(της Τασούλας Καραϊσκάκη, Καθημερινή, 7/11/2008)
Άλλη μια φορά η φράση «χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας» σείστηκε ως φόβητρο ενώπιον των συνειδήσεων των πολιτών και των προθέσεων των πολιτικών, από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, που πρότεινε, σε μια δύσκολη στιγμή για τη δημόσια εικόνα της Εκκλησίας, εάν τεθεί το θέμα, να γίνει δημοψήφισμα, να αποφασίσει ο λαός και ο καθένας να πάρει το μάθημά του...
Εμφανίζεται σίγουρος για το «όχι» του λαού, βέβαιος για τις ιστορικές αντοχές της Εκκλησίας. Υπολογίζει στο ζύμωμα των γενεών με το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», στη 200 ετών συναλληλία Εκκλησίας και Κράτους, στη σύνδεση των δύο εξουσιών με το γένος. Από σύστασης ελληνικού κράτους, η Εκκλησία αποτελεί θεσμό κατ’ εικόνα και ομοίωση της δημόσιας εξουσίας. Από διαχωρισμού της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχει υπαχθεί στο κράτος, ταυτιζόμενη μαζί του.
Αυτή ακριβώς η ταύτιση της Ορθοδοξίας με τον Ελληνισμό είναι που «τρέφει» τις λαοσυνάξεις, που συντηρεί την πεποίθηση ότι υπερασπιζόμενος κανείς τη θρησκευτική του πίστη ταυτόχρονα υπερασπίζεται και την εθνική του ταυτότητα. Η οποία, επομένως, μοιάζει να απειλείται από την τάση αποεθνικοποίησης της Εκκλησίας. Η τελευταία, μπορεί, έτσι, σε μια εποχή οικονομικής ανασφάλειας και ταυτόχρονα φόβου απέναντι στον άλλον, τον ξένο, τον μετανάστη να ασκεί ισχυρή επιρροή, σπέρνοντας τη σύγχυση για ιδιότητες και ρόλους. Το αίτημα για χωρισμό Κράτους - Εκκλησίας καταλήγει να ερμηνεύεται ως πόλεμος κατά της εθνικής μας ενότητας, να γεννά εφιάλτες.
Είναι όμως απαράδεκτο σήμερα, στον 21ο αιώνα να υπάρχει ακόμη η σύγχυση ανάμεσα στην ιδιότητα του πιστού (που ξεχωρίζει τους ανθρώπους) και σε εκείνη του πολίτη (που τους ενώνει). Η δημοκρατία προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και τη δημόσια του πολίτη. Ούτε μπορεί κάποιος με τη δημόσια εκδήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων να θίγει τους υπολοίπους ή να τους επιβάλει τη θέλησή του. Οι πολίτες είναι ίσοι όταν ενώνονται πέρα και πάνω από τις διαφορές τους.
Ομως η μάχη για την ανεκτικότητα αναπτύσσεται πάνω στους άξονες της εκκοσμίκευσης του Κράτους, του χωρισμού των λειτουργιών της πολιτείας από εκείνους της Εκκλησίας. Το κράτος πρέπει να είναι θρησκευτικά ουδέτερο ώστε να προστατεύει αληθινά τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών, και η Εκκλησία να μην αποτελεί «τμήμα» της κρατικής εξουσίας. Οι δύο εξουσίες όχι απλώς συνδέονται, διαπλέκονται και αλληλονοθεύονται, με τα γνωστά (επίκαιρα) αποτελέσματα. Για να ασχολείται η κάθε πλευρά με τα οίκου της, χωρίς να παρεμβαίνει στις υποθέσεις της άλλης, θα πρέπει να υπάρξει μια αυστηρή και σαφής διάκριση των ρόλων.
Άλλωστε, τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε ένα μηχανισμό εξουσίας και σε ένα σύστημα απονομής ελευθερίας και αγάπης; Ολα τα προβλήματα που έχει η Εκκλησία, διεκδικούμενης περιουσίας, μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες και αλλού, κατάργησης του μαθήματος των Θρησκευτικών, καύσης των νεκρών, κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, αρμοδιότητας της πολεοδομικής αρχής για τη ανέγερση των ναών, είναι ζητήματα που προκύπτουν από τον εναγκαλισμό της με το Κράτος.
Μπορεί να μεταμορφωθεί από μια Εκκλησία του Κράτους σε μια κοινότητα πιστών, που θα ζει ισότιμα με άλλες κοινότητες σε μια πλουραλιστική και πολυπολιτισμική κοινωνία; Δύσκολο όταν εκλαμβάνει τον εαυτό της ως εκπρόσωπο του λαού και του έθνους. Δηλαδή, όταν υποκαθιστά την κοσμική έννοια του λαού (σύνολο ίσων και ελεύθερων πολιτών) από τη θεολογική (σύνολο των πιστών). Και οι αλλόθρησκοι; Δεν είναι λαός, δεν είναι πολίτες;
Εμφανίζεται σίγουρος για το «όχι» του λαού, βέβαιος για τις ιστορικές αντοχές της Εκκλησίας. Υπολογίζει στο ζύμωμα των γενεών με το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», στη 200 ετών συναλληλία Εκκλησίας και Κράτους, στη σύνδεση των δύο εξουσιών με το γένος. Από σύστασης ελληνικού κράτους, η Εκκλησία αποτελεί θεσμό κατ’ εικόνα και ομοίωση της δημόσιας εξουσίας. Από διαχωρισμού της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχει υπαχθεί στο κράτος, ταυτιζόμενη μαζί του.
Αυτή ακριβώς η ταύτιση της Ορθοδοξίας με τον Ελληνισμό είναι που «τρέφει» τις λαοσυνάξεις, που συντηρεί την πεποίθηση ότι υπερασπιζόμενος κανείς τη θρησκευτική του πίστη ταυτόχρονα υπερασπίζεται και την εθνική του ταυτότητα. Η οποία, επομένως, μοιάζει να απειλείται από την τάση αποεθνικοποίησης της Εκκλησίας. Η τελευταία, μπορεί, έτσι, σε μια εποχή οικονομικής ανασφάλειας και ταυτόχρονα φόβου απέναντι στον άλλον, τον ξένο, τον μετανάστη να ασκεί ισχυρή επιρροή, σπέρνοντας τη σύγχυση για ιδιότητες και ρόλους. Το αίτημα για χωρισμό Κράτους - Εκκλησίας καταλήγει να ερμηνεύεται ως πόλεμος κατά της εθνικής μας ενότητας, να γεννά εφιάλτες.
Είναι όμως απαράδεκτο σήμερα, στον 21ο αιώνα να υπάρχει ακόμη η σύγχυση ανάμεσα στην ιδιότητα του πιστού (που ξεχωρίζει τους ανθρώπους) και σε εκείνη του πολίτη (που τους ενώνει). Η δημοκρατία προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και τη δημόσια του πολίτη. Ούτε μπορεί κάποιος με τη δημόσια εκδήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων να θίγει τους υπολοίπους ή να τους επιβάλει τη θέλησή του. Οι πολίτες είναι ίσοι όταν ενώνονται πέρα και πάνω από τις διαφορές τους.
Ομως η μάχη για την ανεκτικότητα αναπτύσσεται πάνω στους άξονες της εκκοσμίκευσης του Κράτους, του χωρισμού των λειτουργιών της πολιτείας από εκείνους της Εκκλησίας. Το κράτος πρέπει να είναι θρησκευτικά ουδέτερο ώστε να προστατεύει αληθινά τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών, και η Εκκλησία να μην αποτελεί «τμήμα» της κρατικής εξουσίας. Οι δύο εξουσίες όχι απλώς συνδέονται, διαπλέκονται και αλληλονοθεύονται, με τα γνωστά (επίκαιρα) αποτελέσματα. Για να ασχολείται η κάθε πλευρά με τα οίκου της, χωρίς να παρεμβαίνει στις υποθέσεις της άλλης, θα πρέπει να υπάρξει μια αυστηρή και σαφής διάκριση των ρόλων.
Άλλωστε, τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε ένα μηχανισμό εξουσίας και σε ένα σύστημα απονομής ελευθερίας και αγάπης; Ολα τα προβλήματα που έχει η Εκκλησία, διεκδικούμενης περιουσίας, μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες και αλλού, κατάργησης του μαθήματος των Θρησκευτικών, καύσης των νεκρών, κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, αρμοδιότητας της πολεοδομικής αρχής για τη ανέγερση των ναών, είναι ζητήματα που προκύπτουν από τον εναγκαλισμό της με το Κράτος.
Μπορεί να μεταμορφωθεί από μια Εκκλησία του Κράτους σε μια κοινότητα πιστών, που θα ζει ισότιμα με άλλες κοινότητες σε μια πλουραλιστική και πολυπολιτισμική κοινωνία; Δύσκολο όταν εκλαμβάνει τον εαυτό της ως εκπρόσωπο του λαού και του έθνους. Δηλαδή, όταν υποκαθιστά την κοσμική έννοια του λαού (σύνολο ίσων και ελεύθερων πολιτών) από τη θεολογική (σύνολο των πιστών). Και οι αλλόθρησκοι; Δεν είναι λαός, δεν είναι πολίτες;
Εγώ μένω στο, ακαδημαϊκό σίγουρα, ερώτημα της κ. Καραϊσκάκη: "...τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε ένα μηχανισμό εξουσίας και σε ένα σύστημα απονομής ελευθερίας και αγάπης;" Όσοι πιστεύουν ότι η εκκλησία δημιουργήθηκε και λειτούργησε έκτοτε ως "σύστημα απονομής ελευθερίας και αγάπης", κοροϊδεύουν τον εαυτό τους... Μια πρόχειρη ματιά στην ιστορία δείχνει ότι ο εκκλησιαστικός μηχανισμός αποτέλεσε αμιγές σύστημα πλουτισμού και εξουσίας, με αντάλλαγμα την εκ θεού νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας.(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Τώρα, βέβαια, που η εξουσία νομιμοποιείται με την ψήφο των πολιτών και δεν χρειάζονται θεοί και δαίμονες, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός έχει ξεπέσει στην εμπορία της "σωτηρίας ψυχών" και αρχαιολογικών ευρημάτων (Γιοσάκης), στη νοθεία εκλογικών διαδικασιών για τον "έλεγχο των προσκυνημάτων" (Βαβύλης), στην κλοπή από το παγκάρι και στο σοδομισμό με διάκους και ψάλτες (Παντελεήμων), στην εμπορία οικοπέδων και στη συναλλαγή με επιχειρηματίες (Εφραίμ) και άλλα ανάλογα θεάρεστα. Και στο τέλος, όταν δυσκολέψουν τα πράγματα με το ταμείο, ανακαλύπτει ένα δύο πτώματα για προσκύνημα και φέρνει νέο πακτωλό χρημάτων...
Μια και ανέφερα τον Γιοσάκη: τώρα γίνεται απόλυτα κατανοητό, πού αποσκοπούσαν οι ομαδικές εκδρομές των δικαστικών στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο που οργάνωνε ο φυλακισμένος και τους οποίους δικαστικούς υποδεχόταν ο Χριστόδουλο αυτοπροσώπως. Όσα βλέπουν τώρα το φως της δημοσιότητας, με τις διαπλοκές δικαστών, εισαγγελέων, νομικών συμβούλων, γνωμοδοτών και άλλων πολλών, αποδεικνύουν ότι στόχος της φάμπρικας ήταν να κατακλέψουν νομότυπα το κράτος -με δικαστικές αποφάσεις, γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου, πλαστά χαρτιά και αεριτζήδικα συμβόλαια- και να τσεπώσουν οι ίδιοι μερικά εκατομμύρια. Οι σημερινές εφημερίδες αναφέρονται σε αποδείξεις για είσπραξη 9 εκατ. € από τον Εφραίμ.