(της Ισμήνης)
Η θεία μου η Αννόκα (Άννα) είχε παντρευτεί τον πρώτο ξάδελφο του μπαμπά μου, τον θείο Τόλη. Απόστολο τον λέγανε, αλλά τότε όλα τα κύρια ονόματα για κάποιο λόγο ήτανε πετσοκομμένα ή σε παραλλαγές.
Ο θείος Τόλης ήτανε αεροπόρος εν αποστρατεία. Ζούσανε σε μια πανέμορφη μονοκατοικία στη Ν Σμύρνη, με ένα τεράστιο κήπο. Κάθε φορά που πηγαίναμε για επίσκεψη, χανόμουνα σ’ αυτό τον κήπο και νόμιζα ότι ήμουνα σε άλλο κόσμο. Παγκάκια, λιμνούλα με χρυσόψαρα, πέργκολες και ένα σωρό δένδρα και λουλούδια. Στο χωλ του σπιτιού δέσποζε ένας τεράστιος ξύλινος έλικας αεροπλάνου, από κάτω τοποθετημένα το σπαθί και το πηλίκιο του θείου και στο σαλόνι, μέσα στην βιτρίνα, τα παράσημά του. Άκουγα με ανοιχτό ο στόμα ιστορίες που έλεγε ο θείος Τόλης, είχε πολεμήσει και στην Αφρική και όλα μου φάνταζαν μαγικά.
Τότε, σχεδόν όλα τα εύπορα σπίτια, είχαν μια ψυχοκόρη. Βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και στο μεγάλωμα των παιδιών, αλλά σαν μέλος της οικογένειας. Στου θείου μου είχαν την Χρυσούλα που, ναι μεν ήτανε χρυσή όνομα και πράγμα, αλλά τέρας ασχήμιας.
Την αγαπούσαν τη Χρυσούλα, όπως και όλοι μας και δεν την είδαμε ποτέ σαν υπηρέτρια. Κάποια στιγμή πέθανε ο θείος και η υπέροχη μονοκατοικία ακολούθησε τη μοίρα της αντιπαροχής. Έπιπλα και κειμήλια συμπτύχθηκαν και στριμώχθηκαν στο διαμέρισμα. Η θεία Αννόκα και η Χρυσούλα αποτελούσαν πολύτιμα συμπληρώματα μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί.
Κάποια στιγμή πέθανε και η θεία Αννόκα και έμεινε μόνη η Χρυσούλα. Τα παιδιά, τα οποία η Χρυσούλα είχε μεγαλώσει σαν δικά της, της παρεχώρησαν ένα διαμέρισμα και ζούσε εκεί τριγυρισμένη από τα πιο πολύτιμα κομμάτια που είχαν απομείνει από την παλιά μονοκατοικία με τον υπέροχο κήπο.
Κάποια στιγμή πέθανε και η Χρυσούλα, οπότε δημιουργήθηκε το πρόβλημα τι θα γίνουν τα έπιπλα. Τα παιδιά είχαν ήδη τα δικά τους σπίτια, δεν χωρούσαν άλλα έπιπλα. Να τα πουλήσουν δεν ήθελαν, αλλά ούτε να τα χαρίσουν σε άσχετους ανθρώπους τους έκανε καρδιά.
Με ρώτησαν αν ενδιαφερόμουν για κάποια κομμάτια. Και πράγματι πήρα το πιάνο με ουρά, με πλήκτρα από ελεφαντόδοντο και μαρκετερί όλη η επιφάνεια, μια παλιά κομόντα, ένα μικρό έπιπλο βιτρίνα από καρυδιά σκαλισμένη, κάποια άλλα μικρά κομμάτια και ένα κομοδίνο όλο σκαλισμένο, με μάρμαρο στο πάνω μέρος.
Τα φέρνω όλα στο σπίτι μου και τα τοποθετώ στην θέση τους, αλλά μου περίσσευε το κομοδίνο που, ομολογώ, μετάνιωσα που το πήρα. Ναι μεν ήταν πολύ ωραίο, αλλά το ανοίγω, βρωμοκοπούσε φάρμακα, καταβρώμικο και γεμάτο κουτιά και παλιόχαρτα. Το βγάζω στο μπαλκόνι και το άφησα ανοιχτό να ξεβρωμίσει κάπου 1 μήνα, χωρίς όμως να το αδειάσω.
Όταν βρήκα χρόνο να ασχοληθώ, αδειάζω σε μια σακούλα το περιεχόμενο για να το πετάξω: κουτιά, κουτάκια, χαρτιά, χαρτάκια και εντοπίζω ένα κατάμαυρο ρυπαρό μεταλλικό οβάλ κουτάκι.
Ήμουνα έτοιμη να το πετάξω κι αυτό, όταν από περιέργεια σκέφτηκα να το ανοίξω. Τρίβω με ένα πανί το μέταλλο και αρχίζει να γυαλίζει, ήτανε αλπακάς. Για όσους δεν ξέρουν, με αυτό τον όρο εννοούμε κάποια κράματα που έχουν χρώμα ασημί, και αποτελούνται κυρίως από χαλκό, νικέλιο και ψευδάργυρο. Σε άλλες χώρες είναι περισσότερο γνωστά σαν «Nickel Silver» ή «German Silver» ή «white metal».Στην Ελλάδα για τα κράματα αυτά χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «αρζαντό».
Ανοίγω τελικά το κουτάκι πατώντας ένα μικρό κλιπ και αντικρίζω μέσα σε μια θήκη, σαν αυτές που είχαν παλιά οι εισπράκτορες στα τρόλεϊ για τα κέρματα, 1 χρυσή λίρα. Μπα! Την βγάζω και φανερώνεται άλλη λίρα και μετά άλλη και άλλη! Για να μην μακρηγορώ ήτανε 10 χρυσές λίρες μέσα σε αυτό το ρυπαρό μικρό μεταλλικό κουτάκι που δεν του είχα δώσει αρχικά σημασία και ήμουνα έτοιμη να το πετάξω!
Φυσικά δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Πήγα στην Τράπεζα της Ελλάδος, τις ρευστοποίησα και έκανα ένα πανέμορφο ταξίδι στην Ελβετία. Σας ευχαριστώ πολύ θείε Τόλη, θεία Αννόκα και Χρυσούλα!
Και μια μικρή συμβουλή, μη πετάτε ποτέ κανένα κουτάκι ξεχασμένο σε κάποιο παλιό συρτάρι, πριν το ανοίξετε και το ψάξετε!