h_Mpoukalitsa, 20-08-2009
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Μπουκαλίτσα. Στρογγυλή, στρουμπουλή γεμάτη περιεχόμενο υγείας –ένα κιλό νερό– κι ένα ροζ καπάκι στην κεφαλή της για κορώνα. Η κορδέλα από ασημί χαρτί, περασμένη ολόγυρα στο θώρακα της, διαφήμιζε την προέλευση της. Από ψηλά βουνά. Όπου το πάλλευκο χιόνι, στις κορυφές τους, δεν είχε πατήσει θνητού πόδι. Από το νερό αυτό έπιναν οι πρίγκιπες της Γαλλίας και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε χυθεί ανθρώπινο αίμα για το ποιος θα γίνει ο κύριος της περιοχής με τις πηγές.
Έγραφαν, υπόγραφαν συμβόλαια ειρήνης, κατοχής κι ιδιοκτησίας, όμως μόλις οι συνθήκες γίνονταν δύσκολες κι έπεφτε ξηρασία να σου πάλι κάποιος γενναίος ιππότης να διεκδικεί τις πηγές για όφελός του. Η Μπουκαλίτσα τα γνώριζε αυτά από τα στόματα των ανθρώπων που έπιναν το νερό. Φυσικά, τα παλιά χρόνια, οι μπουκαλίτσες, οι προγόνισσές της, ήταν γυάλινες και τούτη εδώ –η δικιά μας- πλαστική. Και τι μ’ αυτό; Δεν κάνουν τα ράσα τον παπά, έλεγε στον εαυτό της και αμέριμνη φορτώθηκε σε ένα κοντέινερ να ταξιδέψει μακριά. Ακριβώς αυτό ήθελε.
Η περιοχή με τις πηγές ήταν τρανή όμως η Μπουκαλίτσα ήταν νέα και σφριγηλή, διψούσε να δει νέα μέρη και να ξεδιψάσει ανθρώπους από άλλους τόπους. Το ταξίδι δεν ήταν τέτοιο που αρμόζει σε ένα γόνο της δικής της τάξης. Στοιβαγμένη μαζί με άλλες σε ένα κιβώτιο βρώμικο και χιλιοχρησιμοποιημένο. Στο δρόμο, οι εργάτες έπιναν μπύρες από τη Γερμανία κι έλεγαν ιστορίες για τα λιμάνια που ξεφόρτωναν. Ξακουστή χώρα η Γερμανία αλλά τι είναι ένα καφάσι μπύρες μπροστά σε μια γουλιά από νερό των Άλπεων; Η βεβαιότητα της ανωτερότητάς της δεν της επέτρεπε να ανοίξει συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα. Πιο πολύ την απασχολούσε ο προορισμός του ταξιδιού τους. Ρώτησε τις άλλες αν γνωρίζουν κάτι.
- Ελλάδα, της απάντησαν.
- Η Ελλάδα είναι αυτή με τις πολλές θάλασσες και τα νησιά; ρώτησε ξανά
- Ναι! Στη θάλασσα όταν μπεις το νερό είναι αλμυρό. Οι άνθρωποι μαζεύουν νερό της βροχή για να πιούν.
- Πω! Πω! Αηδία! έκανε η Μπουκαλίτσα και μαζεύτηκε στη θέση της.
Η διαδρομή τους τέλειωσε κι εργάτες με κοντά μανίκια και σορτσάκια άρχισαν να ξεφορτώνουν τα κιβώτια. Προσπάθησε να δει πώς ήταν γύρω η περιοχή. Ο πλαστικός λαιμός της δεν άφηνε περιθώρια για ελιγμούς. Ένα τεράστιο πανί ήρθε και τις πλάκωσε όλες.
- Για να μας προφυλάξουν από τον ήλιο, πρόλαβε να πει η πιο έμπειρη.
- Δεν είναι και τόσο χαζοί αυτοί οι Έλληνες, σκέφτηκε η δικιά μας. Όταν φορτώθηκαν πάλι σε ένα μικρότερο φορτηγό δεν ήταν όλες μαζί. Οι περισσότερες είχαν μείνει στην τέντα.
- Τύχη βουνό! Φεύγουμε ! φώναξε η Μπουκαλίτσα!
- Εδώ που ήρθαμε να λες «τύχη θάλασσα», τη διόρθωσε η διπλανή της.
Δεν χρειάστηκε να σταθεί πολλές μέρες στο ράφι του καταστήματος. Ο αγοραστής πλήρωσε την τιμή: 0,75€. Ξέσφιξε το καπάκι -συνηθισμένη να έχει το καπάκι, κορώνα στο κεφάλι της η Μπουκαλίτσα- δυσανασχέτησε. Θα ήθελε να πάρει μια κουβέντα από τα χείλη του ανθρώπου. Αυτός ήπιε αμέσως το νερό. Πέταξε το μπουκάλι με δύναμη ρίχνοντας μαζί και μια βρισιά. Η Μπουκαλίτσα έπεσε στα μαλακά. Στον αφρό των κυμάτων.
Ήταν Αύγουστος. Τα μελτέμια στο φόρτε τους την πήγαιναν και την έφερναν. Άρχισε να καταπίνει νερό. Το αλμυρό νερό. Δεν άργησε να βρεθεί στον πάτο της θάλασσας. Τώρα μαζί με την άμμο έμπαιναν και μικρά χαλίκια. Ρετάλια από φύκια έδεσαν κόμπους γύρω της. Κάποια ώρα που κανείς δεν ήταν δίπλα της να της πει πότε ακριβώς, τα χαλίκια έγιναν πιο πολλά. Ένα πηχτό συνονθύλευμα από λίγο νερό και πολλά χαλίκια στην κοιλιά της. Βαριά πια, δεν μπορούσε να κουνήσει. Έμεινε εκεί. Ένας όγκος από λάσπη, εγκλωβισμένος.
Από το διαγωνισμό συγγραφής με τίτλο "Μπουκάλι". Ψηφίστε το καλύτερο διήγημα, το οποίο σίγουρα είναι αυτό που αναδημοσιεύω εδώ!