Διαχρονική οπισθοδρομικότητα
Πρόσφατα έστειλα προς δημοσίευση σε έγκριτο περιοδικό κείμενο-απάντηση σε κάτι που είχε γραφτεί και με αφορούσε. Σε ερώτησή μου αν είναι δυνατόν το κείμενο να δημοσιευτεί όπως το έγραψα και όπως το έστειλα, δηλαδή μονοτονικό, ο διευθυντής του περιοδικού μού είπε ότι αυτό αποκλείεται, και επομένως θα «το πολυτονίσουν».
Το συγκεκριμένο περιοδικό ακολουθεί, προφανέστατα, το πολυτονικό σύστημα. Ως προς αυτό, ουδέν πρόβλημα. Απολύτως σεβαστή η επιλογή του. Επί το λαϊκότερον, περί ορέξεως... κολοκυθόπιτα.
Πριν από περίπου τρία χρόνια, ένα άλλο, λιγότερο αιωνόβιο αλλά επίσης έγκριτο, περιοδικό -και ειδικότερα ο μακαρίτης διευθυντής του, μια και οι δύο έννοιες περίπου συνέπιπταν- είχε την ευγενή πρωτοβουλία να αναδημοσιεύσει εκτενή αποσπάσματα της Παναγίας των Παρισίων του Ουγκό, μεταφρασμένης από την καλή συνάδελφο Βάνα Χατζάκη και την αφεντιά μου για λογαριασμό των εκδόσεων «Σμίλη». Οποία έκπληξη, όμως! Το κείμενο της μετάφρασης είχε δημοσιευτεί πολυτονισμένο, δηλαδή σε αλλοιωμένη, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, μορφή.
Και εκείνο το περιοδικό είχε, προφανώς, επιλέξει να εκδίδεται με πολυτονικό, κι εκείνου με γεια του, με χαρά του (περί ορέξεως, κ.λπ.).
Γεννάται, ωστόσο, ένα μικρό ερώτημα. Με τους έρμους τους συγγραφείς/ συντάκτες/ μεταφραστές των κειμένων τι γίνεται; Με βάση τα περί ορέξεως, αυτοί γιατί δεν μπορούν να επιλέγουν, για παράδειγμα, σπανακοτυρόπιτα και όχι κολοκυθόπιτα; Με άλλα λόγια, γιατί το κείμενο που είναι σε μονοτονικό δεν δικαιούται να δημοσιεύεται έτσι όπως βγήκε από το χέρι εκείνο που το έγραψε;
Ενα επιπλέον στοιχείο, που νομίζω ότι αξίζει να κατατεθεί εδώ, είναι τι συμβαίνει όταν ανακύψει αντίστοιχο θέμα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εν ολίγοις, από τη μικρή μου πείρα ως υπεύθυνου περιοδικών που εκδίδονταν σε μονοτονικό, μπορώ να καταθέσω ότι και μόνον η σκέψη να «μονοτονιστεί» κείμενο πολυτονιστή ήταν αφορμή, κατά κανόνα, να ξεσπάσει θύελλα: «μην τολμήσετε», «μη διανοηθείτε», «θα το αποσύρω», «θα σας καταγγείλω» κ.λπ., κ.λπ.
Μάλλον, λοιπόν, εμείς οι μονοτονιστές θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση: είμαστε, προφανώς, παιδιά ενός κατώτερου (τονικού) θεού. Προσοχή: δεν επικαλούμαι καν το γεγονός ότι τα επίσημα κείμενα του ελληνικού κράτους γράφονται στο μονοτονικό, ούτε καν ότι οι απόγονοι όλων μας, πολυτονιστών και μονοτονιστών, διδάσκονται την ελληνική γλώσσα στη μονοτονική εκδοχή γραφής της.
Επανέρχομαι, λοιπόν, στο θέμα του σεβασμού ή μη προς τη διαφορετική άποψη, και επομένως και στο δικαίωμα να επιλέγει κανείς τον τρόπο με τον οποίο θα τονίζει τα κείμενα που εκείνος (υπο)γράφει. Ποιος θα μας προστατεύσει, εμάς τους ταπεινούς μονοτονιστές, από αυτόν τον ιδιότυπο ρατσισμό, από την περιφρόνηση προς την άποψή μας και την επιλογή μας;
Δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση -επιμένω, ώστε να προλάβω τυχόν παρερμηνείες και παρεξηγήσεις- το δικαίωμα οποιουδήποτε, εντύπου ή ατόμου να λατρεύει τον μεγάλο θεό των τόνων και των πνευμάτων. Στο κάτω κάτω της γραφής, ούτε εγώ είμαι mainstream (που λέγανε και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι) σε όλα τα σχετικά. Μήπως δεν συνιστά ιδιομορφία ή εμμονή να γράφει κανείς στις μέρες μας με μολύβι και να σβήνει με γομίτσα; Ασφαλώς. Απλώς, να, εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ να πω σε κάποιον ότι το κείμενο που θα μου στείλει πρέπει να είναι γραμμένο... με μολύβι.
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα που θίγω δεν είναι η ύπαρξη εντύπων, εκδόσεων, κ.λπ., που ακολουθούν το πολυτονικό. Το πρόβλημα είναι ο πολυτονικός δογματισμός και φονταμενταλισμός· οι φονταμενταλιστές του πολυτονικού, όπως και οι κάθε είδους φονταμενταλιστές άλλωστε. Μάλιστα, θα αποτολμούσα και την ψυχολογίζουσα εξήγηση ότι ορισμένοι τουλάχιστον από αυτούς, θεωρώντας εαυτούς κατόχους μιας ανώτερης αλήθειας, η οποία όμως διώκεται (!) ή απαξιώνεται από την Πολιτεία, ολισθαίνουν στον ιδιότυπο φανατισμό του κατά φαντασίαν «θύματος», υιοθετώντας ακραίες (σ)τάσεις.
Το συγκεκριμένο περιοδικό ακολουθεί, προφανέστατα, το πολυτονικό σύστημα. Ως προς αυτό, ουδέν πρόβλημα. Απολύτως σεβαστή η επιλογή του. Επί το λαϊκότερον, περί ορέξεως... κολοκυθόπιτα.
Πριν από περίπου τρία χρόνια, ένα άλλο, λιγότερο αιωνόβιο αλλά επίσης έγκριτο, περιοδικό -και ειδικότερα ο μακαρίτης διευθυντής του, μια και οι δύο έννοιες περίπου συνέπιπταν- είχε την ευγενή πρωτοβουλία να αναδημοσιεύσει εκτενή αποσπάσματα της Παναγίας των Παρισίων του Ουγκό, μεταφρασμένης από την καλή συνάδελφο Βάνα Χατζάκη και την αφεντιά μου για λογαριασμό των εκδόσεων «Σμίλη». Οποία έκπληξη, όμως! Το κείμενο της μετάφρασης είχε δημοσιευτεί πολυτονισμένο, δηλαδή σε αλλοιωμένη, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, μορφή.
Και εκείνο το περιοδικό είχε, προφανώς, επιλέξει να εκδίδεται με πολυτονικό, κι εκείνου με γεια του, με χαρά του (περί ορέξεως, κ.λπ.).
Γεννάται, ωστόσο, ένα μικρό ερώτημα. Με τους έρμους τους συγγραφείς/ συντάκτες/ μεταφραστές των κειμένων τι γίνεται; Με βάση τα περί ορέξεως, αυτοί γιατί δεν μπορούν να επιλέγουν, για παράδειγμα, σπανακοτυρόπιτα και όχι κολοκυθόπιτα; Με άλλα λόγια, γιατί το κείμενο που είναι σε μονοτονικό δεν δικαιούται να δημοσιεύεται έτσι όπως βγήκε από το χέρι εκείνο που το έγραψε;
Ενα επιπλέον στοιχείο, που νομίζω ότι αξίζει να κατατεθεί εδώ, είναι τι συμβαίνει όταν ανακύψει αντίστοιχο θέμα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εν ολίγοις, από τη μικρή μου πείρα ως υπεύθυνου περιοδικών που εκδίδονταν σε μονοτονικό, μπορώ να καταθέσω ότι και μόνον η σκέψη να «μονοτονιστεί» κείμενο πολυτονιστή ήταν αφορμή, κατά κανόνα, να ξεσπάσει θύελλα: «μην τολμήσετε», «μη διανοηθείτε», «θα το αποσύρω», «θα σας καταγγείλω» κ.λπ., κ.λπ.
Μάλλον, λοιπόν, εμείς οι μονοτονιστές θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση: είμαστε, προφανώς, παιδιά ενός κατώτερου (τονικού) θεού. Προσοχή: δεν επικαλούμαι καν το γεγονός ότι τα επίσημα κείμενα του ελληνικού κράτους γράφονται στο μονοτονικό, ούτε καν ότι οι απόγονοι όλων μας, πολυτονιστών και μονοτονιστών, διδάσκονται την ελληνική γλώσσα στη μονοτονική εκδοχή γραφής της.
Επανέρχομαι, λοιπόν, στο θέμα του σεβασμού ή μη προς τη διαφορετική άποψη, και επομένως και στο δικαίωμα να επιλέγει κανείς τον τρόπο με τον οποίο θα τονίζει τα κείμενα που εκείνος (υπο)γράφει. Ποιος θα μας προστατεύσει, εμάς τους ταπεινούς μονοτονιστές, από αυτόν τον ιδιότυπο ρατσισμό, από την περιφρόνηση προς την άποψή μας και την επιλογή μας;
Δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση -επιμένω, ώστε να προλάβω τυχόν παρερμηνείες και παρεξηγήσεις- το δικαίωμα οποιουδήποτε, εντύπου ή ατόμου να λατρεύει τον μεγάλο θεό των τόνων και των πνευμάτων. Στο κάτω κάτω της γραφής, ούτε εγώ είμαι mainstream (που λέγανε και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι) σε όλα τα σχετικά. Μήπως δεν συνιστά ιδιομορφία ή εμμονή να γράφει κανείς στις μέρες μας με μολύβι και να σβήνει με γομίτσα; Ασφαλώς. Απλώς, να, εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ να πω σε κάποιον ότι το κείμενο που θα μου στείλει πρέπει να είναι γραμμένο... με μολύβι.
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα που θίγω δεν είναι η ύπαρξη εντύπων, εκδόσεων, κ.λπ., που ακολουθούν το πολυτονικό. Το πρόβλημα είναι ο πολυτονικός δογματισμός και φονταμενταλισμός· οι φονταμενταλιστές του πολυτονικού, όπως και οι κάθε είδους φονταμενταλιστές άλλωστε. Μάλιστα, θα αποτολμούσα και την ψυχολογίζουσα εξήγηση ότι ορισμένοι τουλάχιστον από αυτούς, θεωρώντας εαυτούς κατόχους μιας ανώτερης αλήθειας, η οποία όμως διώκεται (!) ή απαξιώνεται από την Πολιτεία, ολισθαίνουν στον ιδιότυπο φανατισμό του κατά φαντασίαν «θύματος», υιοθετώντας ακραίες (σ)τάσεις.
(ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΠΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/11/2008)
Να υπενθυμίσω από τη σκοπιά μου ότι το λεγόμενο "πολυτονικό" καθιερώθηκε με τη μικρογράμματη γραφή στην παρακμιακή περίοδο του Βυζαντίου με το πέρασμα στη δεύτερη χιλιετία. Μέχρι τότε κυριαρχούσε η μεγαλογράμματη γραφή, στην οποία από την ελληνιστική εποχή και μετά, χρησιμοποιούνταν που και που τόνοι και πνεύματα για να διευκολύνονται οι μη ελληνόφωνοι χρήστες.
Γι' αυτό, η κουβέντα που είχε πετάξει ο Χριστόδουλος ότι ήθελε να χρησιμοπείται στην καθημερινότητα το σύστημα γραφής των ευαγγελίων, ήταν άλλη μια παπάρα από τις πολλές που είχε στο τσεπάκι του. Τα ευαγγέλια γράφτηκαν στη μορφή που φαίνεται στην εικόνα (σιναϊτικός κώδικας), μεγαλογράμματη γραφή με τόνους σε ορισμένα σημεία.