www.kathimerini.gr με πληροφορίες από Olympic.org
Ο θεσμός των Ολυμπιακών αγώνων αφύπνιζε την εθνική και πνευματική ενότητα των αρχαίων Ελλήνων. Συνδύαζε την καλλιέργεια του σώματος, του μυαλού και της ψυχής.
Το έτος 776 π.Χ. σηματοδοτεί την αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων, στην αρχαία Ολυμπία, προς τιμήν του θεού Δία. Από τότε, οι αγώνες πραγματοποιούνταν κάθε τέσσερα πλήρη χρόνια, δηλαδή ήταν πεντετηρικοί, την πρώτη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Μάλιστα, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τις Ολυμπιάδες ως μονάδα μέτρησης του χρόνου.
Ο όρος Ολυμπιάς χρησιμοποιούταν τόσο για τους ίδιους τους αγώνες όσο και για το χρονικό διάστημα από τη λήξη των αγώνων έως την αρχή των επόμενων. Αρχικά, κρατούσαν μία ημέρα αλλά κατέληξαν στις πέντε, καθώς αυξάνονταν τα αθλήματα. Πρώτος ολυμπιονίκης στέφθηκε ο Κόροιβος ο Ηλείος, ο οποίος νίκησε στο μοναδικό - αρχικά - αγώνισμα του σταδίου στα 192 μέτρα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνδέονταν έντονα με τη θρησκευτική λατρεία των Αρχαίων Ελλήνων και για το λόγο αυτό ήταν η πιο σημαντική διοργάνωση. Ο Πίνδαρος, στην πρώτη ολυμπιακή ωδή του, τραγουδά: «Όπως το νερό είναι το πολυτιμότερο από τα στοιχεία και όπως ο χρυσός προβάλλει σαν το πιο ακριβό ανάμεσα σε όλα τα αγαθά και όπως, τέλος, ο ήλιος φωτοβολεί περισσότερο από κάθε άλλο άστρο, έτσι και η Ολυμπία λάμπει σκιάζοντας κάθε άλλον αγώνα».
Η γέννηση
Διάφορες μυθολογικές ιστορίες διεκδικούν τη γέννησή τους. Σύμφωνα με την πρώτη ιστορία, ο Ηρακλής καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες προς τιμή του πατέρα του, μετά τη νίκη του πέμπτου άθλου του. Ο Ηρακλής, μάλιστα, φέρεται να έφερε την αγριελιά από τη χώρα των Υπερβορείων, την οποία φύτεψε στο Ιερό, καθορίζοντας τα όρια της ιεράς Αλτεως.
Άλλος μύθος, αποδίδει την καθιέρωση των Αγώνων στον Πέλοπα. Ο βασιλιάς Οινόμαος της Πίσας διοργάνωσε αγώνες αρματοδρομίας με σκοπό να παντρέψει την κόρη του, Ιπποδάμεια, με το νικητή. Ωστόσο, οι διαγωνιζόμενοι θα είχαν αντίπαλό τους τον ίδιο και όσοι έχαναν στον αγώνα, θα έχαναν και τη ζωή τους. Ο Πέλοπας, πρίγκιπας της μικρασιατικής Λυδίας, κατάφερε με τη βοήθεια του ηνίοχού του Μυρτίλου να ανατρέψει το άρμα του Οινόμαου και τελικά να τον σκοτώσει. Ο νικητής Πέλοπας για να γιορτάσει τη νίκη του και το γάμο του με την Ιπποδάμεια, καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η γυναίκα του ίδρυσε γυναικείους αγώνες προς τιμήν της Ήρας, τα λεγόμενα Ηραία.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτοι που αγωνίστηκαν στην Ολυμπία ήταν οι θεοί. Ο Δίας νίκησε τον Κρόνο στην πάλη, ο Απόλλωνας τον Ερμή στο δρόμο και τον Άρη στην πυγμή.
Τέλος, ο Στράβων θεωρεί ότι τους Αγώνες οργάνωσε ο Όξυλλος, βασιλιάς των Ηρακλειδών, μετά την κάθοδό τους στην Ηλεία, το 1200 π.Χ.
Ιστορικά, υποστηρίζεται ότι το 884 π.Χ. υπήρξε συμφωνία μεταξύ του Ηρακλείδου Ιφίτου, ηγεμόνος της Ήλιδος, του βασιλιά και νομοθέτη της Σπάρτης, Λυκούργο και του βασιλιά της Πίσας, Κλεισθένη. Η συμφωνία αναγνώριζε την Ήλιδα ως ιερό και απρόσβλητο χώρο και επίσης θέσπιζε την εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Από την άλλη, ο Παυσανίας αναφέρει ότι το 776 π.Χ. υπήρξε ανασύσταση και όχι έναρξη των αγώνων.
Οι κανονισμοί
Η Ολυμπία υπαγόταν στην Ήλιδα, η οποία ήταν η πρωτεύουσα στην περιοχή της Ηλείας. Δεν ήταν μόνο η ιδρύτρια των Αγώνων αλλά και η μόνιμη διοργανώτρια τους. Την επιμέλεια της οργάνωσης είχαν οι Ελλανοδίκες. Αρχικά, επρόκειτο για κληρονομικό και ισόβιο ρόλο, αργότερα όμως γινόταν εκλογή με κλήρο ανάμεσα σε όλους τους Ηλείους Πολίτες. Η εκλογή τους κρατούσε μία Ολυμπιάδα και η εκπαίδευσή τους διαρκούσε δέκα μήνες. Στα καθήκοντά τους ήταν η προετοιμασία των αθλητών, η απονομή των βραβείων και η επιβολή ποινών. Κατά τη διάρκεια των αγώνων ήταν ντυμένοι με κόκκινο μανδύα και κάθονταν στην εξέδρα, στη νότια πλευρά του Σταδίου.
Οι συμμετέχοντες στα αθλήματα έπρεπε να είναι ελεύθεροι Έλληνες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και να μην έχουν κατηγορηθεί για έγκλημα ή ασέβεια. Οι ίδιοι οι αθλητές πλήρωναν τα έξοδα του αγωνίσματος, στο οποίο συμμετείχαν. Απαγορευόταν η συμμετοχή στους βαρβάρους και τους δούλους. Οι γυναίκες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους ιππικούς αγώνες μόνο ως ιδιοκτήτριες ίππων.
Ωστόσο δούλοι και βάρβαροι μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους Αγώνες ως θεατές, όχι όμως και οι γυναίκες. Η παράβαση τιμωρούνταν θάνατο και συγκεκριμένα με κατακρήμνισμα από το όρος Τυπαίο. Εξαίρεση αποτέλεσε η ιέρεια της θεάς Δήμητρας μπορούσε να παρακολουθήσει, από το βωμό της θεάς. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η απαγόρευση ίσχυε μόνο για τις παντρεμένες γυναίκες. Γνωστή είναι η περίπτωση της Καλλιπάτειρας, κόρης του Διαγόρα και αδερφής της Φερενίκης, η οποία είχε μεταμφιεστεί σε άντρα διδάσκαλο για να παρακολουθήσει το γιο της, Πεισίρροδο, που αγωνιζόταν. Ωστόσο, αποκαλύφθηκε, όταν της έπεσε ο χιτώνας, από τη συγκίνηση για το νικητή γιο της. Παρόλα αυτά, έμεινε ατιμώρητη λόγω της οικογένειας ολυμπιονικών στην οποία ανήκε. Από τότε, όμως και για αποτροπή παρόμοιων επεισοδίων, οι δάσκαλοι και οι μαθητές ήταν γυμνοί.
Ένα μήνα πριν την έναρξη των Αγώνων, οι αγγελιοφόροι του Δία, οι λεγόμενοι σπονδοφόροι, κρατώντας κλαδιά ελιάς, διέτρεχαν την Ελλάδα, μεταφέροντας το μήνυμα για εκεχειρία. Αργότερα, η εκεχειρία κρατούσε για τρεις μήνες. Η κήρυξη της εκεχειρίας σήμαινε την παύση κάθε εχθροπραξίας στον ελλαδικό χώρο καθώς επίσης και την απαγόρευση εκτέλεσης θανατικής ποινής. Το γεγονός ότι ελάχιστες και ασήμαντες παραβιάσεις καταγράφηκαν στα 1.200χρόνια ζωής των Ολυμπιακών Αγώνων, αποδεικνύει το σεβασμό που ενέπνεε ο θεσμός.
Λίγες ημέρες πριν την έναρξη, μια φάλαγγα ανθρώπων και αρμάτων, με επικεφαλής τους Ελλανοδίκες, ξεκινούσε για την Άλτη. Το άναμμα της φλόγας κατά την έναρξη των Αγώνων, η οποία να μένει αναμμένη μέχρι το τέλος τους, δεν είναι σύγχρονο τελετουργικό, αλλά παράδοση των αρχαίων Ελλήνων.
Τα αθλήματα και το έπαθλο
Τέσσερα αθλήματα αποτελούσαν το δρόμο. Αυτά ήταν το στάδιο, ο δίαυλος, ο δόλιχος και ο οπλίτης. Ο νικητής του σταδίου δρόμου έδινε και το όνομά του στην Ολυμπιάδα. Το πένταθλο αποτελείτο από πέντε αγωνίσματα: το άλμα, το δρόμο, το ακόντιο, το δίσκο και την πάλη. Επίσης, υπήρχαν η πυγμαχία, το παγκράτιο τα ιππικά αγωνίσματα. Οι αρματοδρομίες περιελάμβαναν τα ακόλουθα αγωνίσματα: τέθριππο, απήνη, συνωρίδα, τέθριππο πώλων και η συνωρίδα πώλων. Προστάτης του αγωνίσματος της αρματοδρομίας ήταν ο θεός Ποσειδώνας. Ο κυριότερος των Ολυμπιονικών ήταν ο νικητής του δρόμου σταδίου.
Το μοναδικό έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι αγριελιάς από το ιερό δέντρο της Ολυμπίας. Οι Ολυμπιονίκες απολάμβαναν τιμές ήρωα από την πόλη τους. Μπαίνοντας στην πόλη, κατεδάφιζαν ένα τμήμα από τα τείχη, καθώς η πόλη που γέννησε έναν Ολυμπιονίκη, ένιωθε ήδη ασφαλής. Αλλού, αναγράφονταν τα ονόματά τους σε στήλες και έστηναν ανδριάντες προς τιμή τους. Ωστόσο, η σημαντικότερη τιμή ήταν να τοποθετήσει το άγαλμά του στην ιερή Άλτη. Αυτό γινόταν εφόσον κάποιος λάμβανε τρεις φορές τον τίτλο του Ολυμπιονίκη. Το άγαλμα δεν έπρεπε να είναι μεγαλύτερο των φυσικών του διαστάσεων. Ο Σόλων, στην Αθήνα, θέσπισε και χρηματικό έπαθλο, ενώ στη Σπάρτη, οι Ολυμπιονίκες είχαν το δικαίωμα να πολεμούν πλάι στο βασιλιά.
Η βράβευση λάμβανε χώρα την τελευταία ημέρα των αγώνων. Τους νικητές αναφωνούσε ο Κήρυκας - πρώην Ολυμπιονίκης. Στο κεφάλι των Ολυμπιονικών πέρναγαν στεφάνι κότινου, τα οποία είχαν προηγουμένως τοποθετήσει σε ειδικό τρίποδα, μπροστά από το ναό του Δία. Ο κότινος ήταν από κλαδί άγριας ελιάς, δεμένο με ξανθό μαλλί προβάτου. Για την κοπή του κλαδιού χρησιμοποιούσαν χρυσό μαχαίρι.
Η πρώτη μέρα των αγώνων ήταν αφιερωμένη στην ορκωμοσία των αθλητών, στον διαγωνισμό σαλπιγκτών και κηρύκων και στα αγωνίσματα των παίδων. Η δεύτερη μέρα άρχιζε με τους ιππικούς αγώνες και τις αρματοδρομίες. Ακολουθούσαν στο στάδιο τα αγωνίσματα του πεντάθλου και με τη δύση του ήλιου γινόταν θυσία «μέλανος κριού» στο Πελόπιον. Την τρίτη μέρα, θυσίαζαν οι Ηλείοι εκατόμβη στον βωμό του Διός και ακολουθούσαν τα αγωνίσματα δρόμου, ο δρόμος σταδίου, ο δίαυλος και ο δόλιχος.
Η τέταρτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στα βαριά αγωνίσματα: πάλη, πυγμαχία, παγκράτιο και οπλιτοδρομία. Την πέμπτη ημέρα, βραβεύονταν οι Ολυμπιονίκες. Ακολουθούσαν θυσίες στους βωμούς και γεύμα των νικητών στο Πρυτανείον.
Το τέλος και η αναβίωση
Για 12 αιώνες περίπου συνεχίστηκε ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Α', με διάταγμά του το 393 μ.Χ. απαγόρευσε τη λειτουργία όλων των ειδωλολατρικών ιερών, συμπεριλαμβανομένων και των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων οφείλεται στις προσπάθειες του Γάλλου παιδαγωγού και λόγιου Πιέρ ντε Κουμπερτέν μαζί με τον Έλληνα ποιητή Δημήτρη Βικέλα, ο οποίος έγινε και ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Η νέα περίοδος, τιμής ένεκεν, ξεκινά το 1896, με τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας.
Επισημαίνω τη φράση στο άρθρο ότι «ο Θεοδόσιος ο Α', με διάταγμά του το 393 μ.Χ. απαγόρευσε τη λειτουργία όλων των ειδωλολατρικών ιερών, συμπεριλαμβανομένων και των Ολυμπιακών Αγώνων». Στη θέση τους δεν έβαλαν όμως κάποιους «χριστιανικούς αγώνες», αλλά προτίμησαν τους αγώνες στην αρένα με σίγουρους νικητές (τα στελέχη του στρατού, μάλλον) και εξασφαλισμένα θύματα (δούλους).
Άρα δεν ήταν το όποιο «ειδωλολατρικό» στοιχείο που τους ενοχλούσε. Τους ενοχλούσε το πνεύμα της ισοτιμίας των αγωνιστών, της ελεύθερης συμμετοχής, της επίδειξης σωματικής ρώμης και του πανηγυρισμού για τη νίκη. Όλα αυτά ήταν τελείως ξένα πράγματα στους βαρβαρικής καταγωγής προστάτες της θρησκείας από την έρημο. Με τη σύγχρονη αναβίωση των αγώνων προσπαθούν ακόμα να δανειστούν κάτι από το αρχαίο πνεύμα και το μεγαλείο, κάνοντας παράλληλα ότι αγνοούν τα αίτια της επί μιάμιση χιλιετία διακοπής τους.