Χαρακτήρες:
Ψωρίλης = άνεργος και ανεπάγγελτος Αθηναίος
Κοπρίτης = βουλευτής
Μαριορή = μοδίστρα
Σκηνή Α':
Μονολογεί ο Ψωρίλης:
Κατά διαβόλου ο αισχρός περί προσόντων νόμος!
να τον ακούω μοναχά με πιάνει κρύος τρόμος.
Ακούς οι αφιλότιμοι να θέλουν και προσόντα,
και να μ' αφήνουν έρημον, πεινώντα και διψώντα,
να τρέχω σαν κοπρόσκυλο στην καθεμιά πλατεία,
το μεν πρωί στο Σύνταγμα, το βράδυ στα Χαυτεία,
την τρέχουσαν πολιτικήν στον καφενέ να κρίνω,
ως και αυτόν τον ναργιλέ με πίστωσιν να πίνω,
να μην ευρίσκεται κανείς έν γεύμα να μου δώσει,
ν' αρνείται κι ο Διάγγελης αυτός να με πιστώσει,
και η φιλτάτη Μαριορή σκληρώς να με παιδεύει,
και εις τον γάμον μας ποσώς να μη συγκατανεύει,
αν πρώτον δεν διορισθώ;... Ω! πού θα καταντήσω!
Εννέα ώρες μού’ρχεται στον ήλιο να καθίσω
και σαν σταφίδα να ψηθώ ανάμεσα του δρόμου,
στο πείσμα της φιλτάτης μου και του αχρείου νόμου.
Ε! καφεντζή... για δώσε μου λίγο νερό δροσάτο,
φέρε ποτήρια τέσσερα να πάν τα ντέρτια κάτω,
μα φέρε μου και μια φωτιά τσιγάρου στην τσιμπίδα,
του αποπάτου το κλειδί και μιαν εφημερίδα.
Είναι κατάστασις αυτή;... ο διάβολος να πάρει!
κιούτε γνωστός μου άνθρωπος περνά να με τρατάρει.
Και μ’όλα ταύτα λέγομαι αυτόνομος πολίτης...
Αλλά πώς άργησε να' λθή ο βουλευτής Κοπρίτης;
Επήγε εις τον Υπουργό για μένα να μιλήσει
κι ακόμα δεν εγύρισε και ίσως δεν γυρίσει.
Α! όχι, νάτος, έρχεται... τον βλέπω μειδιώντα,
και ίσως μ' εδιώρισε και δίχως τα προσόντα.
Στη σκηνή Β' φανερώνεται, αν διορίστηκε ο Ψωρίλης...