σχετίζεται στενά με την εξουσία
Πέρασαν δύο χρόνια από την εποχή που ο δημόσιος διάλογος με αφορμή το (εσαεί) νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού είχε επικεντρωθεί σε ζητήματα ιστορίας (και αυτογνωσίας). Το ζήτημα φάνηκε να κλείνει με την απόφαση του διαδόχου της κ. Μαριέττας Γιαννάκου τελικώς να μην ενταχθεί το νέο βιβλίο στο αναλυτικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η καθοριστική παρέμβαση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στο φίλμ του Κ. Γαβρά, αλλά και πρόσφατες παρεμβάσεις του ΛΑΟΣ σε τμήματα ιστορίας ΑΕΙ δικαιώνουν όσους έλεγαν πως η διαμάχη μόνο επιστημονική δεν ήταν.
Oταν ο κ. Π. Στάθης εργαζόταν ως ιστορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης παρατήρησε την ανθεκτικότητα του πιο γνωστού μύθου (το ανέφερε ο ίδιος σε ομιλία του στο πλαίσιο των επιστημονικών συμποσίων της Σχολής Μωραΐτη): «Από τους πρωτοετείς φοιτητές του Τμήματος Κοινωνιολογίας των ετών 2001, 2002 και 2004, όσο και από τους σπουδαστές της σχολής Ξεναγών Ηρακλείου των ετών 2000 - 2005, ελάχιστοι γνώριζαν ότι κρυφό σχολειό δεν υπήρξε. Οι υπόλοιποι όχι απλώς έμεναν έκπληκτοι μπροστά στην «αποκάλυψη», αλλά αδυνατούσαν να το αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα και το θέμα ξεσήκωνε ζωηρές συζητήσεις που ξεπερνούσαν τα χρονικά όρια του μαθήματος».
Η απόδειξη δεν αρκεί
Γιατί άραγε -αναρωτήθηκε ο Π. Στάθης- δεν αρκεί η αποδεδειγμένη λειτουργία πάρα πολλών νόμιμων και φανερών σχολείων κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε να καταρριφθεί ο μύθος; Στο «Νορβηγικό Δάσος», ένα από τα καλύτερά του έργα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα»), ο Χαρούκι Μουρακάμι αναφέρεται και στις ωμότητες των (συμπατριωτών του) Ιαπώνων στη Μαντζουρία. Επίσης ένα θέμα που, αν και (ιστορικά) τεκμηριωμένο, παρέμεινε για δεκαετίες ταμπού στη νεότερη ιαπωνική ιστοριογραφία.
Αυτές οι «παραλείψεις» συμβαίνουν όχι μόνο μεταξύ εθνών αλλά και εντός του ίδιου έθνους. Αρκεί να θυμηθούμε τις κατά καιρούς κυρίαρχες απόψεις για τον Ελληνικό Εμφύλιο ή τη Μικρασιατική Καταστροφή ή ακόμη την επίσημη για μερικές δεκαετίες θέση της σοβιετικής ιστοριογραφίας σχετικά με το (βίαιο) τέλος των Ρομανόφ.
Η σχέση της Εξουσίας με την Ιστορία είναι τόσο στενή, ώστε συνήθως η μάχη για την «ιστορική αλήθεια» δεν είναι επιστημονική αλλά πολιτική. Και αν το «παντεσπάνι» της Μαρίας Αντουανέτας σήμερα φαίνεται απλώς μία ανόητη παρατήρηση, ωστόσο το 1793 η σχετική φημολογία την οδήγησε στα σκαλιά της γκιλοτίνας. Τι και αν έπειτα από 200 χρόνια αμφισβητήθηκε ο συγκεκριμένος μύθος. Η «ιστορία» αποφάσισε ότι η Αυστριακή πριγκίπισσα το είχε πει.
Θέμα αυτοπροσδιορισμού
Η ιεραρχία της Εκκλησίας δεν ήθελε την προβολή ενός φιλμ (και μάλιστα ενός σκηνοθέτη της εμβέλειας του Κ. Γαβρά) όπου ο ρόλος κληρικών δεν συνάδει με την εικόνα που επιθυμεί για το παρελθόν της.
Το ζήτημα δεν είναι επιστημονικό. Δεν πρόκειται για μία αμφισβητούμενη διαμάχη ιστορικών με την εκατέρωθεν κατάθεση σχετικών τεκμηρίων. Είναι πρωτίστως θέμα αυτοπροσδιορισμού. Και η ελλαδική Εκκλησία, ως δημιούργημα του ελληνικού κράτους, δεν μπορεί να επιτρέψει την ανατροπή του κεντρικού θεμελίου της, δηλαδή τον ρόλο της στη διαμόρφωση της σημερινής «εθνικής ταυτότητας». Δεν είναι η ιστορική αλήθεια που αγνοείται από την Εκκλησία (πολλοί ιεράρχες γνωρίζουν εξαιρετικά καλά και Ιστορία και Πολιτική Επιστήμη), αλλά η χρήση της. Δι' ο και επεμβαίνουν προλητπικά.
Στην Ελλάδα
Η «μάχη» στην Ελλάδα για την Ιστορία συνεχίζεται, αν και ο «συνωστισμός» αποσύρθηκε και παρέμειναν τα «ματωμένα χώματα». Ο ΛΑΟΣ «εισβάλλει» στα ΑΕΙ θίγοντας τις «αντεθνικές δοξασίες» πανεπιστημιακών, παρότι -αν δεν απατώμαι- ουδείς ιστορικός με σχετικές σπουδές περιλαμβάνεται στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος.
Η πολιτική χρήση της Ιστορίας αποδεικνύεται ιδιαίτερα ελκυστική, αφού γίνεται με τηλεοπτικούς όρους από πολιτικούς που μέχρι πρόσφατα έβρισκαν ελληνικές αποικίες ακόμη και σε αστερισμούς!