Σε προηγούμενες αναρτήσεις έγινε αναφορά στο βιβλίο του ναυάρχου, πρώην αρχηγού του πολεμικού ναυτικού Αντ. Αντωνιάδη και δημοσιεύτηκαν μερικά αποσπάσματα. Δίνω εδώ ακόμα ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από την περιγραφή του, όταν ορίστηκε ο κ. Αντωνιάδης εκπρόσωπος των Ενόπλων Δυνάμεων στη συζήτηση για την επαναφορά του «Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων»! Σκεφτείτε μόνο τη διαστροφή, η θρησκεία της ειρήνης και της αγάπης να πιέζει για τη δημιουργία θέσεων για παπάδες που ευλογούν όπλα και (πιθανούς) πολέμους.
Λίγο πριν παραδώσω τα καθήκοντά μου (ως υπαρχηγός), έτυχε να κληθώ να υπερασπιστώ τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις και μάλιστα με τη «στήριξη» της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας του Υπουργείου Άμυνας.
Αφορμή υπήρξε ένα πάγιο και επίμονο αίτημα του Αρχιεπισκόπου (Χριστόδουλου), το οποίο αφορούσε στην επιθυμία του για την επαναφορά του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων. Ενός εκ των πραγμάτων άχρηστου θεσμού, χουντικής εμπνεύσεως και προελεύσεως, ο οποίος είχε καταργηθεί την επομένη κιόλας της μεταπολίτευσης. Είχε όμως, φαίνεται, αφήσει έντονα νοσταλγικές μνήμες στον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος και επεδίωκε την επαναφορά του.
Η πεμπτουσία του θεσμού αυτού αφορούσε στο να μεταβιβαστεί ο διοικητικός έλεγχος και η διοίκηση του σώματος των στρατιωτικών ιερέων από τις Ένοπλες Δυνάμεις στην Ιερά Σύνοδο. Το όλο θέμα πολύ λίγο απασχολούσε την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν έβλεπαν όμως και με καλό μάτι το ενδεχόμενο να απεμπολήσουν μια κεκτημένη διοικητική εξουσία. Τους μόνους που, ουσιαστικά, αφορούσε αυτός ο θεσμός ήταν οι στρατιωτικοί ιερείς, που κι αυτοί, για ευνόητους λόγους, ήθελαν διακαώς να παραμείνουν υπό τον διοικητικό έλεγχο των Γενικών Επιτελείων.
Το σχετικό αίτημα αρχικά είχε τεθεί από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο σε κυβερνητικό επίπεδο. Αντιμετωπίστηκε όμως με τη μέθοδο της «καυτής πατάτας», η οποία διολισθαίνοντας μέσω του Υπουργού Άμυνας και του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, τελικά κατέληξε σε μένα. Φαντάζομαι ότι για λόγους δεοντολογίας δεν μπορούσε να υποβιβαστεί άλλο. Ευτυχώς, όταν εγώ ανέλαβα το θέμα, είχε ήδη προηγηθεί σχετική επιτελική μελέτη του ΓΕΕΘΑ, η οποία κατέληγε στο αυτονόητο συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται επανίδρυση αυτού του θεσμού. Άλλωστε κανείς από την πολιτικοστρατιωτική ηγεσία δεν τον ήθελε.
Η ουσία όμως του προβλήματος ήταν, πώς να περάσουν τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης στον Αρχιεπίσκοπο, ώστε να μην στερηθεί η κυβέρνηση τις πολύτιμες ψήφους του πιστού εκκλησιάσματος. Του «ποιμνίου»! Ο Υπουργός και ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ αποποιήθηκαν το «ποτήριον τούτο», το οποίο κατέληξε να το χειριστώ εγώ. Εδώ ισχύει κυριολεκτικά η ρήση: «Δεν ήξεραν! δεν ρώταγαν;»
Κατόπιν αυτού και δεδομένου ότι το θέμα θα το χειριζόμουν εγώ, ο Αρχιεπίσκοπος όρισε ως εντεταλμένο του κάποιον Μητροπολίτη, με τον οποίον θα ερχόμουν σε επαφή. Όντως, επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε στο γραφείο μου. Έτσι και έγινε. Το όλο θέμα είχα αποφασίσει -και είχα εξ άλλου και σχετική εντολή- να το χειριστώ ήπια και διπλωματικά. Ιδανική περίπτωση, όπως μου είχαν πει, ήταν να αναβάλλεται επ' αόριστον.
Το πρώτο κακό μήνυμα ήταν το ύφος και ο αέρας, με τον οποίο ο Μητροπολίτης μπήκε στο γραφείο μου. Ομολογώ ότι δεν τον είδα με συμπάθεια και διαισθάνθηκα ότι το τέλος της συνάντησής μας θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ανορθόδοξο. Κάθισε στον καναπέ με μεγάλη άνεση, αποπνέοντας περισσή αυτοπεποίθηση. Αφού μου μεταβίβασε τις «ευλογίες» του Αρχιεπισκόπου, με ευχαρίστησε για την όλη συνεργασία και κατανόηση για το τόσο σοβαρό και ευαίσθητο, για την Πατρίδα και την Εκκλησία, θέμα! Μου είπε μάλιστα ότι ήξερε, πόσο πολύ περίμεναν την επανίδρυση αυτού του θεσμού οι Ένοπλες Δυνάμεις!
Κατάλαβα ότι είχε κάποιο μεγάλο κενό ενημέρωσης ή ότι το έκανε σκόπιμα για να με προκαταλάβει και να πάρει το πάνω χέρι στη συζήτηση [...] Διαπιστώνοντας όμως ότι υπήρχε απύθμενο χάος ανάμεσα στις αντιδιαμετρικά αντίθετες απόψεις μας, αποφάσισα να μην τον κουράζω άλλο άδικα και κατέληξα:
«Όπως ξέρετε, σεβασμιότατε, η Πολιτεία έχει ήδη θέσει το θέμα διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας. Θεωρώ λοιπόν ότι η εμμονή σας στο θέμα αυτό θα έχει αντίθετα αποτελέσματα και, αντί για την αναβάθμιση που ζητάτε, βλέπω την κατάργηση του σώματος των στρατιωτικών ιερέων στο σύνολό του».
Ήταν η χαριστική βολή. Πετάχτηκε απότομα από την πολυθρόνα και, χωρίς άλλη κουβέντα, κατευθύνθηκε προς την πόρτα, λέγοντάς μου σε έντονο ύφος: «Νομίζω, κ. Υπαρχηγέ, δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε». Συμφώνησα, αλλά ακολουθώντας τον μέχρι την πόρτα, διαπίστωσα ότι από τη σύγχυση και την ταραχή είχε κατά λάθος ανοίξει το φύλλο μιας παρακείμενης ντουλάπας. Μέχρι να προλάβω να τον βοηθήσω, είχε βρει την πόρτα και απομακρύνθηκε με τα ράσα να ανεμίζουν πίσω του.
[...]
Θεώρησα οτι το θέμα είχε λήξει, όταν ένα πρωί ύστερα από λίγες μέρες με φώναξε στο γραφείο του ο Αρχηγός για να μου δείξει ένα έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, λέγοντάς μου: «Έχω εδώ τον αφορισμό σου από την ιερά Σύνοδο, υπογεγραμμένο από τον Αρχιεπίσκοπο. Επειδή όμως απευθύνεται στον κ. Υπουργό, νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να τον ενημερώσεις αυτοπροσώπως». Για να προσθέσει ειρωνικά: «Μην στενοχωριέσαι, έχει συμβεί και σε καλύτερους αυτό...» Ήταν Κρητικός και ευελπιστώ ότι εννοούσε τον Καζαντζάκη.
[...]
Αφορμή υπήρξε ένα πάγιο και επίμονο αίτημα του Αρχιεπισκόπου (Χριστόδουλου), το οποίο αφορούσε στην επιθυμία του για την επαναφορά του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων. Ενός εκ των πραγμάτων άχρηστου θεσμού, χουντικής εμπνεύσεως και προελεύσεως, ο οποίος είχε καταργηθεί την επομένη κιόλας της μεταπολίτευσης. Είχε όμως, φαίνεται, αφήσει έντονα νοσταλγικές μνήμες στον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος και επεδίωκε την επαναφορά του.
Η πεμπτουσία του θεσμού αυτού αφορούσε στο να μεταβιβαστεί ο διοικητικός έλεγχος και η διοίκηση του σώματος των στρατιωτικών ιερέων από τις Ένοπλες Δυνάμεις στην Ιερά Σύνοδο. Το όλο θέμα πολύ λίγο απασχολούσε την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν έβλεπαν όμως και με καλό μάτι το ενδεχόμενο να απεμπολήσουν μια κεκτημένη διοικητική εξουσία. Τους μόνους που, ουσιαστικά, αφορούσε αυτός ο θεσμός ήταν οι στρατιωτικοί ιερείς, που κι αυτοί, για ευνόητους λόγους, ήθελαν διακαώς να παραμείνουν υπό τον διοικητικό έλεγχο των Γενικών Επιτελείων.
Το σχετικό αίτημα αρχικά είχε τεθεί από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο σε κυβερνητικό επίπεδο. Αντιμετωπίστηκε όμως με τη μέθοδο της «καυτής πατάτας», η οποία διολισθαίνοντας μέσω του Υπουργού Άμυνας και του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, τελικά κατέληξε σε μένα. Φαντάζομαι ότι για λόγους δεοντολογίας δεν μπορούσε να υποβιβαστεί άλλο. Ευτυχώς, όταν εγώ ανέλαβα το θέμα, είχε ήδη προηγηθεί σχετική επιτελική μελέτη του ΓΕΕΘΑ, η οποία κατέληγε στο αυτονόητο συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται επανίδρυση αυτού του θεσμού. Άλλωστε κανείς από την πολιτικοστρατιωτική ηγεσία δεν τον ήθελε.
Η ουσία όμως του προβλήματος ήταν, πώς να περάσουν τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης στον Αρχιεπίσκοπο, ώστε να μην στερηθεί η κυβέρνηση τις πολύτιμες ψήφους του πιστού εκκλησιάσματος. Του «ποιμνίου»! Ο Υπουργός και ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ αποποιήθηκαν το «ποτήριον τούτο», το οποίο κατέληξε να το χειριστώ εγώ. Εδώ ισχύει κυριολεκτικά η ρήση: «Δεν ήξεραν! δεν ρώταγαν;»
Κατόπιν αυτού και δεδομένου ότι το θέμα θα το χειριζόμουν εγώ, ο Αρχιεπίσκοπος όρισε ως εντεταλμένο του κάποιον Μητροπολίτη, με τον οποίον θα ερχόμουν σε επαφή. Όντως, επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε στο γραφείο μου. Έτσι και έγινε. Το όλο θέμα είχα αποφασίσει -και είχα εξ άλλου και σχετική εντολή- να το χειριστώ ήπια και διπλωματικά. Ιδανική περίπτωση, όπως μου είχαν πει, ήταν να αναβάλλεται επ' αόριστον.
Το πρώτο κακό μήνυμα ήταν το ύφος και ο αέρας, με τον οποίο ο Μητροπολίτης μπήκε στο γραφείο μου. Ομολογώ ότι δεν τον είδα με συμπάθεια και διαισθάνθηκα ότι το τέλος της συνάντησής μας θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ανορθόδοξο. Κάθισε στον καναπέ με μεγάλη άνεση, αποπνέοντας περισσή αυτοπεποίθηση. Αφού μου μεταβίβασε τις «ευλογίες» του Αρχιεπισκόπου, με ευχαρίστησε για την όλη συνεργασία και κατανόηση για το τόσο σοβαρό και ευαίσθητο, για την Πατρίδα και την Εκκλησία, θέμα! Μου είπε μάλιστα ότι ήξερε, πόσο πολύ περίμεναν την επανίδρυση αυτού του θεσμού οι Ένοπλες Δυνάμεις!
Κατάλαβα ότι είχε κάποιο μεγάλο κενό ενημέρωσης ή ότι το έκανε σκόπιμα για να με προκαταλάβει και να πάρει το πάνω χέρι στη συζήτηση [...] Διαπιστώνοντας όμως ότι υπήρχε απύθμενο χάος ανάμεσα στις αντιδιαμετρικά αντίθετες απόψεις μας, αποφάσισα να μην τον κουράζω άλλο άδικα και κατέληξα:
«Όπως ξέρετε, σεβασμιότατε, η Πολιτεία έχει ήδη θέσει το θέμα διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας. Θεωρώ λοιπόν ότι η εμμονή σας στο θέμα αυτό θα έχει αντίθετα αποτελέσματα και, αντί για την αναβάθμιση που ζητάτε, βλέπω την κατάργηση του σώματος των στρατιωτικών ιερέων στο σύνολό του».
Ήταν η χαριστική βολή. Πετάχτηκε απότομα από την πολυθρόνα και, χωρίς άλλη κουβέντα, κατευθύνθηκε προς την πόρτα, λέγοντάς μου σε έντονο ύφος: «Νομίζω, κ. Υπαρχηγέ, δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε». Συμφώνησα, αλλά ακολουθώντας τον μέχρι την πόρτα, διαπίστωσα ότι από τη σύγχυση και την ταραχή είχε κατά λάθος ανοίξει το φύλλο μιας παρακείμενης ντουλάπας. Μέχρι να προλάβω να τον βοηθήσω, είχε βρει την πόρτα και απομακρύνθηκε με τα ράσα να ανεμίζουν πίσω του.
[...]
Θεώρησα οτι το θέμα είχε λήξει, όταν ένα πρωί ύστερα από λίγες μέρες με φώναξε στο γραφείο του ο Αρχηγός για να μου δείξει ένα έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, λέγοντάς μου: «Έχω εδώ τον αφορισμό σου από την ιερά Σύνοδο, υπογεγραμμένο από τον Αρχιεπίσκοπο. Επειδή όμως απευθύνεται στον κ. Υπουργό, νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να τον ενημερώσεις αυτοπροσώπως». Για να προσθέσει ειρωνικά: «Μην στενοχωριέσαι, έχει συμβεί και σε καλύτερους αυτό...» Ήταν Κρητικός και ευελπιστώ ότι εννοούσε τον Καζαντζάκη.
[...]
Ο ναύαρχος καταλήγει στην αναλυτική περιγραφή του, πώς ενημέρωσε τον Υπουργό (Παπαντωνίου) κτλ. δηλώνοντας στη συνέχεια απόλυτα ικανοποιημένος που είχε την τύχη να περάσει από τα χέρια του η αποφυγή ενός οπισθοδρομικού θεσμού, τον οποίο μόνο μια χώρα με ανύπαρκτο επίπεδο παιδείας θα μπορούσε να συζητά τον 21ο αιώνα. Και πώς να μην συζητάει σήμερα η Εκκλησία τέτοια θέματα, αφού ήδη από τον 3ο και 4ο αιώνα είχε ενταχθεί η ίδια στο πολεμοκάπηλο κλίμα της εποχής και ανακήρυξε στρατιωτικούς αγίους (Γεώργιο, Δημήτριο, Αιμιλιανό κ.ά.), προσφέροντας τη συνεργασία της στο ρωμαϊκό κράτος και στο μισθοφορικό στρατό;