Οι ζωντανοί οργανισμοί άκμασαν και αυξήθηκαν απότομα πριν από περίπου τρία δισεκατομμύρια χρόνια, όταν οι πρόγονοι των φυτών έμαθαν να αντλούν ενέργεια από τον Ήλιο πιο αποδοτικά, μαρτυρά το DNA των σύγχρονων μορφών ζωής.
Όπως αναφέρει το AFP, ερευνητές του MIT δημιούργησαν ένα μαθηματικό μοντέλο, το οποίο εξέτασε 1.000 βασικά γονίδια των σημερινών οργανισμών και στη συνέχεια υπολόγισε το πώς μπορεί να είχαν εξελιχθεί τα γονίδια αυτά στην πορεία του γεωλογικού χρόνου.
Στους περισσότερους ζωντανούς οργανισμούς, το DNA συσσωρεύει μεταλλάξεις με έναν σχετικά σταθερό ρυθμό, ο οποίος αποκαλείται συχνά «μοριακό ρολόι». Εφόσον κανείς γνωρίζει το ρυθμό αυτό, είναι θεωρητικά δυνατό να υπολογίσει την εξελικτική απόσταση που χωρίζει δύο οποιαδήποτε είδη.
Η τελευταία ανάλυση έδειξε ότι η κοινή γονιδιακή δεξαμενή των ζωντανών οργανισμών στη Γη μεγάλωσε απότομα πριν από 3,3 έως 2,2 δισεκατομμύρια χρόνια (η ίδια η Γη εκτιμάται ότι σχηματίστηκε πριν από 4,7 δισ. χρόνια).
Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε το 27% όλων των σύγχρονων γονιδιακών οικογενειών, αναφέρουν οι ερευνητές στο περιοδικό Nature. Ο Έρικ Αλμ και ο Λόρενς Ντέιβιντ, επικεφαλής της μελέτης, εκτιμούν ότι αυτή η απότομη διόγκωση προήλθε από την εμφάνιση μιας βιοχημικής διαδικασίας που ονομάζεται σύγχρονη μεταφορά ηλεκτρονίων.
Η διαδικασία αυτή αφορά τη μετακίνηση ηλεκτρονίων διαμέσου της μεμβράνης του κυττάρου -είναι ένα βασικό στάδιο στη διαδικασία της φωτοσύνθεσης, η οποία επέτρεψε στα φυτά να παράγουν τροφή με την ενέργεια του Ήλιου.
Περίπου μισό δισ. χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη «έκρηξη» της ζωής ακολούθησε και μια δεύτερη, ένα φαινόμενο που ονομάστηκε Μεγάλο Οξειδωτικό Συμβάν. Την περίοδο αυτή, η ατμόσφαιρα της Γης πλημμύρισε για πρώτη φορά με οξυγόνο, λόγω της δράσης των φωτοσυνθετικών οργανισμών.
Μια τρίτη τέτοια «έκρηξη«, η λεγόμενη Έκρηξη της Καμβρίου, ακολούθησε πριν από περίπου 588 εκατομμύρια χρόνια, την εποχή στην οποία χρονολογούνται τα περισσότερα από τα αρχαιότερα απολιθώματα.
Η τελευταία μελέτη εστιάζεται στην πρώτη έκρηξη, πριν από 3 δισ. χρόνια. Οι ερευνητές παραδέχονται ότι τα αποτελέσματά τους δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι η εμφάνιση της αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων ήταν η αιτία της περιόδου ακμής.
«Παρόλα αυτά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι, εφόσον απέκτησε πρόσβαση σε ένα πολύ μεγαλύτερο ενεργειακό κεφάλαιο, η βιόσφαιρα μπόρεσε να φιλοξενήσει μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα μικροβιακά οικοσυστήματα» δήλωσε ο Δρ Ντέιβιντ.
Σε κάθε περίπτωση, οι μαρτυρίες του DNΑ είναι πολύτιμες, επισήμανε ο Δρ Αλμ: «Το εντυπωσιακό με τα ευρήματά μας είναι ότι αποδεικνύουν ότι η ιστορία πολύ παλιών γεγονότων έχει καταγραφεί στο κοινό DNA των ζωντανών οργανισμών» είπε ο ερευνητής.
(Newsroom ΔΟΛ, 20/12/2010)