Αποσπάσματα από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου "Γιώργος Ζαμπέτας βίος και πολιτεία", εκδ. ντέφι 1997. Εγώ το μεταφέρω εδώ από το blog "Η καλύβα ψηλά στο βουνό" του Πάνου Ζέρβα.
Η Ευριδίκη είχε έναν αδελφό που ήταν στο πολιτικό σώμα του κομμουνιστικού κόμματος, σκληροτράχηλος. Μιλάω για 1944, πάνω στο φευγιό των Γερμανών. Δεκέμβρης μήνας.
Είναι μέρα Κυριακή, 3 Δεκέμβρη και νύχτα νύχτα το πρωί έχει βγει ο τηλεβόας για να συγκεντρωθούμε όλοι της περιοχής μας στο γήπεδο της Αρτέμιδος, για να πάμε στο Σύνταγμα, πεζοί, και να βροντοφωνάξουμε «Λαοκρατία και όχι Βασιλιά». Στα πράγματα είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου, αυτός που έκανε τη συμφωνία της Βάρκιζας και μετά στέλνανε όλο τον κόσμο στις εξορίες και τις φυλακές.
Παίρνω την Ευρυδίκη και κατηφορίζουμε όλοι μαζί τραγουδώντας.
Αφού είχαμε προχωρήσει αρκετά κι είχαμε δώσει το παρών, της λέω, πάμε μωρή να φύγουμε αφού μας είδαν ότι ήρθαμε, να πάμε την περατζάδα μας, να τριφτούμε, να ξετριφτούμε, να δούμε τι θα κάνουμε. Όχι, μου λέει, θα το μάθει ο αδερφός μου και θα με σκοτώσει. Καλά, της λέω, δε σε σκότωσε πέντε χρόνια που τραβιόμαστε, θα σε σκοτώσει τώρα, που έχει κι άλλες δουλειές στο μυαλό του; Όχι, πάλι αυτή, θα προσβάλλουμε και το Κόμμα. Καλά, της απαντάω, πάμε στο Σύνταγμα κι άμα χαθούμε το ραντεβού μας θα είναι στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, στη Σταδίου.
Προχωράμε προχωράμε, πολλαίνουμε στο δρόμο, γινόμαστε χιλιάδες απ’ τις άλλες πορείες που ενωνόμαστε και φτάνουμε στο κέντρο. Πολύς κόσμος, μα πάρα πολύς. Εμείς είμαστε στην Καραγιώργη Σερβίας και βροντοφωνάζουμε.
Μπροστά μας στην πλατεία είναι αμέτρητοι αστυνόμοι και διάφοροι γαλονάδες. Οπότε φωνάζουμε εμείς «Λαοκρατία και όχι Βασιλιά», αυτοί μας λένε να φύγουμε. Εμείς είμαστε πολύ προκλητικοί. Συνέχεια προκαλούμε.
Σε μια στιγμή πάμε να τους αρπάξουμε τους αστυνομικούς, να τους λιανίσουμε. Σε λίγο όμως φέρνουνε έναν με τέσσερα γαλόνια, αξιωματικό, πηγμένο στη μούρη και παντού στο αίμα. Τον βλέπουνε οι αστυφυλάκοι κι αγριεύουνε, αρπάζουνε τ’ αυτόματα κι αρχίζουν να ρίχνουν.
Μπορεί να ρίχναν στον αέρα μπορεί πάνω μας, δεν ξέραμε. Έγινε ένα αλαλούμ. Τρέχαμε, ποδοπατιόμασταν να φύγουμε.
(…)
Πήρα σιγά σιγά τις ανάσες μου και τράβηξα για το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Με περίμενε η Ευριδίκη. Εμένα με είχανε καταξεσκίσει, ούτε παλτό, ούτε βρακί υπήρχε. Ξεκινάμε από κει με το πόδι να πάμε στου Λιούμη, στο Αιγάλεω. Προχωρώντας όλο μπλόκα. Αλτ, τι είσαστε; Συναγωνιστές, απαντάγαμε, γυρνάμε απ’ το Σύνταγμα. Περάστε, δρόμο για τη μονάδα σας.
(…)
Φτάνουμε επιτέλους στη γειτονιά μας. Αλλά είναι η ώρα που αρχινάει το μακελειό. Πλακώνουν από παντού ένοπλοι Ελασίτες μες την Αθήνα και ρίχνουνε και γίνεται της πουτάνας. Από τη γειτονιά μας την πρώτη μέρα φύγανε 24 παλικάρια και γυρίσανε τρία. Τους έφαγε το σκοτάδι. Βάζανε δυναμίτες σε σπίτια κι αρχίσανε οι οδομαχίες.
(…)
Κυνήγι από τους Ελασίτες
Αλλά από την ώρα που βλέπω εγώ τα σφυροδρέπανα πάνω στα συνθήματα, κάνω μπραφ μια και χάνομαι και αυτοί οι Ελασίτες να με κυνηγάνε για να με ντουφεκίσουνε. Τέτοια πέρασα όλο το ’44. Μια δόση λένε του γέρου μου, να φανερωθεί ο γιος σου γιατί θα τον εκτελέσουμε. Ο γέρος μου τσαντίλα, τι λες μωρή χαμούρα, του λέει, κι ευτυχώς που μπήκε η μάνα μου στη μέση, γιατί θα τον έτρωγε εν ψυχρώ αυτός.
Γίνανε πολύ σκληρά πράγματα τότε. Τρακαριστήκαμε μια μέρα μες το ’44 στα Δεκεμβριανά, σε ένα δρόμο, και του λέω, ρε Κώστα, αν πάρεις κάνα μήνυμα να με βρεις κάνε το κορόιδο, πως δεν ξέρεις. Κι αυτός γυρνάει και μου λέει, φτάνει να πάρω και θάρθω να σ’ αρπάξω με τα ίδια μου τα χέρια… Και του λέω κι εγώ, θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, στα ίσια. Τι είπες ρε, μου λέει και βγάζει εν ψυχρώ το όπλο του κι ευτυχώς μπαίνει μπροστά ο φίλος ο Βαγγέλης και τον συγκράτησε. Άσε με να την φάω τη χαμούρα, λέει αυτός…
Εγώ στεναχωρήθηκα, το περισσότερο για το πώς είχε αλλάξει η ψυχή του παιδιού αυτού, αυτού του φίλου μας, που μας χώριζε ένας ύπνος μονάχα. Και παίρνω δρόμο και φεύγω κι έκλαιγα στο δρόμο μόνος μου.
(…)
Ήτανε μια κουφάλα, ο Χριστόφορος, κι είχε αυτοανακυρηχτεί λοχαγός του ΕΛΑΣ κιόλο με ειδοποιούσε στο σπίτι να πάω γιατί θα με τουφεκίσει. Φόραγε και το καπέλο του ΕΛΑΣ κι είχε την κουμπούρα και παρίστανε τον κάποιο. Μεγάλο μούτρο! Έβγαινε με τον τηλεβόα και μάζευε παιδιά για τη μάχη της Αθήνας, αλλά το τουφεκίδι δε σταμάταγε κι όλο μαζεύανε παιδιά. Πού να πάω, ο Σκόμπι θέριζε κανονικά. Όταν ήρθε μια μέρα σπίτι ο ίδιος ο Χριστόφορος κι απείλησε τον πατέρα μου ότι θα με καθαρίσει, επειδή ο γέρος μου ήταν βασιλικός κι αρπάχτηκαν κιόλας, βγήκα μπροστά του. Ήμουνα σπίτι κείνη τη μέρα.
Απόδραση από το Λοιμωδών
Έτσι τον ακολούθησα στο Λοιμωδών. Πάλι στο Λοιμωδών είχανε τώρα κι οι Ελασίτες την έδρα τους.
Ακούω μια στιγμή που λέει ένας υπεύθυνος, ταΐστε τους κι ολοταχώς να φύγουν για Αθήνα. Σίγουρα θα σκοτωνόμουνα. Το ακούω αυτό και λέω στον εαυτό μου, Ζαμπέτα, είναι η τελευταία σου ευκαιρία να σώσεις το τομάρι σου, σκέψου, κάνε κάτι.
(…)
Το πρωί κυκλοφόραγα κανονικά, όλοι ήταν απασχολημένοι στη μάχη. Αλλά το βράδυ γυρνάγανε τα σπίτια και μαζεύανε «αντιδραστικούς» όπως λέγανε. Τον πηγαίνανε στη χωματερή, του κόβανε τ’ αρχίδια και του λέγανε φάτα τώρα, κόβανε τα βυζιά από τις γυναίκες…
Όργια… Μεγάλα όργια. Κάνανε πολλά αίσχη. Η χωματερή στο Αιγάλεω είχε γιομίσει από πτώματα. Ένα φούρναρη που είχαμε, το γέρο Μανώλη Σίμο, έτσι του κάνανε και μετά τον ντουφεκίσανε, στη χωματερή. Μετά τα βρήκανε όλα. Κατακρεουργημένα σώματα παντού. Κι οι άλλοι όμως τα ίδια κάνανε, αλλά αυτοί νικήσανε και δε φανήκανε. Τα χρεώθηκαν όλα τούτοι δω. Όσα κι αν κάναν οι άλλοι καλυφθήκανε. Σ’ αυτούς τα βγάλαν όλα στη φόρα, ως και την τελευταία σφαλιάρα που ρίξανε.
Το μετακατοχικό μίσος των Ελλήνων ήταν αυτό, ξεσπάσματα της Κατοχής. Δεν ήξερε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Κι οι δυο πλευρές τα ίδια κάνανε. Η διαφορά είναι ότι οι μεν ήτανε το νόμιμο ελληνικό κράτος.
Εκτελέσεις και οδοφράγματα
Μια άλλη πολύ γαμημένη εικόνα. Μια νύχτα του Δεκεμβρίου μας μαζεύουνε και πάμε στο λόχο. Μας λένε σε κάποιους, θα πάτε στην Αγία Βαρβάρα να πάρετε τον παπά και να τον σκοτώσετε. Πάω με άλλους πέντε. Για καλή μου σύμπτωση ο παπάς δεν είναι εκεί και γυρίσαμε πίσω. Πωπω τι θα έκανα, θα σκότωνα έναν παπά! Τους πούστηδες, τι θα με βάζανε να κάνω. Θα χρεωνόμουνα κι εγώ φόνο στη συνείδησή μου. Η μεγάλη λαίλαπα της μαλακίας των χρόνων εκείνων θα με έκανε κι εμένα φονιά. Η μεγαλύτερη μαλακία του ελληνικού έθνους θα με έκανε συνεργό της. Ευτυχώς γλίτωσα απ’ αυτό. Και γλίτωσα και το τομάρι.
(…)
Ο Βασίλης ο ΚΟΒάρχης
Ήταν ένας, ο Βασίλης ο κοβάρχης, δέσποζε σε όλη την περιοχή εκεί. Ήτανε της ΚΟΒΑ. Ο Βασίλης με ένα Μαραμπέλο πιστόλι στο χέρι μας φώναζε, το Χριστό σας, κουνηθείτε, γρήγορα. Μαζέψαμε τις πέτρες, πάμε στο Δαφνί και φτιάχνουμε τάχα οδοφράγματα. Οδοφράγματα της κακιάς ώρας. Κι αφού τα φτιάξαμε όλα, του λένε να τους πας να κοιμηθούνε στου Σιγάρα το εργοστάσιο και το πρωί να τους δώσεις όπλα να πάνε στην Αθήνα, στη μάχη. Μόλις τ’ ακούω αυτό… Α, ρε γαμώ το μουνί που τους πέταγε, πάλι τα ίδια! Πώς να φύγω τώρα από δω, σκέφτομαι, που ‘χει μάντρα, σκοπό, σίδερα. Θα φύγω νταηλίκι, δε γίνεται.
Παίρνω κι εγώ μια κουβέρτα, όπως όλοι οι άλλοι, για ύπνο και φεύγω. Που πας; Μου λέει ο σκοπός. Καλά ρε, δε ντρέπεσαι του λέω, δε με ξέρεις, δεν ξέρεις που κάθομαι; Στη μάνα μου πάω, εδώ δίπλα, να της πω τι συμβαίνει κι ότι θα μείνω εδώ. Καλά, Ζαμπέτα, μην αργήσεις. Πάω στη μάνα μου και της λέω το και το άμα με ζητήσουνε πες τους πως δε με είδες. Και ντουγρού στο γρέκι μου εγώ, στο γρέκι μου στο ρέμα.
Αρματολοί, «αμαρτωλοί» και κλέφτες παίζαμε! Μα δεν ήταν και κοροϊδιλίκι να με φάνε τζάμπα και βερεσέ; Όλο αυτό γινότανε συνέχεια.
Μετά πήραν των ομματιών τους και φύγαν, φύγαν στα βουνά. Τους κάνανε κατόπιν και τη Βάρκιζα κι αρχίσανε να τους τρώνε λάχανο. Γιατί να ακολουθούσα, γιατί;
Περάσανε τα χρόνια. Το 1975 είμαι στη Θεσσαλονίκη και μένω στο ξενοδοχείο του Καψή. Δούλευα στη ΦΑΡΙΝΤΑ. Μια μέρα είμαι στη ρεσεψιόν για να πάρω εφημερίδα. (…)
Έξω συναντάω κάποιον και μου λέει, Ζαμπέτα, δε με θυμάσαι; Τον κοιτάω, τον ξανακοιτάω, κάτι μου έφερνε απ’ τα παλιά. Τον θυμήθηκα στο τέλος. Ρε, που λέω, ο Βασίλης ο κοβάρχης δεν είσαι; Που είναι ρε, το Μαραμπέλο; Δε ντρέπεσαι, ρε πούστη, τι ήταν αυτά που κάνατε κείνα τα χρόνια, τι μας βάζατε κι εμάς να κάνουμε; Εγώ, μου λέει, δεν ήμουνα εγώ τέτοιος. Και κάθεται και μου λέει πράγματα ανήκουστα, απίστευτα. Ήτανε της Ασφάλειας ο Βασίλης! Ο κοβάρχης της περιοχής μας ήτανε ασφαλίτης! Είχε διαταγή να ξηγηθεί έτσι τότε. Ήτανε ρουφιάνος κι είχε χωθεί μέσα στο ΚΚΕ κι ήτανε στα μέσα και στα έξω του Κόμματος. Βασίλης Μπεκάκος λεγότανε. Ήτανε δικηγόρος πια κι είχε υπόθεση στη Θεσσαλονίκη.
(…)
Έτσι γλίτωσα το παλιοτόμαρο απ’ αυτή τη λαίλαπα της ηλιθιότητας, της κουταμάρας και της βλακείας εκείνων των χρόνων. Δεν ήτανε τίποτα παραπάνω από μια κουταμάρα.
(…)
Συμφωνία Βάρκιζας
Τελειώνει η μάχη της Αθήνας και τραβάνε τα βουνά. Πάλι τα ίδια. Τώρα γινόταν κλεφτοπόλεμος. Κάνει ο γέρο- Παπανδρέου τη συμφωνία της Βάρκιζας με τους αρχηγούς του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τους λένε γυρίστε όλοι πίσω, τελειώσανε όλα.
(…)
Οπότε έρχεται κι ο φίλος μου ο Κώστας ο Γερανταλής, πίσω απ΄ τα βουνά και τον τσακώνουνε. Ζητάει να με δει. Ο ίδιος είχε ζητήσει να με δει. Είπε της αδερφής του ότι ήθελε να με δει και πήγα εγώ και τον είδα, πήγα στο δικαστήριο στη Σανταρόζα. Αυτός που είχε βγάλει το πιστόλι να με σκοτώσει…
Όμως πήγα. Φίλος μου ήταν, τα παπούτσια μου φόραγε, πώς να το κάνουμε. Μαζί κάναμε τις καντάδες και τόσα άλλα. Πήγα και τον είδα στη φυλακή και μ’ είχανε ορμηνέψει να του πω να μην παραδεχτεί πως έκανε αυτός διάφορα, γιατί τον είχανε χρεώσει 150 εγκλήματα. Και του είπα ότι καθαρίζουνε όσους πουν ότι αυτά που κάνανε, τα κάνανε επειδή είχανε διαταγή. Και μου λέει, μπα τις χαμούρες… εγώ τα έκανα κι εγώ θα τα φορτωθώ. Καλά, γεια σου, γεια σου κι έφυγα.
(…)
Και είπε ότι έπρεπε να τα κάνει αυτά που έκανε και του ρίξανε εφτά φορές εις θάνατο. Τον πήγανε στην Αίγινα και τον ντουφεκίσανε. Πάει ο φίλος. Δεν αρνήθηκε μέχρι το τέλος αυτά που πίστευε, καλώς ή κακώς. Πέθανε παλικάρι.
Όταν πια τελειώσανε όλα αυτά και υπογράφτηκε η συμφωνία της Βάρκιζας, και τραβηχτήκανε οι μισοί στα βουνά και τα λαγκάδια για να συνεχίσουν τον αγώνα, ησύχασε και το τουφεκίδι, πήγε ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.