχε, έβρεχα κι εγώ, τα μανιτάρια ήταν ένα παρήγορο κλείσιμο ματιού, ήταν ένα μυστικό που έβλεπαν μόνο όσοι περπατούσαν με το κεφάλι σκυφτό.
Και το σχόλιο του Μέμου:
Λοιπόν, εγώ γνώρισα το Κολωνάκι στα τέλη της δεκαετίας του '50, αρχές '60. Γεννημένος στην Αθήνα, με γονείς Αθηναίους, δούλευα σε οικοδομές, βοηθητικές δουλειές, πήγαινα και νυχτερινό Γυμνάσιο. Πολλές από εκείνες τις πολυκατοικίες που έχουν παλιώσει τώρα, τις ξέρω σαν την τσέπη μου, έχω δουλέψει σ' αυτές, είχα δει τα σχέδια, είχα δει τις εσωτερικές εργασίες. Ξέρω την εσωτερική διαρρύθμιση των διαμερισμάτων, στην οδό Μέρλιν, στην οδό Κανάρη, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, ψηλά στην Αμερικής, στην Αναγνωστοπούλου, στη Σουηδίας και άλλες πολλές.
Τότε δεν έμεναν μόνο πλούσιοι στην περιοχή, στα ημι-υπόγεια έμεναν οι εξωτερικές υπηρέτριες και οι επιτηδευματίες που είχαν εκεί τη δουλειά τους. Έμεναν πού και πού, πάλι στα υπόγεια (τα αντιαεροπορικά καταφύγια), επαρχιώτες φοιτητές, 3-4 σε ένα δωμάτιο με τουαλέτα και ντους... Πάντως υπήρχε μια σαφώς ταξική κοινωνία, φαινόταν από την ένδυση και υπόδηση, ποιοι είχαν το χρήμα και ποιοι βρίσκονταν εκεί για το μεροκάματο.
Πήγαινα καμιά φορά επίτηδες για μεσημεριανό σε καλά εστιατόρια, στη Βουκουρεστίου και εκεί γύρω, για να δω τον καλό κόσμο, πώς πέρναγε, τι έτρωγε. Είχα μόνο 5 δραχμές στην τσέπη για φαγητό και 1 δραχμή για το εισιτήριο επιστροφής στο σπίτι. Μου έφερνε το γκαρσόνι μια μακαρονάδα σκέτη, το τυρί χάρισμα, γιατί δεν έφθανε το τάλιρο. Για να φας κολωνακιώτικα ήθελες 20-30 ή παραπάνω δραχμές, δεν ξέρω ακριβώς πόσα, γιατί δεν είχα ποτέ τόσα λεφτά. Εγώ βολευόμουν με τις 5...
Ζήλευα τους λεφτάδες, όχι με την έννοια του φθόνου, αλλά του θαυμασμού. Έλεγα ότι κάποτε θα έρθω κι εγώ εδώ, να καθίσω στα ακριβά εστιατόρια με τα λεφτά μου και να φχαριστηθώ, όσα δεν κατάφερνα να φάω τότε. Ήμουν βέβαιος ότι κάποτε θα επιστρέψω με χρήμα... Μια εφηβική αισιοδοξία με πολλή άγνοια κινδύνου!
Έλειψα 20+ χρόνια στο εξωτερικό και, όταν επέστρεψα, δεν είχα ποτέ καιρό να πάω από εκεί. Διάβαζα και άκουγα για την εξέλιξη της περιοχής, αλλά δεν με τραβούσε τίποτα να πάω... Λεφτά είχα και πολλά, αλλά 5-6 άτομα που γνώριζα ότι είναι τακτικοί επισκέπτες της περιοχής, θαμώνες στα καφενεία και στα μπαρ, ήταν βλάχοι, επιδειξίες...
Τώρα που έγινα συνταξιούχος και διαθέτω ακόμα περισσότερα λεφτά (μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει να παίρνεις μεγαλύτερη σύνταξη από το μισθό σου!), βρέθηκα μια μέρα τυχαία στην περιοχή... Είπα να φάω πάλι, 50 χρόνια μετά, μια μακαρονάδα σκέτη, με τυρί, να θυμηθώ τα παλιά... Μπα, δεν υπήρχε! Όλο κάτι περίεργα ξένα φαγητά, με πλαστικές σάλτσες είχαν... Τα ξέρω καλά τα ξένα φαγητά, αλλά εγώ ήθελα μακαρονάδα με τυρί, την εφηβική μου ανάμνηση! Δεν είχε! Πήρα μεζέ με ούζο, κέρασα κι ένα συνάδελφο που συνάντησα τυχαία και τα είπαμε...
Δεν θα ξαναπάω φυσικά· όλοι οι περιφερόμενοι εκεί, εκτός από πολιτικούς και δημοσιογράφους, φαίνεται να είχαν πάει επειδή έψαχναν για γνωριμίες. Πέρναγαν από το τραπέζι μου και με κοίταγαν διερευνητικά, μήπως είμαι γνωστός, κάποιος σημαντικός που έπρεπε να τον γνωρίσουν! Όμως δεν με ήξεραν, ένας απλός καθηγητής πανεπιστημίου ήμουν κι από πάνω συνταξιούχος.
Δεν είχαν σχέση οι περιφερόμενοι με την περιοχή, δεν τους έφερνε η δουλειά τους ή η καταγωγή τους εκεί. Αν τους έλεγες να πάνε στην παλιά Τρούμπα στον Πειραιά, εκεί θα πήγαιναν για γνωριμίες... Με την έννοια αυτή, δεν πρόκειται να συναντήσω και κανέναν γνωστό μου στο Κολωνάκι να τα πούμε. Θα έπρεπε να στήνομαι άσκοπα και δεν έχω λόγο για κάτι τέτοιο... Γι' αυτό δεν θα ξαναπάω!
Στο οποίο σχόλιο απάντησε η Ιφιμέδεια;
Τότε δεν έμεναν μόνο πλούσιοι στην περιοχή, στα ημι-υπόγεια έμεναν οι εξωτερικές υπηρέτριες και οι επιτηδευματίες που είχαν εκεί τη δουλειά τους. Έμεναν πού και πού, πάλι στα υπόγεια (τα αντιαεροπορικά καταφύγια), επαρχιώτες φοιτητές, 3-4 σε ένα δωμάτιο με τουαλέτα και ντους... Πάντως υπήρχε μια σαφώς ταξική κοινωνία, φαινόταν από την ένδυση και υπόδηση, ποιοι είχαν το χρήμα και ποιοι βρίσκονταν εκεί για το μεροκάματο.
Πήγαινα καμιά φορά επίτηδες για μεσημεριανό σε καλά εστιατόρια, στη Βουκουρεστίου και εκεί γύρω, για να δω τον καλό κόσμο, πώς πέρναγε, τι έτρωγε. Είχα μόνο 5 δραχμές στην τσέπη για φαγητό και 1 δραχμή για το εισιτήριο επιστροφής στο σπίτι. Μου έφερνε το γκαρσόνι μια μακαρονάδα σκέτη, το τυρί χάρισμα, γιατί δεν έφθανε το τάλιρο. Για να φας κολωνακιώτικα ήθελες 20-30 ή παραπάνω δραχμές, δεν ξέρω ακριβώς πόσα, γιατί δεν είχα ποτέ τόσα λεφτά. Εγώ βολευόμουν με τις 5...
Ζήλευα τους λεφτάδες, όχι με την έννοια του φθόνου, αλλά του θαυμασμού. Έλεγα ότι κάποτε θα έρθω κι εγώ εδώ, να καθίσω στα ακριβά εστιατόρια με τα λεφτά μου και να φχαριστηθώ, όσα δεν κατάφερνα να φάω τότε. Ήμουν βέβαιος ότι κάποτε θα επιστρέψω με χρήμα... Μια εφηβική αισιοδοξία με πολλή άγνοια κινδύνου!
Έλειψα 20+ χρόνια στο εξωτερικό και, όταν επέστρεψα, δεν είχα ποτέ καιρό να πάω από εκεί. Διάβαζα και άκουγα για την εξέλιξη της περιοχής, αλλά δεν με τραβούσε τίποτα να πάω... Λεφτά είχα και πολλά, αλλά 5-6 άτομα που γνώριζα ότι είναι τακτικοί επισκέπτες της περιοχής, θαμώνες στα καφενεία και στα μπαρ, ήταν βλάχοι, επιδειξίες...
Τώρα που έγινα συνταξιούχος και διαθέτω ακόμα περισσότερα λεφτά (μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει να παίρνεις μεγαλύτερη σύνταξη από το μισθό σου!), βρέθηκα μια μέρα τυχαία στην περιοχή... Είπα να φάω πάλι, 50 χρόνια μετά, μια μακαρονάδα σκέτη, με τυρί, να θυμηθώ τα παλιά... Μπα, δεν υπήρχε! Όλο κάτι περίεργα ξένα φαγητά, με πλαστικές σάλτσες είχαν... Τα ξέρω καλά τα ξένα φαγητά, αλλά εγώ ήθελα μακαρονάδα με τυρί, την εφηβική μου ανάμνηση! Δεν είχε! Πήρα μεζέ με ούζο, κέρασα κι ένα συνάδελφο που συνάντησα τυχαία και τα είπαμε...
Δεν θα ξαναπάω φυσικά· όλοι οι περιφερόμενοι εκεί, εκτός από πολιτικούς και δημοσιογράφους, φαίνεται να είχαν πάει επειδή έψαχναν για γνωριμίες. Πέρναγαν από το τραπέζι μου και με κοίταγαν διερευνητικά, μήπως είμαι γνωστός, κάποιος σημαντικός που έπρεπε να τον γνωρίσουν! Όμως δεν με ήξεραν, ένας απλός καθηγητής πανεπιστημίου ήμουν κι από πάνω συνταξιούχος.
Δεν είχαν σχέση οι περιφερόμενοι με την περιοχή, δεν τους έφερνε η δουλειά τους ή η καταγωγή τους εκεί. Αν τους έλεγες να πάνε στην παλιά Τρούμπα στον Πειραιά, εκεί θα πήγαιναν για γνωριμίες... Με την έννοια αυτή, δεν πρόκειται να συναντήσω και κανέναν γνωστό μου στο Κολωνάκι να τα πούμε. Θα έπρεπε να στήνομαι άσκοπα και δεν έχω λόγο για κάτι τέτοιο... Γι' αυτό δεν θα ξαναπάω!
Στο οποίο σχόλιο απάντησε η Ιφιμέδεια;