Οι τέσσερις χήρες
της Ισμήνης
Πήγαιναν στο ίδιο γυμνάσιο πριν πολλά - πολλά χρόνια. Το μόνο που τις ένωνε ήταν ότι ήταν συμμαθήτριες στην ίδια τάξη και οι γονείς τους ήταν εύποροι, οι δε πατεράδες τους μορφωμένοι. Της Άννας γιατρός, της Δέσποινας δικηγόρος, της Λάουρας συμβολαιογράφος και της Ιοκάστης φαρμακοποιός. Κατά τα άλλα το IQ της καθεμίας ήταν εντελώς διαφορετικό και απείχαν μεταξύ τους έτη φωτός, από ζενίθ στο ναδίρ.
Αποφοίτησαν και ούτε που ξανασυναντήθηκαν για πολλά χρόνια μέχρι που ξαναβρέθηκαν, παντρεμένες όλες και γραμμένες στον Σύλλογο αποφοίτων του σχολείου τους. Αλλά και πάλι δεν έκαναν παρέα, απλά βρίσξονταν όλες μετά συζύγων ή μη, στα απογευματινά τέια ή στους κοσμικούς χορούς που κάθε Σύλλογος, ο οποίος σέβεται το εαυτό του και το κύρος του, έχει την υποχρέωση να οργανώνει τουλάχιστον 1 φορά τον χρόνο, για σύσφιξη σχέσεων των μελών και για έσοδα βέβαια.
Και ξαφνικά η Άννα και η Δέσποινα με διαφορά 15 ημερών βρέθηκαν στο 3ο Νεκροταφείο να κλαίνε του άντρες τους που άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο και προς τιμή τους, με συνοπτικές διαδικασίες, για να μην ταλαιπωρήσουν τις συμβίες του!
55 χρονών η καθεμία, ξαφνικά χήρες, ευκατάστατες και χωρίς υποχρεώσεις! Αφού τακτοποίησαν τα κληρονομικά τους και σιγούρεψαν και τις παχυλές τους συντάξεις, πιασμένες αλλά μπρατσέτα άρχισαν δειλά-δειλά στην αρχή να συμμετέχουν σε κοσμικές εξόδους, μετά ξεθάρρεψαν και τολμούσαν και τις βραδινές εξόδους, καλά δεν χάλασε δα και ο κόσμος , να μη πάθουν και κατάθλιψη.
Έριχναν όμως και καμία βόλτα κατά το 3ο μεριά για το άναμμα του καντηλιού. Αλλά κι αυτό τελικά ανατέθηκε στο γραφείο του νεκροταφείου ή στην κακόμοιρη μακρινή εξαδέλφη του θανόντος που ευχαρίστως το έκανε για το 50ευρω!
Πάντως ανελλιπώς τη Μ. Παρασκευή πήγαιναν με το στεφάνι στα χέρια, αφού έκαναν σκληρά παζάρια για την τιμή με τους πλανόδιους τσιγγάνους, να το αποθέσουν ευλαβικά στον τάφο και να ανάψουν το καντήλι.
Μετά από 3 χρόνια προσετέθη στην παρέα η Λάουρα και την επόμενη χρονιά και η Ιοκάστη! Εδώ έκλεισε το καρέ!
Η Άννα και η Δέσποινα σαν πιο περπατημένες και έμπειρες του γεγονότος της χηρείας, έδωσαν τα φώτα τους στις νεοφώτιστες, πως να ξεπεράσουν το τραγικό πλήγμα:
1. Να βγάλουν σύντομα τα μαύρα, γιατί προκαλούν ψυχοπλάκωμα!
2. Να βγαίνουν από το σπίτι (εδώ είμαστε εμείς μη σας νοιάζει!)
3. Να πηγαίνουν ταξίδια (κάνει καλό στο ψυχοπλάκωμα) και όχι βέβαια ταξιδάκια 2μερες ή 3μερες εκδρομούλες, παπαππα... πολύ μπανάλ! Κρουαζιέρες και μάλιστα σε άλλες ηπείρους, τη γηραιά Ευρώπη την ξέρανε σαν το σπίτι τους πια.
4. Να αποκτήσουνε την καλή συνήθεια να πηγαίνουν θέατρο, κινηματογράφο, σε ρεστοραν, σε μιούζικ–χωλ κλπ... (εδώ είμαστε εμείς, μη σας νοιάζει!)
Το μόνο που δεν τις συμβούλευσαν ήταν, να αντικαταστήσουν τον μακαρίτη με άλλον! Απαπαππα! ποτέ, αστειεύεσαι; Ξέρεις τι είναι να κάνεις ότι θέλεις μόνη σου, χωρίς να λογοδοτείς; Να μπαίνεις και να βγαίνεις όποτε σου γουστάρει;
Και περνάγανε καλά και οι 4 ... οι συντάξεις, τα ακίνητα, οι καταθέσεις και οι μετοχές μεταφράζονταν σε ταξίδια, αλληλοτραπεζώματα, κοσμήματα, ρούχα και ότι άλλο βάλει ο νους, που κάνει βέβαια την ζωή ευχάριστη και πιο εύκολη!
Μια φορά βρέθηκα στην παρέα τους -τώρα πως, μην το ψάχνετε- και παρατήρησα το εξής. Η καθεμία ήτανε βαρεμένη ανάλογα με τον χαρακτήρα της. Το IQ τους εξακολουθούσε να απέχει έτη φωτός, από την μία στην άλλη.
Αλλά εκείνο στο οποίο και οι 4 είχανε δώσει την ύψιστη σημασία και το είχανε θεοποιήσει, ήταν τη γυναικεία τους υπόσταση. Πιστεύανε ακράδαντα, ότι όλοι οι άντρες από τις παλιές παρέες που είχαν με τον μακαρίτη, το μόνο που απέβλεπαν ήταν να τις πηδήξουν. Και μάλιστα τις έκαναν στην άκρη οι γυναίκες ακριβώς γι αυτό τον λόγο. Αν δε κάποιος τους μιλούσε και του έλεγαν ότι είναι χήρα, αμέσως κοίταζε πονηρά και ετοίμαζε την επόμενη υπονοούμενη πρόταση.
Τις κοίταζα καλά–καλά, 65άρες με τα κιλά της ευδαιμονίας στρογγυλοποιημένα στους γοφούς και την μέση, ρούχα ακριβά που η εξωτερική ποιότητα προσπαθούσε να καλύψει την εσωτερική ποσότητα, τα χέρια φορτωμένα με δαχτυλίδια και βραχιόλια που προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή από τους λεκέδες του γήρατος, κραγιόν κόκκινο στα χείλη που είχαν χάσει τη γραμμή τους και σκέφθηκα...
Βρε μην τρελαθούμε εντελώς!