Με προσδιορισμό τους λαούς και τις περιοχές από τις οποίες δανειστήκαμε και ενσωματώσαμε στη γλώσσα μας, μπορούμε να πούμε ότι πρώτοι ήταν οι Ρωμαίοι και η λατινική γλώσσα τους, δεύτεροι είναι οι Σλάβοι και η σλαβική γλώσσα, οι Άραβες και η αραβική γλώσσα, αργότερα οι νεολατινικές γλώσσες.
Η μακραίωνη τουρκική κατάκτηση και η τουρκική γλώσσα κατέχουν επίσης σημαντική θέση στα επίκτητα γλωσσικά μας στοιχεία. Η τελευταία ισχυρή γλωσσική παρουσία είναι η αγγλοαμερικανική, με περιορισμένες την γερμανική, ρωσική, ισπανική, αλβανική και άλλες επιδράσεις.
Παρά την σημαντική εξάπλωση και εγκατάσταση Αλβανών προσφύγων στις δυτικές περιοχές της Ελλάδας και στην Βοιωτία, Αττική, Κορινθιακό Κόλπο και τα κοντινά νησιά Σαλαμίνα, Ύδρα, καθώς και στην βορειοδυτική Πελοπόννησο, τα λεξιλογικά δάνεια είναι περιορισμένα:
Μερικά αλβανικά δάνεια
- αμπάριζα (ambarezë): παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, κατά το οποίο δύο ομάδες παιδιών κυνηγούν και προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν η μια την άλλη
- γκιόνης (gjon): μικρή κουκουβάγια, αποδημητικό πτηνό με ανοιχτόχρωμο φτέρωμα με μικρές κηλίδες και γραμμώσεις και χαρακτηριστική μονότονη φωνή
- γκιόσα (gjosa): γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας που δεν γεννά πλέον
- γούβα (guva): κάθε μικρό κοίλωμα της γήινης επιφάνειας
- καλαμπόκι (kalambok): μονοετές δημητριακό φυτο, από τον καρπό του οποίου εξάγεται αλεύρι, άμυλο, λάδι κτλ. ενώ από το βλαστό του χαρτί και νήματα
- κοκορέτσι (kokorets): ορεκτικό από σπλάχνα ζώου, συνήθ. αρνιού, τυλιγμένα με έντερα, που ψήνεται στη σούβλα
- Λιάπης (Liap, ονομασία μιας από τις αλβανικές φυλές): εξισλαμισμένος Αλβανός από αυτούς οι οποίοι κατοικούσαν στη Λιαπουριά της ΝΔ Αλβανίας
- μαγούλα (magulé): μεγάλο και παχύ μάγουλο
- πίπιζα (pipëza): ξύλινο πνευστό όργανο το οποίο παράγει οξύ διαπεραστικό ήχο
- πλιάτσικο (plaçkë): οτιδήποτε αρπάζει κανείς μετά από επιδρομή, η λεία
- σβέρκος (zverk): το πίσω μέρος του λαιμού, ο αυχένας
- φλογέρα (flojere): παραδοσιακό πνευστό όργανο.
Παραπομπή: Λεξικό της Νέας Ελλ. Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη.